Απόφαση 380 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012).
Επίσης δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016, ΑΠ 601/2013, ΑΠ 904/2012). Όμως για την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της εκ μέρους του εργαζομένου τέλεσης κάποιου παραπτώματος κατά την παροχή της εργασίας του, πρέπει να υφίσταται εσωτερικός κανονισμός στην επιχείρηση του εργοδότη που προβλέπει το πειθαρχικό παράπτωμα ή / και τις πειθαρχικές κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν.
Τούτο σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 3789/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”, η οποία ορίζει “Δια πειθαρχικά παραπτώματα, καθοριζόμενα εις έκαστον των κανονισμών εργασίας, δύναται να προβλέπεται η επιβολή εις τον παραβάτην μισθωτόν, των κάτωθι ποινών…” (σχετ. ΑΠ 157/2003, ΑΠ 769/2016).
Κατά συνέπεια εφόσον στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει καταρτισθεί εσωτερικός κανονισμός κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου, που να προσδιορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα ή / και τις πειθαρχικές ποινές που μπορεί να επιβληθούν γι’ αυτά ή / και που να καθορίζει σχετικές πειθαρχικές διαδικασίες, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για το λόγο ότι ο εργοδότης, αντί της καταγγελίας, δεν επέλεξε το ηπιότερο μέτρο της επιβολής πειθαρχικής ποινής. Δεν αποκλείεται βεβαίως σε όλως οριακές περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση της έλλειψης εσωτερικού κανονισμού προβλέποντος πειθαρχικό έλεγχο του εργαζομένου, ο έλεγχος από το δικαστήριο του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από την άποψη της εκ μέρους του εργοδότη παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία ουσιαστικά συνιστά την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 897/2012, ΑΠ 1889/2017).
Αριθμός 380/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: δευτεροβάθμιου σωματείου με την επωνυμία “…”, (…), που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σοφία Μαϊλιάνη και Ευτύχιο – Δημήτριο Καλαμίδα, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Ν. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Βασιλακάκη, που κατέθεσε προτάσεις.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αναιρεσείοντος και κατά του αναιρεσιβλήτου: τριτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευτύχιο – Δημήτριο Καλαμίδα, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/9/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καστοριάς και συνεκδικάσθηκε με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της … (….). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2014 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 769/2016 απόφαση του Β1′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Κατόπιν της απόφασης αυτής, εκδόθηκε η 122/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον σωματείο με την από 28/12/2017 αίτησή του και το προσθέτως παρεμβαίνων σωματείο με την από 30/7/2018 πρόσθετη παρέμβασή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος και του προσθέτως παρεμβαίνοντος σωματίου ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και της πρόσθετης παρέμβασης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα στην αναιρετική διαδικασία ο προσθέτως παρεμβαίνων περιορίζεται σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων αναίρεσης, στις οποίες εξαντλείται και το δικαίωμα των κυρίων διαδίκων (ΑΠ 1741/2012, ΑΠ 1302/2005). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 622 παρ. 2 αριθ. 2 του ΚΠολΔ, (όπως η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάσταση του τέταρτου βιβλίου του ΚΠολΔ – άρθ. 591 έως 681 Δ – με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ενόψει του χρόνου άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης την 29.12.2017), αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση. Το ίδιο προβλεπόταν και από το πριν το Ν. 4335/2015 ισχύσαν δίκαιο και ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 669 αρ. 2 του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμοζόταν και στην αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 675 Α του ιδίου Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθ. 9 παρ.1 του Ν. 3189/2003. Επομένως το προσθέτως παρεμβάν τριτοβάθμιο σωματείο με την επωνυμία “… (….).”, του οποίου το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον δευτεροβάθμιο σωματείο με την επωνυμία “… (…)”, υπέρ του οποίου παρενέβη, τυγχάνει τακτικό μέλος, επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των μελών του, μεταξύ των οποίων και του αναιρεσείοντος, αλλά και του ιδίου, εφόσον αυτό είναι υπόχρεο στην καταβολή ποσού που αντιστοιχεί στη μισθοδοσία ενός μηνός των υπηρετούντων φυλάκων θήρας των μελών του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, παραδεκτώς παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου προς υπεράσπιση της ένδικης αίτησης αναίρεσης του υπέρ ου παρενέβη διαδίκου, καταθέτοντας το από 30.7.2018 και με αριθ. κατάθεσης 9/2018 ίδιο δικόγραφο, το οποίο εκτιμάται ως δικόγραφο για την ανάπτυξη των ισχυρισμών αυτού προς υπεράσπιση των λόγων αναίρεσης και όχι ως δικόγραφο “πρόσθετης παρέμβασης” ως επιγράφεται, καθότι αυτή θα ήταν χωρίς αντικείμενο, ενόψει του ότι το προσθέτως παρεμβαίνον είχε ήδη παραδεκτώς ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του τότε εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος δευτεροβάθμιου σωματείου κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δίκη και κατά συνέπεια την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντος είχε διατηρήσει στη συνέχεια τόσο κατά την δευτεροβάθμια δίκη, όπου επίσης παρέστη, όσο και ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Με την από 28 Δεκεμβρίου 2017 και με αριθ. κατάθ. 39/29.12.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 122/17.10.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ως δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την έκδοση της με αριθ. 769/21.12.2016 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε κατά πλειοψηφία η προηγουμένη με αριθ. 118/3.12.2014 απόφαση του ως άνω δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Με την προσβαλλόμενη με αριθ. 122/2017 απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία αβάσιμη η από 12 Οκτωβρίου 2011 και με αριθ. κατάθ. 43/21.10.2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφανίσθηκε η με αριθ. 46/20.4.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 10.9.2008 και με αριθ. κατάθ. 38/16.9.2008 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, κατά τα κεφάλαια αναγνώρισης της ακυρότητας της από 30.4.2008 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού εκ μέρους του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος σωματείου και υποχρέωσης του τελευταίου ν’ αποδεχθεί την εργασία του ενάγοντος ως θηροφύλακα με απειλή χρηματικής ποινής (με την πρωτόδικη απόφαση είχε επίσης απορριφθεί ως αόριστη η αγωγή κατά τα κεφάλαια καταβολής αποδοχών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μετά τον γενόμενο μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό) και στη συνέχεια, κατά μερική παραδοχή της αγωγής ως βάσιμης κατ’ ουσία από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της κατά τα άνω καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος και υποχρεώθηκε το εναγόμενο σωματείο ν’ αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος με απειλή χρηματικής ποινής. Σημειώνεται ότι ομοίως είχε κρίνει κατ’ ουσία και η αναιρεθείσα προηγουμένη με αριθ. 118/2014 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.3 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012). Επίσης δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016, ΑΠ 601/2013, ΑΠ 904/2012). Όμως για την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της εκ μέρους του εργαζομένου τέλεσης κάποιου παραπτώματος κατά την παροχή της εργασίας του, πρέπει να υφίσταται εσωτερικός κανονισμός στην επιχείρηση του εργοδότη που προβλέπει το πειθαρχικό παράπτωμα ή / και τις πειθαρχικές κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν. Τούτο σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 3789/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”, η οποία ορίζει “Δια πειθαρχικά παραπτώματα, καθοριζόμενα εις έκαστον των κανονισμών εργασίας, δύναται να προβλέπεται η επιβολή εις τον παραβάτην μισθωτόν, των κάτωθι ποινών…” (σχετ. ΑΠ 157/2003, ΑΠ 769/2016). Κατά συνέπεια εφόσον στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει καταρτισθεί εσωτερικός κανονισμός κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου, που να προσδιορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα ή / και τις πειθαρχικές ποινές που μπορεί να επιβληθούν γι’ αυτά ή / και που να καθορίζει σχετικές πειθαρχικές διαδικασίες, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για το λόγο ότι ο εργοδότης, αντί της καταγγελίας, δεν επέλεξε το ηπιότερο μέτρο της επιβολής πειθαρχικής ποινής. Δεν αποκλείεται βεβαίως σε όλως οριακές περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση της έλλειψης εσωτερικού κανονισμού προβλέποντος πειθαρχικό έλεγχο του εργαζομένου, ο έλεγχος από το δικαστήριο του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από την άποψη της εκ μέρους του εργοδότη παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία ουσιαστικά συνιστά την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 897/2012, ΑΠ 1889/2017).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Το εναγόμενο [ήδη αναιρεσείον] ν.π.ι.δ. με την επωνυμία “…” αποτελεί δευτεροβάθμιο σωματείο (ομοσπονδία), μέλη του οποίου είναι οι κυνηγετικοί σύλλογοι της περιφέρειας …. Αποτελεί μέλος του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντος τριτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία “…”. Στις 21.3.2001 το εναγόμενο σωματείο προσέλαβε τον ενάγοντα [ήδη αναιρεσίβλητο] με έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (11 μηνών και 11 ημερών), προκειμένου αυτός να προσφέρει την εργασία του ως ιδιωτικός φύλακας θήρας (θηροφύλακας). Κύρια καθήκοντα αυτού βάσει της σύμβασης, ήσαν η συνεχής φυσική παρουσία του στους τόπους άσκησης θήρας, καταφύγια θηραμάτων κλπ, η διενέργεια ελέγχου και λοιπών πράξεων σε εκτέλεση των νόμων και επιταγών της νομοθεσίας περί θήρας και η καταγγελία παρανόμων πράξεων ή συμβάντων καταστροφής της θηραματικής πανίδας και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα, ενώ ήταν υποχρεωμένος να τηρεί λεπτομερές ημερολόγιο ενεργειών που ελεγχόταν από την εργοδότρια του (βλ. υπ’ αριθ. 1 Δ όρο σύμβασης).
Με την 25148/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αναγνωρίσθηκε ότι ο ενάγων συνδεόταν με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου από την αρχή της προσλήψεως. Με το 537/5.3.2008 έγγραφό της η εφεσίβλητη κάλεσε τον εκκαλούντα να δώσει εξηγήσεις, διότι στο δελτίο ελέγχου ανέφερε ότι στις 19.1.2000 [ενν. 2008] ο Κ. Α. τέλεσε παράνομη θήρα λαγού. Ο συντονιστής θηροφύλακας Σ. Λ., μέσω του οποίου διαβιβάσθηκε το εν λόγω δελτίο, σημείωσε ότι “φυσιολογικά θα αναμένουμε και μήνυση”. Ο ενάγων ανέφερε στο Δασαρχείο … “19.1.2008. Υπηρεσία 04.00 έως 11.00. Βγήκα μαζί με τον Κ. Ν. και το όχημα …18 στην περιοχή …. Βρήκαμε τον Α. Κ., ο οποίος κατείχε άδεια τοπική και είχε θηρεύσει μία μπεκάτσα”. Το ημερολόγιο θεωρήθηκε από τον υπεύθυνο θήρας της Διεύθυνσης Δασών …. την 1.2.2008. Ο ενάγων προσήλθε και παρέσχε εξηγήσεις. Το Δ.Δ. [ενν. το Διοικητικό Συμβούλιο] του εναγομένου αποφάσισε ομόφωνα να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (βλ. απόσπασμα πρακτικού 560/13.3.2008). Αυτή επισυνέβη στις 30.4.2008, ενώ ταυτόχρονα του πρόσφερε τη νόμιμη αποζημίωση και λοιπές αποδοχές ύψους 5.903,33 ευρώ, που κατετέθη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η καταγγελία έγινε: α) διότι δεν υπέβαλε μήνυση κατά του Κ. Α., β) σταμάτησε, παρά τη σύμβαση, να συμπληρώνει από τον Ιανουάριο 2008 ημερολόγιο ενεργειών υπηρεσίας, ενώ το 2007 κατέγραψε επιγραμματικά τις κινήσεις του, γ) δεν ενημέρωσε την ομοσπονδία, ούτε την πληρεξούσια δικηγόρο της στην … ότι μετά την ματαίωση στις 13.12.2006 της εκδίκασης της μήνυσης του κατά του Τ. Μ. και Γ. Α. στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καστοριάς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 16.5.2007, αλλά το έκανε μόνο την ημερομηνία της δικασίμου, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής η δικηγόρος τους, γεγονός για το οποίο του απηύθηναν αυστηρή παρατήρηση, δ) επειδή έχουν δεχθεί κατά καιρούς καταγγελίες για το συγκεκριμένο θηροφύλακα, ο οποίος διενεργεί ελάχιστους ελέγχους σε σχέση με άλλους συναδέλφους του, για ανάρμοστη συμπεριφορά και πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του και ε) επειδή δεν τους απέστειλε, ως όφειλε, επικυρωμένα αντίγραφα των μηνύσεων που κατέθεσε στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του, γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκαν εγγράφως με την από 15.11.2007 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωσή τους.
Οι αιτήσεις του ΔΔ [ενν. οι αιτιάσεις του Δ.Σ.] του εναγομένου είναι αβάσιμες. Σχετικά με την αναφορά περί θήρας λαγού από τον Α. και όχι του ορθού μπεκάτσας, οφείλεται σε παραδρομή του ενάγοντος. Όταν η γραμματέας θηροφυλακής Ε. Β. επικοινώνησε μαζί του, τον ρώτησε αν γνώριζε κάποιον Α. και ο ενάγων απάντησε ότι τον γνώριζε, καθότι είναι πατέρας του κουμπάρου του. Όταν η ανωτέρω τον ρώτησε αν θα υποβάλει μήνυση κατά του Α., αυτός απάντησε αρνητικά. Η απάντηση υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι δεν είχε διαπιστώσει ότι ο ανωτέρω θήρευε παράνομα λαγό, όπως ανέγραψε. Την ημέρα εκείνη εκτελούσε κοινή υπηρεσία με το θηροφύλακα Κ.. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αμφότεροι θα προέβαιναν στις ενέργειες του νόμου (ακινητοποίηση οχήματος, έλεγχο του εσωτερικού για θήραμα, έλεγχο αδείας θήρας, κατάσχεση θηράματος, άμεση ενημέρωση κυνηγετικού συλλόγου και συντονιστή κλπ). Αν ο ενάγων επιθυμούσε να καλύψει τον Α., ο συνάδελφος Κ. είτε θα τον ανέφερε, είτε θα προέβαινε ο ίδιος στις παραπάνω ενέργειες, προκειμένου να μην διακινδυνεύσει και η δική του θέση εργασίας. Το παραπάνω περιστατικό επικαλέσθηκε προσχηματικώς το εναγόμενο, εμφανώς ενοχλημένο και από το γεγονός ότι ο ενάγων αποδέχθηκε, παρέλαβε και τηρούσε το ως άνω ημερολόγιο που ήταν θεωρημένο από το δασαρχείο … (βλ. στιχομυθία Ν. – Δ. στη συνεδρίαση της 13.3.2008). Ο ενάγων μέχρι το έτος 2007 συμπλήρωνε επιγραμματικώς το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει η Ομοσπονδία, το οποίο ουδέποτε του ζητήθηκε να προσκομίσει για οποιοδήποτε λόγο ή έλεγχο, ενώ από τον Ιανουάριο του 2008 σταμάτησε να το συμπληρώνει, χωρίς να ενημερώσει την εργοδότρια, και τηρούσε έκτοτε το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει το Δασαρχείο …, θεωρώντας ότι δια της τηρήσεως ήταν εφικτός ο έλεγχος εκ μέρους της Ομοσπονδίας (βλ. στιχομυθία Ν. – Κ. στο 560/2008 απόσπασμα πρακτικού). Επίσης μετά από μήνυση του ενάγοντος εις βάρος Τ. Μ. και Γ. Α. ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ’ αυτών και ορίσθηκε δικάσιμος η 13.12.2006. Η ομοσπονδία αποφάσισε να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και έδωσε εντολή στη δικηγόρο Καστοριάς Αλμπάνη Ειρήνη, η οποία δεν παρακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης και απωλέσθη η δυνατότητα παράστασης. Ο ενάγων ουδεμία υποχρέωση υπείχε να ενημερώσει τον οποιονδήποτε σχετικά με τις δικασίμους. Ακόμη το μέλος του κυνηγετικού συλλόγου …Τ. Σ. κατήγγειλε τον ενάγοντα και τον Ε. Σ. ότι χρησιμοποιούσαν υπηρεσιακό όχημα για σκοπούς άσχετους με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ο ανωτέρω καθώς και ο Α. Μ. είχαν υποβάλει κατά των προαναφερθέντων (ενάγοντος και Ε. Σ.) και την 1.3.2016 [ενν. 1.3.2006] καταγγελία στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Καστοριάς για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος και ειδικότερα ότι, ενώ κατέλαβαν τον Δ. Κ. να θηρεύει, δεν προέβησαν στη σύλληψη, μήνυση κλπ. Για την εν λόγω πράξη ο ενάγων και ο Ε. Σ. αθωώθηκαν με την 890/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καστοριάς και κήρυξε ενόχους τους καταγγείλαντες για παράνομη θήρα και απείθεια, για τις οποίες είχαν καταμηνυθεί από τον ενάγοντα, και με άλλη απόφαση ο Σ. Τ. καταδικάσθηκε επί συκοφαντική δυσφημίσει σε βάρος του ενάγοντος.
Εξάλλου καταγγελία προς την Ομοσπονδία υπέβαλλαν κατά του ενάγοντος και οι Σ. Δ., Κ. Ν. και Κ. Π. για ανάρμοστη συμπεριφορά, οι οποίοι όμως καταδικάσθηκαν από το αρμόδιο δικαστήριο για παραβάσεις θήρας και νόμου περί όπλων ανεδείχθη [ενν. και κατά συνέπεια δεν αποδείχθηκε…] ότι ο ενάγων επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η αιτίαση του εναγομένου ότι ο ενάγων πραγματοποίησε ελάχιστους ελέγχους σε σχέση με τους συναδέλφους του δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο επίδοσης, διότι οι έλεγχοι δεν είναι εργασία γραφειοκρατικού τύπου, αλλά αστάθμητος παράγοντας, εξαρτημένος από πολλαπλές μεταβολές, όπως π.χ. περιοχή, περίοδος χρονική, καιρός, πλήθος κυνηγών κλπ, ούτε όμως είναι αληθής, διότι 10 – 15 ελέγχους το μήνα πραγματοποιούσαν περίπου όλοι. Το εναγόμενο δεν προσκόμισε συγκεντρωτικά στοιχεία όλων των υπαλλήλων θηροφυλάκων, ώστε να συναχθεί συνήθης ή μέσος αριθμός ελέγχων. Κατά τα έτη 2000 έως 2004, σύμφωνα με πίνακα που προσκομίζει ο ενάγων είχε 286 ελέγχους έναντι άλλων που είχαν ολιγότερους. Μέχρι και τον Οκτώβριο του 2007, ο ενάγων ακολουθώντας τις οδηγίες της εργοδότριάς του, απέστελλε ανεπικύρωτα αντίγραφα των μηνύσεων που υπέβαλλε ενώπιον των δασαρχείων στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του.
Με την από 15.11.2007 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση και δήλωση το εναγόμενο κάλεσε τον ενάγοντα α) να δηλώνει ενώπιον της αρμόδιας [ενν. αρχής] δικαστική παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ομοσπονδίας, σύμφωνα και με την εξουσιοδότηση που του παρασχέθηκε με το υπ’ αριθ. …27/19.10.2007 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Α. Κ., καταθέτοντας το σχετικό παράβολο πολιτικής αγωγής και β) να ζητεί και λαμβάνει αντίγραφο της μηνύσεως, το οφείλει να προσκομίσει άμεσα μαζί με όλα τα έγγραφα της προδικασίας… Μετά την αποστολή της εξωδίκου, ο ενάγων υπέβαλε αίτηση στο Δασαρχείο …υ (11.12.2007) και στη Διεύθυνση [ενν. Δασών] … (18.12.2007), ζητώντας αντίγραφα μηνύσεων που είχαν υποβάλλει οι ανωτέρω υπηρεσίες, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα μηνύσεων που είχε συντάξει ο ενάγων για να τα προσκομίσει στην … “με σκοπό την εμπλοκή της ως πολιτικώς ενάγουσας κατά την ακροαματική διαδικασία”. Το Δασαρχείο … επικαλούμενο ότι ο ενάγων καθώς και άλλοι συνάδελφοί του βρίσκονταν σε δικαστικό αγώνα με την Ομοσπονδία καθώς και ότι “οι νομικές τους γνώσεις ήταν περιορισμένες, για την αποφυγή της εμπλοκής της υπηρεσίας τους σ’ αυτόν” ζήτησαν από το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης να τους πληροφορήσουν “αν και πότε μπορούν να χορηγούν αντίγραφα των υποβαλλομένων μηνύσεων στους ομοσπονδιακούς και ιδιωτικούς φύλακες θήρας”.
Αντίστοιχο ερώτημα υπέβαλλε και η Διεύθυνση Δασών …. Στα παραπάνω ερωτήματα μέχρι και την καταγγελία της συμβάσεως του ενάγοντα δεν εδόθη απάντηση και οι υπηρεσίες δεν χορήγησαν επικυρωμένα αντίγραφα των μηνύσεων στον ενάγοντα, ούτε απάντησαν αρνητικά στο αίτημά του. Η αποστολή εκ μέρους του ενάγοντος “μιας απλής εκτύπωσης του κειμένου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή”, αντί των επικυρωμένων αντιγράφων των μηνύσεων, όπως αξίωσε το εναγόμενο, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του ενάγοντος, αλλά στο γεγονός ότι οι ως άνω αρμόδιες υπηρεσίες δεν του χορηγούσαν επικυρωμένα αντίγραφα εν αναμονή της σχετικής γνωμοδοτήσεως από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Περαιτέρω ο ενάγων για τη διασφάλιση των εργασιακών του δικαιωμάτων άσκησε αγωγή κατά του εναγομένου και το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ότι συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από του χρόνου αρχικής του προσλήψεως. Ο ενάγων είναι ενεργό μέλος του πρωτοβάθμιου σωματείου και διεκδικεί την επίλυση εργασιακών του θεμάτων, όπως να εποπτεύονται από την αρμόδια δασική αρχή, να υφίσταται πειθαρχική εξουσία επ’ αυτών από τον Γενικό Γραμματέα (Γ.Γ.) Περιφέρειας.
Επίσης αναδεικνύουν ζητήματα που αφορούν τον χαρακτηρισμό της θέσεως και της έδρας της εργασίας τους, δεδομένου ότι το εναγόμενο επιδιώκει ως έδρα της εργασίας τους να χαρακτηρίζεται το σύνολο της εδαφικής του αρμοδιότητας, δηλαδή ολόκληρη η Μακεδονία και η Θράκη και επιδιώκουν τη ρύθμιση των θεμάτων και της διαδικασίας των μετακινήσεων του σε διάφορες περιοχές. Ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η πλημμελής ή μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών καθηκόντων εκ μέρους του ενάγοντος ή μειωμένη αισθητά απόδοση αυτού εν σχέσει με τις ανάγκες της εργασίας και την απόδοση έως [ενν. ενός] μέσου συνετού θηροφύλακος και συνακόλουθα η ενάγουσα [ενν. η εναγομένη] όφειλε όπως μη απολύσει τον ενάγοντα, αν δεν [ενν. δε] ήθελε δελτία ημερολογίου μπορούσε να ζητήσει αντίγραφα από το δασαρχείο και συστήσει στον ενάγοντα απλώς την περαιτέρω τήρησή τους. Οδηγηθείσα παρά ταύτα στην απόλυση, έπραξε τούτο παρανόμως και κατά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος, αφού στηρίχθηκε σε αβάσιμες αιτιολογίες που υπερβαίνουν τα όρια της καλής πίστης, καθώς και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ χρησιμοποιηθέντος μέσου και επιδιωκομένου σκοπού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεπώς που απέρριψε την [ενν. αγωγή] ως αβάσιμη κατ’ ουσία, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο εσφαλμένως και εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις. Επομένως οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως του εκκαλούντος είναι βάσιμοι…”.
Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού, κατά παραδοχή της από 12.10.2011 και με αριθ. κατ. 43/2011 έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την με αριθ. 46/20.4.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς που είχε κρίνει αντιθέτως, δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 10.9.2008 και με αριθ. κατ. 38/16.9.2008 αγωγή αυτού, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 30.4.2008 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού εκ μέρους του εναγομένου – εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσείοντος δευτεροβάθμιου σωματείου και υποχρέωσε το τελευταίο ν’ αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος με τους ίδιους όρους και να τον απασχολεί πραγματικώς με απειλή χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε παράβαση της υποχρέωσης αυτής. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 669 παρ. 2, 174 και 180 του ΑΚ, αναφορικά με τη συνδρομή ή μη περίπτωσης καταχρηστικότητας της από 30.4.2008 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσίβλητου εκ μέρους του αναιρεσείοντος σωματείου, επαγομένης ακυρότητα αυτής, υποπίπτοντας έτσι στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Ειδικότερα, αν και δέχθηκε ότι κατά τον όρο 1 Δ της μεταξύ των μερών σύμβασης εξαρτημένης εργασίας η τήρηση από τον αναιρεσίβλητο λεπτομερούς ημερολογίου ενεργειών, που ελεγχόταν από το αναιρεσείον δευτεροβάθμιο σωματείο, περιλαμβανόταν στις συμβατικές του υποχρεώσεις και ότι ο αναιρεσίβλητος μέχρι το έτος 2007 συμπλήρωνε ελλιπώς το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει η Ομοσπονδία [αναιρεσείον], ενώ έπαυσε από τον Ιανουάριο του 2008 να συμπληρώνει αυτό, χωρίς να ενημερώσει την Ομοσπονδία, και ότι έκτοτε τηρούσε το ημερολόγιο που του είχε χορηγηθεί από το δασαρχείο …., στη συνέχεια κατέληξε αντιφατικά στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε πλημμελής ή μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών του καθηκόντων.
Επί πλέον αποφάνθηκε ότι αν το αναιρεσείον σωματείο ήθελε δελτία ημερολογίου, μπορούσε να ζητήσει αντίγραφα από το δασαρχείο, ενώ προηγουμένως δέχθηκε αντιφατικά ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε ενημερώσει το αναιρεσείον για το ότι είχε διακόψει από τον Ιανουάριο του 2008 να τηρεί το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει το αναιρεσείον, τηρώντας έκτοτε το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει το δασαρχείο …. Περαιτέρω, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του αναιρεσίβλητου εκ μέρους του αναιρεσείοντος, το τελευταίο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, το οποίο θα μπορούσε να προβεί σε συστάσεις, δεν διέλαβε στο σκεπτικό του περαιτέρω παραδοχές περί του ότι στο πλαίσιο λειτουργίας του αναιρεσείοντος σωματείου προβλεπόταν κάποια πειθαρχική διαδικασία, την οποία όφειλε και μπορούσε να επιλέξει το τελευταίο για τον κολασμό της παραβίασης της πιο πάνω συμβατικής υποχρέωσης του αναιρεσίβλητου, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού. Επομένως οι περί τούτου πρώτος κατά το πρώτο αυτού σκέλος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις ως άνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ [και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ] αναιρετικές πλημμέλειες είναι βάσιμοι. Αντιθέτως αβάσιμος είναι ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, με τον οποίο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, σχετικά με την εκ μέρους του αναιρεσίβλητου παράλειψη της ενημέρωσης της πληρεξουσίας δικηγόρου του αναιρεσείοντος σωματείου για τη νέα δικάσιμο της εκδίκασης της μήνυσης αυτού κατά των Μ. Τ. και Α. Γ. και την συνακόλουθη απώλεια του δικαιώματος παράστασης του αναιρεσείοντος ως πολιτικώς ενάγοντος.
Και τούτο διότι τοιαύτη συμβατική υποχρέωση δεν συνάγεται από τον όρο της μεταξύ των μερών σύμβασης εργασίας, που προέβλεπε, μεταξύ των καθηκόντων – υποχρεώσεων του αναιρεσίβλητου, την διενέργεια ελέγχου και “λοιπών πράξεων” σε εκτέλεση των νόμων και επιταγών της περί θήρας νομοθεσίας και κατά συνέπεια η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε καμία υποχρέωση να ενημερώνει τον οποιονδήποτε σχετικά με τις δικασίμους και ότι συνακόλουθα δεν υπήρξε παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αναιρεσίβλητου σχετικά με το προαναφερόμενο ζήτημα, καθώς η πληρεξουσία δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν παρακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης [υπό την προφανή έννοια ότι την ως άνω δικηγόρο βάρυνε η σχετική υποχρέωση] και [έτσι] απωλέσθηκε η δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής, διαλαμβάνει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με το προαναφερόμενο ζήτημα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή του πρώτου κατά το πρώτο αυτού σκέλος και του δευτέρου λόγου αναίρεσης πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Εφόσον δε αναιρείται η προσβαλλομένη με αριθ. 122/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με την με αριθ. 769/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου μετά από αναίρεση της προηγουμένης με αριθ. 118/2014 απόφασης του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα ύστερα από κλήση με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης, τα οποία ορίζουν ότι αν η (μετ’ αναίρεση) απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής αναιρεθεί εκ νέου, δεν γίνεται νέα παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης και ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα (ΑΠ 503/2017, ΑΠ 481/2016, ΑΠ 2225/2014, ΑΠ 1725/2014). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος και του υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβάντος, που παρέστησαν με χωριστό δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις (άρθ. 176, 182 παρ.1, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 122/17.10.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση που θα ορισθεί στο παρόν αναιρετικό τμήμα, ύστερα από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος και του υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβάντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ για τον καθένα εξ αυτών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ