Απόφαση 125 / 2019 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 125/2019ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥΑ2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Αναστασία Περιστεράκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:Της αναιρεσείουσας: Κ. Μ. του Ε., συζύγου Θ. Χ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιαννίση.Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Χ. του Γ., κατοίκου … και προσωρινά διαμένοντος στον …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Καλαντζή.Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 30-10-2014 και 6-3-2015 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου και της ήδη αναιρεσείουσας, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 32/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 198/2017 του Εφετείου Δωδεκανήσου (με μεταβατική έδρα την Κω). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-11-2017 αίτησή της.Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΜε το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο με την περί διαζυγίου απόφαση στον αναίτιο σύζυγο για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του από τον υπαίτιο σύζυγο από γεγονός που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη.Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος πρέπει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία (ΑΠ 686/2004)). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 9/2013).Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή (αρ 559αρ 1ΚΠολΔ)των διατάξεων των άρθρων 57,59,932 ΑΚ όσον αφορά το προσβλητικό της προσωπικότητάς της περιστατικό που έλαβε χώρα σε βάρος της εκ μέρους του αναιρεσίβλητου, συνιστάμενο στην εγκατάλειψή της στο αεροδρόμιο “….” μαζί με το ανήλικο τέκνο τους, στις 15.10.2012 μακρυά από τον τόπο της κοινής κατοικίας τους, χωρίς βοήθεια και δίχως χρήματα.Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το περιγραφόμενο στην αγωγή περιστατικό στο αεροδρόμιο “…”, και αληθές υποτιθέμενο, δεν μπορεί να θεμελιώσει αξίωση με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 299 και 932 ΑΚ, διότι αυτό δεν συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια της προσβολής της προσωπικότητας, μολονότι προκάλεσε ψυχική δοκιμασία στην ενάγουσα όχι όμως πέρα από αυτή που οφείλεται στον κλονισμό του γάμου και εντάσσεται στο πλαίσιο της αντισυζυγικής συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και συνεπώς ο, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠοΛΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, αφού η εγκατάλειψη κάποιου προσώπου με ένα μικρό παιδί, στο αεροδρόμιο, μακρυά από την οικία του, χωρίς χρήματα και βοήθεια, δεν συνιστά απλώς γεγονός αντισυζυγικής συμπεριφοράς αλλά είναι πρόσφορο και ικανό, αυτοτελώς κρινόμενο, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρει την προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου.Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 εδαφ. α’ του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξ αιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015).Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθ. 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και βάσει των οποίων, ως αναγκαίων, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απορρίψεως της αγωγής, της ενστάσεως ή της αντενστάσεως (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου( ΑΠ 319/2017).Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα παραπονείται για παράβαση του άρθρου 559 αρ19 ΚπολΔ, και ειδικότερα ότι η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με το περιστατικό βίας σε βάρος της από τον αναιρεσίβλητο, που φέρεται να έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του έτους 2012, στην …, όταν ο αναιρεσίβλητος για ασήμαντη αφορμή απείλησε ότι θα την πετάξει από τον 17ο όροφο στον οποίο διέμεναν, την έσπρωξε και την γρονθοκόπησε επανειλημμένως στο μπράτσο, δεχόμενη ότι δεν αποδείχθηκε καθόσον η μαρτυρία της μητέρας της ήταν αόριστη. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι η κατάθεση της μητέρας της αναιρεσείουσας “δεν ενισχύεται ούτε και συμπορεύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένου ότι δεν προσκομίζεται κάποια καταγγελία ενώπιον της αρμόδιας αρχής στη χώρα όπου διέμεναν, ούτε ιατρική γνωμάτευση που να πιστοποιεί το είδος και τη σοβαρότητα του τραυματισμού της ή την επίσκεψή της σε κάποιο νοσοκομείο προς παροχή ιατρικής συνδρομής, αλλά ούτε και μήνυση εναντίον του, όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, για τα όσα καταμαρτυρεί εναντίον του”.Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον υπό το πρόσχημα της παράβασης του άρθρου 559 αρ 19 ΚΠοΛΔ πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση είναι αβάσιμος, εφόσον οι ως άνω αιτιολογίες είναι επαρκείς και σαφείς και καθίσταται έτσι εφικτός ο αναιρετικός λόγος ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59 και 932 Ακ, τις οποίες εφάρμοσε το Εφετείο και το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως προς το συγκεκριμένο συμβάν. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη η ένδικη αναίρεση, να παραπεμφθεί κατά το μέρος αυτό η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνη που δίκασε προηγουμένως (αρθ 580παρ 3 ΚΠοΛΔ), να αποδοθεί το παράβολο στην αναιρεσείουσα (αρθ 495ΚΠοΛΔ) και να συμψηφιστούν τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (αρθ 179,183 ΚΠοΛΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 198/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλο δικαστή.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου 2019.
Αριθμός 125/2019ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥΑ2′ Πολιτικό Τμήμα