ΑΠ 444/2019 Μεταβίβαση επιχείρησης ερμηνεία – Εργαζόμενοι, των οποίων λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης οι θέσεις εργασίας παύουν να υφίστανται – Είναι άκυρη η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων, βάσει της οποίας οι τελευταίοι παραιτούνται από συμβατικές τους αξιώσεις, όταν η συμφωνία αυτή έχει ως αιτία τη μεταβίβαση και στοχεύει στο ν’ αποτραπεί η υπεισέλευση του νέου φορέα στο σύνολο των υφισταμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων.
Απόφαση 444 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 444/2019
ΠερίληψηΟι εργαζόμενοι, των οποίων λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης κλπ οι θέσεις εργασίας παύουν να υφίστανται στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να συνεχίσουν την παροχή της εργασίας τους με τους ίδιους όρους στην υπηρεσία του διαδόχου, στην οποία μεταφέρονται οι θέσεις εργασίας (που εκ των πραγμάτων είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οικονομική δραστηριότητα που μεταβιβάζεται). Όπως αναφέρθηκε όμως, η μεταβίβαση της επιχείρησης κλπ επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας (ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1832/2017) και κατά συνέπεια, εάν η μεταβολή αυτή είναι βλαπτική των όρων εργασίας του εργαζομένου, ο τελευταίος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ.1 του ν. 2112/1920 έχει όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχε, εάν στην καταγγελία προέβαινε ο ίδιος ο εργοδότης.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “…”, με το διακριτικό τίτλο “… Ε.Ε.”, η οποία εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Ζερδελή και Δημήτριο Βασιλείου, που κατέθεσαν προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Μ. του Δ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζηκογιάννη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 16/3/2013 και από 16/12/2013 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 2453/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 11/9/2017 αίτησή της και τους από 20/3/2018 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 11.9.2017 και με αριθ. κατάθεσης 6340/595/11.9.2017 αίτηση αναίρεσης και τους από 20.3.2018 και με αριθ. κατάθ. 35/21.3.2018 δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 2453/23.5.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 5.11.2015 και με αριθ. κατάθ. 6669/10.11.2015 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, εξαφανίσθηκε στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης ως προς την ως άνω διάδικο η υπ’ αριθ. 34/5.1.2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δίκασε κατ’ ουσία την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος ως κατ’ ουσία βάσιμη την από 16.12.2013 και με αριθ. κατάθ. 176363/6046/2013 (δεύτερη) αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της άνω εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας και υποχρέωσε αυτή (όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.954,36 ευρώ γι’ αποδοχές υπερημερίας του διαστήματος από 21.1.2013 έως 20.1.2014, λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εταιρείας αυτής από την αρχική εργοδότρια αυτής εταιρεία “…”, την οποία αρχικά διαδέχθηκε η εταιρεία “…”, εναγομένη στην από 16.3.2013 και με αριθ. κατάθ. 51178/1690/2013 πρώτη αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, και στη συνέχεια η άνω εναγομένη της δεύτερης αγωγής και ήδη αναιρεσείουσα ετερόρρυθμη εταιρεία. Με την ίδια απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την δεύτερη αγωγή κατά το κεφάλαιο καταβολής του ποσού των 5.037,81 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης που είχε πρωτοδίκως επιδικασθεί σε βάρος της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, το οποίο με την αγωγή είχε ζητηθεί επικουρικά για την περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας ήθελε κριθεί έγκυρη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 12.7.2017, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση επί της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Π. Κ., η δε αναίρεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 11.9.2017, ήτοι την 30η ημέρα από την επομένη της άνω επίδοσης, μετ’ αφαίρεση του διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου 2017 (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ.1, 144 και 147 παρ.2 του ΚΠολΔ). Επίσης οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 21 Μαρτίου 2018 (αρ. κατ. 35/21.3.2018) και επίδοση αυτού την ίδια ημέρα στην αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένη με αριθμό ….47/21.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Μ., ήτοι περισσότερες από τριάντα ημέρες πριν την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24ης Απριλίου 2018 (άρθ. 569 παρ.2 του ΚΠολΔ), οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Είναι συνεπώς παραδεκτοί (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στα άνω δικόγραφα λόγων αναίρεσης (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν.2112/1920 ορίζεται ότι “η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος”. Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ/τος 16/18-7- 1920. Περαιτέρω με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 (ΦΕΚ Α’ 162/12-7-2002) λήφθηκαν “μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου”. Κατόπιν αυτού, με το άρθρο 11 του Π.Δ/τος 178/2002 καταργήθηκε το προϊσχύσαν Π.Δ. 572/1988, με το οποίο είχε εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία προς τις ρυθμίσεις της προηγούμενης με αριθ. 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας (η οποία τροποποιήθηκε ως άνω με την 98/50/ΕΚ Οδηγία και τελικά κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία, αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Έτσι, οι διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ.1 στοιχεία α’ και γ’ ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως “μεταβίβαση” θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο β’). Ως “μεταβιβάζων” (“εκχωρητής”, κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως “διάδοχος” (“εκδοχέας”, κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο α’ και β’ ). Η Οδηγία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων. Για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας (η “υπόστασή” τους) και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής (το “περιεχόμενο” τους, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι όροι αμοιβής) υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ και ήδη ΔΕΕ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο δηλαδή που ευνοεί την κατάφαση της “μεταβίβασης” ακόμη και σε περιπτώσεις που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε ν’ αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική προσέγγιση, για να υπάρξει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια “οικονομική οντότητα”. Πρέπει δηλαδή να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή ακόμη και ενός τμήματος επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα (“οικονομική οντότητα”), την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας, δηλαδή να συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΑΠ 1369/2018, ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1832/2017, ΑΠ 1319/2015, ΑΠ 14/2012). Πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό το νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της επιχειρηματικής μονάδας που μεταβιβάζεται και όχι την ίδια. Η ταυτότητα της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα (νέα μηχανήματα, εγκαταστάσεις, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς το σκοπό, π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κλπ.) (ΑΠ 1850/2006). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το εάν συντρέχει ή όχι μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σήματα, διακριτικοί τίτλοι κλπ) και η αξία τους, 3) η απασχόληση (πρόσληψη) ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1369/2018, ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1850/2006).
Η σημασία αυτών, ως καθοριστικών στοιχείων προσδιοριστικών της ταυτότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτής, δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη. Η βαρύτητα που θ’ αποδοθεί στο καθένα από τα κριτήρια αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και από τη μορφή των εφαρμοζομένων μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών. Η κατά τα άνω συνδρομή όλων ή ορισμένων εκ των ως άνω καθοριστικών κριτηρίων δεν αποκλείει όμως, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, την λήψη υπόψη και άλλων στοιχείων, όπως είναι η διατήρηση της αυτής οργανωτικής δομής της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης από το νέο εργοδότη ή η άσκηση της αυτής ή παραπλήσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη μονάδα από πρόσωπα στενώς συνδεόμενα με τον προηγούμενο εργοδότη που ασκούν πλέον εργοδοτικά καθήκοντα ή η γειτνίαση των νέων εγκαταστάσεων της επιχείρησης με τις προηγούμενες εγκαταστάσεις της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, καθότι ναι μεν τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούν καθοριστικά στοιχεία, συνιστούν όμως επί πλέον ενδείξεις της διατήρησης της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης (πρβλ. ΔΕΚ 12.2.2009 C – 466/07 Klarenberg).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Π.Δ/τος 178/2002, με την μεταβίβαση της επιχείρησης κλπ και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στο διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση (με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, για τα οποία δεν πρόκειται στην υπόθεση αυτή), ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας.
Οπότε, με την κατά τα άνω μεταβίβαση της επιχείρησης επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, σύμφωνα με τα ήδη γνωστά στο εσωτερικό δίκαιο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 και 9 παρ.1 του Β.Δ/τος της 16/18-7-1920 “περί επεκτάσεως του ν. 2112 και επί των εργατών κλπ” (και του ήδη καταργημένου άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955).
Η ως άνω μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη (φορέα της επιχείρησης) επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή μεταβίβασης της επιχείρησης κλπ, για την οποία, αν και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα και να κληθούν σε διαβουλεύσεις, δεν είναι αναγκαίο να συναινέσουν με οποιοδήποτε τρόπο.
Εξ άλλου ως χρέη της επιχείρησης που μεταβιβάσθηκε νοούνται οι υποχρεώσεις οποιασδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος, ήτοι τα παραγωγικά αυτών γεγονότα να είχαν συντελεσθεί μέχρι τη μεταβίβαση, ανεξαρτήτως του εάν αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 1369/2018).
Επομένως ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια, και συνακόλουθα ενέχεται για την καταβολή των αποδοχών υπερημερίας, αφού το προσωπικό της επιχείρησης, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιό εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 1378/2002, ΑΠ 1697/1998)
Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του Π.Δ/τος 178/2002 συνιστούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποσκοπώντας στην προστασία του περιεχόμενου της εργασιακής σχέσης, και συνακόλουθα είναι άκυρη η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων, βάσει της οποίας οι τελευταίοι παραιτούνται από συμβατικές τους αξιώσεις, όταν η συμφωνία αυτή έχει ως αιτία τη μεταβίβαση και στοχεύει στο ν’ αποτραπεί η υπεισέλευση του νέου φορέα στο σύνολο των υφισταμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Π.Δ/τος 178/2002, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, όσες απολύσεις είναι αναγκαίο να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού (παρ. 1 εδ. β’). Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν η σύμβαση ή η σχέση εργασίας καταγγελθεί, λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζόμενου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι εργαζόμενοι, των οποίων λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης κλπ οι θέσεις εργασίας παύουν να υφίστανται στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να συνεχίσουν την παροχή της εργασίας τους με τους ίδιους όρους στην υπηρεσία του διαδόχου, στην οποία μεταφέρονται οι θέσεις εργασίας (που εκ των πραγμάτων είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οικονομική δραστηριότητα που μεταβιβάζεται). Όπως αναφέρθηκε όμως, η μεταβίβαση της επιχείρησης κλπ επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας (ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1832/2017) και κατά συνέπεια, εάν η μεταβολή αυτή είναι βλαπτική των όρων εργασίας του εργαζομένου, ο τελευταίος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ.1 του Ν. 2112/1920 έχει όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχε, εάν στην καταγγελία προέβαινε ο ίδιος ο εργοδότης.
Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι της νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (σχετ. ΟλΑΠ 16/1998, ΑΠ 991/2014). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν` αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθ. 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 180/2016, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 1192/2012, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 1125/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο του δικογράφου της από 16.12.2003 και με αριθ. κατάθ. 176363/6046/2013 ένδικης (δεύτερης) αγωγής στο πλαίσιο έρευνας σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, αφού διέλαβε σε αυτήν κατά λέξη το περιεχόμενο της προηγούμενης από 16.3.2013 και με αριθ. κατάθ. 51178/1690/2013 αγωγής αυτής που στρεφόταν κατά της εταιρείας με την επωνυμία “…” με την οποία, κατόπιν μερικού περιορισμού του αντικειμένου της αγωγής κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το ποσό των 12.954,36 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του διαστήματος από 21.1.2013 έως 20.1.2014, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτής συνεπεία βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της, στην οποία είχε προβεί η μέχρι τότε εργοδότρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία “…”, της οποία η επιχείρηση είχε μεταβιβασθεί κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα στην ως άνω εναγομένη (διάδοχο της αρχικής εργοδότριας), και επικουρικά το ποσό των 5.037,81 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, πλέον του ποσού των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη, στη συνέχεια ισχυρίσθηκε με την άνω (δεύτερη) αγωγή της ότι, επειδή έναντι της ως άνω εναγομένης της προαναφερόμενης (πρώτης) αγωγής άρχισαν ν’ ασκούνται αγωγές απολυμένων εργαζομένων, οι οποίες στρέφονταν κατ’ αυτής, θεωρώντας ορθά ότι αυτή, ως διάδοχος εργοδότρια, είχε υπεισέλθει στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της προκατόχου της αρχικής εργοδότριας κατ’ εφαρμογή των άρθρων 6 παρ.1 του Ν. 2112/1920 και 4 παρ.1 του Π.Δ/τος 178/2002, τον Αύγουστο του έτους 2013 τα ίδια πρόσωπα που διαχειρίζονταν την ως άνω εναγομένη εταιρεία … προέβησαν στην ίδρυση της νυν εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, στην οποία μεταβιβάσθηκαν τα κυριότερα περιουσιακά στοιχεία της πρώτης και ειδικότερα το πελατολόγιο και ο βασικός πυρήνας των εργαζομένων σε αυτή, που χάρη στην επάρκεια και την εμπειρία του είχε αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες, προκειμένου να διατηρηθεί η οικονομική ενότητα και να συνεχίσει να επιδιώκεται από τη νεοσυσταθείσα επιχείρηση ο ίδιος οικονομικός σκοπός σε γειτονικές εγκαταστάσεις με παράλληλη παύση της λειτουργίας του καταστήματος της προηγούμενης εταιρείας, με συνέπεια η νεοσυσταθείσα εταιρεία (εναγομένη της δεύτερης αγωγής) ν’ αναλάβει τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της άνω εναγομένης (εταιρείας …), επιδιώκοντας με τα ίδια μέσα τον ίδιο με αυτήν οικονομικό σκοπό, απασχολώντας τους ίδιους εργαζόμενους και προσφέροντας στους ίδιους πελάτες τις ίδιες υπηρεσίες αισθητικής και αδυνατίσματος. Επικαλούμενη δε τις αυτές ως άνω διατάξεις, ζήτησε να υποχρεωθεί η ως άνω εναγομένη της δεύτερης αγωγής, ως εις ολόκληρο υπόχρεη με την εναγομένη της πρώτης αγωγής, να της καταβάλει τα πιο πάνω χρηματικά ποσά. Με τον έβδομο από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως απέρριψε ως αβάσιμο τον προταθέντα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση ισχυρισμό αυτής περί αοριστίας της ως άνω αγωγής, καθότι δεν διαλαμβάνονται στο οικείο δικόγραφο συγκεκριμένα στοιχεία θεμελιωτικά της συνδρομής περίπτωσης διαδοχής του εργοδότη, όπως το χρονικό σημείο της μεταβίβασης της επιχείρησης, ονόματα πελατών και ονόματα εργαζομένων σε αυτήν, ενώ δεν επικαλείται εάν έλαβε χώρα μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων της μεταβιβαζομένης επιχείρησης σε αυτήν. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθότι στο δικόγραφο της αγωγής το μεν ρητά διαλαμβάνεται ότι τον Αύγουστο του 2013 συνεστήθη η αναιρεσείουσα εταιρεία στην οποία μεταβιβάσθηκε το πελατολόγιο της προηγούμενης εταιρείας και ο πυρήνας των σε αυτήν εργαζομένων, ούτως ώστε να συνεχισθεί η άσκηση της αυτής οικονομικής δραστηριότητας από το νέο φορέα και ότι την περίοδο από 13.9.2013 έως 21.1.2014 έπαυσε η λειτουργία της αρχικής εναγομένης εταιρείας … ενώ ξεκίνησε η λειτουργία της εναγομένης [ήδη αναιρεσείουσας], το δε δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης της αγωγής ο προσδιορισμός των ονομάτων των εργαζομένων που προσλήφθηκαν από την αναιρεσείουσα ή η μνεία ονομάτων πελατών, αφού πρόκειται για στοιχεία που μπορεί να προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία. Για το ορισμένο της αγωγής αρκούσε η μνεία ότι τα βασικά περιουσιακά στοιχεία της μεταβιβαζομένης επιχείρησης, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα ήταν το πελατολόγιο και το εργαζόμενο σε αυτή προσωπικό [που είχε αναπτύξει στενές σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες], μεταβιβάσθηκαν στην αναιρεσείουσα διάδοχο εταιρεία, η οποία, ως νέος φορέας, ανέλαβε τη συνέχιση της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας αισθητικής και αδυνατίσματος, όπως και η προηγούμενη εταιρεία, την ίδια περίοδο που η τελευταία διέκοψε τη λειτουργία της, περιστατικά τα οποία διαλαμβάνονται στο οικείο αγωγικό δικόγραφο. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον περί αοριστίας της αγωγής πρώτο λόγο έφεσης της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, ορθά έκρινε και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Αντιθέτως δεν θεωρούνται “πράγματα” κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 139/2014, 1720/2013, 232/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η ενάγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη] προσελήφθη στις 15.3.2004 από την εταιρία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο …, που είχε την έδρα της στη … επί της οδού … και δραστηριοποιείτο στο χώρο αδυνατίσματος, αισθητικής, αποτρίχωσης και διατροφής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και με πενθήμερη εργασία, ως πωλήτρια – αισθητικός και εργάσθηκε σε αυτήν με την ειδικότητα αυτή έως τον Αύγουστο του 2011, οπότε έλαβε την άδεια εγκυμοσύνης. Ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας, όπως είχε διαμορφωθεί το έτος 2011, ανερχόταν στο ποσό των 1.079,53 ευρώ, ήταν δε, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, καταβλητέος τη δεκάτη ημέρα κάθε μήνα. Από τον Αύγουστο 2011 η ενάγουσα βρισκόταν σε άδεια εγκυμοσύνης, ακολούθως δε λοχείας και μητρότητας, εν συνεχεία δε έλαβε και την εξάμηνη άδεια από τον ΟΑΕΔ. Η ανωτέρω εταιρία ανήκει στον επιχειρηματικό όμιλο των εταιρειών του Λ. Λ., που αριθμούσε, μέχρι το έτος 2011, περίπου 100 εταιρίες σε όλη την Ελλάδα, δεδομένου ότι κάθε κέντρο αισθητικής ήταν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, και απασχολούνταν στον όμιλο περί τους 2.000 εργαζόμενους. Την 14.2.2011 ο Λ. Λ., ως νόμιμος εκπρόσωπος των εταιριών με το διακριτικό τίτλο “… … AE” και “… ΕΠΕ”, παραχώρησε στην εταιρία με την επωνυμία “… …” και το διακριτικό τίτλο “…”, που έχει την έδρα της στη …, την παράλληλη χρήση, διάθεση, εμπορία και μεταπώληση των προϊόντων τους, χορηγώντας την παράλληλη χρήση των σημάτων … και …, με αντάλλαγμα ποσοστό 6% επί των εσόδων που θα προέκυπταν από την εκμετάλλευση της παράλληλης χρήσης. Δυνάμει της ανωτέρω παραχώρησης των σημάτων και της χρήσης των προϊόντων των ως άνω εταιρειών (“… … AE” και “… ΕΠΕ”) συστήθηκε από τη μητρική εταιρία “… …” περί τα μέσα του έτους 2012 η εταιρία με την επωνυμία “… … & …” και με τον διακριτικό τίτλο “…”, η οποία είχε έδρα την ίδια έδρα που βρισκόταν η αρχική εργοδότρια της ενάγουσας “…”. Η εταιρία “… … & …”, ως έχουσα το ίδιο αντικείμενο εργασιών με την προαναφερόμενη εταιρία “…”, άρχισε άμεσα την δραστηριότητά της, έχοντας διαδεχθεί την τελευταία, χρησιμοποιώντας το πελατολόγιο, τα μηχανήματα που υπήρχαν στο κατάστημα, τα πάγια και γενικά τον εξοπλισμό της, όπως επίσης και μεγάλο μέρος του προσωπικού της. Επιστρέφοντας η ενάγουσα, μετά την άδεια, στην εργασία της την 21.1.2013 βρέθηκε αντιμέτωπη με το γεγονός ότι στο επί της οδού … στη … οίκημα λειτουργούσε πλέον η εταιρία “… … & …”, η οποία, ως προαναφέρθηκε, είχε διαδεχθεί την αρχική επιχείρηση, εργοδότρια της ενάγουσας, είχε το ίδιο αντικείμενο εργασιών (παροχή υπηρεσιών αισθητικής και αδυνατίσματος) και είχε αναλάβει την εκμετάλλευση αυτής, έχοντας στην κατοχή της τα μηχανήματα και την εγκατάσταση της τελευταίας και χρησιμοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό, το πελατολόγιο και τον διακριτικό τίτλο της τελευταίας. Μέρος των εργαζομένων της εργοδότριας της ενάγουσας, αλλά και των λοιπών εταιρειών του ομίλου … του Λ. Λ., υπό την απειλή της απόλυσης υποχρεώθηκαν να υπογράψουν παραιτήσεις από την αρχική εργοδότρια τους, η οποία ήταν είτε οι μητρικές εταιρίες “… … AE” και “… ΕΠΕ”, είτε οι εταιρίες που ιδρύονταν για να λειτουργήσουν τα καταστήματα αισθητικής και των οποίων κύριος μέτοχος ήταν μία εκ των προαναφερόμενων μητρικών εταιρειών, και ταυτόχρονα να συνάψουν νέες συμβάσεις εργασίας με τις εταιρίες που ιδρύθηκαν για να λειτουργήσουν τα καταστήματα αισθητικής και των οποίων κύριος εταίρος ήταν η μητρική κυπριακή εταιρία “… …”, συμφωνώντας να απολέσουν όλα τα εργασιακά δικαιώματά τους από την μέχρι τότε υφισταμένη σύμβαση εργασίας. Όσοι εκ των εργαζομένων δεν αποδέχθηκαν να παραιτηθούν, απολύθηκαν με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής τους, καταβλητέας σε δόσεις, οι οποίες, από κάποιο χρονικό σημείο και εντεύθεν σταμάτησαν να καταβάλλονται. Η αυτή τακτική ακολουθήθηκε και στην περίπτωση της ενάγουσας, καθότι προσερχόμενη στην εργασία της μετά από την άδεια της (21.1.2013), οι εκπρόσωποι της εταιρίας “… … & …”, της γνωστοποίησαν τα ως άνω τετελεσμένα και δεδομένα, δίχως την παραδοχή ότι η εταιρία την οποία εκπροσωπούσαν και η οποία λειτουργούσε ήδη στο χώρο που λειτουργούσε η αρχική εργοδότρια εταιρία της ενάγουσας “…” ήταν διάδοχος της τελευταίας και της προέτειναν δύο εναλλακτικές λύσεις, είτε δηλαδή ν’ αποδεχθεί να γίνει “εικονική” απόλυσή της από την προαναφερόμενη εταιρεία “…” δίχως την καταβολή ουδεμίας αποζημίωσης, ώστε να δυνηθεί να λάβει το επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, είτε να συνεχίσει να εργάζεται για την τελευταία σε κάποιο γραφείο της στα Πατήσια επί της οδού … στην …, όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως δραστηριότητα και ν’ αμείβεται με δόσεις, όπως οι αποζημιώσεις των συναδέλφων της κατά τα ως άνω. Η ενάγουσα δεν συμφώνησε σε οιαδήποτε εκ των ανωτέρω λύσεων, καθότι η πρώτη ισοδυναμούσε με άμεση παραίτηση, η δε δεύτερη με έμμεση παραίτηση και με μέσο εξώθησης σε παραίτηση, η οποία θα σήμαινε τη διακοπή της εργασιακής σχέσης, χωρίς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Κατόπιν αυτών η ενάγουσα κοινοποίησε τόσο στην αρχική εργοδότρια της, όσο και στην “… … & …” την από 29.1.2013 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, στην οποία, αφού εξέθεσε τα προαναφερόμενα, δήλωσε την άρνησή της να συμμορφωθεί με κάποια εκ των προαναφερθεισών προτάσεων, δήλωσε δε ότι εκλαμβάνει την ενέργεια της εργοδότριάς της ως άκυρη απόλυση της σύμβασης εργασίας της, επιφυλασσομένη παντός νομίμου δικαιώματος της εκ των συνεπειών αυτής και δη της αξίωσης καταβολής μισθών υπερημερίας εκ της αρνήσεως αποδοχής της προσήκουσας προς την ίδια προσφερόμενης εργασίας. Την ενέργεια αυτή της αρχικής εργοδότριας εταιρείας η ενάγουσα ορθώς θεώρησε ως μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας της βλαπτική για το πρόσωπο της ως εργαζόμενης, όπως και την πρόταση εικονικής απόλυσής της ορθώς την θεώρησε άκυρη, επειδή έγινε χωρίς προειδοποίηση, χωρίς την τήρηση του έγγραφου τύπου και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, με πρωτεύοντα όμως λόγο της ακυρότητας της καταγγελίας αυτόν που ερείδεται στο άρθρο 15 του ν. 1483/1984 σύμφωνα με το οποίο “απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία”. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω και δεδομένης της γέννησης του υιού της την 17.4.2012 προκύπτει ότι η περιγραφείσα καταγγελία της σύμβασής της είναι απολύτως άκυρη, καθόσον έγινε πριν παρέλθει διάστημα 18 μηνών από τον τοκετό, όπως επιβάλλει η παραπάνω διάταξη, θεωρείται δε καταγγελία της σύμβασής της η ως άνω μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων υπαλληλικής σύμβασης, καθότι με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 “πάσα μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως εργασίας, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δια την οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Ακολούθως, διαπιστώνοντας οι υπεύθυνοι της μητρικής εταιρίας “… …” ότι έχουν ανακύψει αξιώσεις των εργαζομένων, εξαιτίας των οποίων θα μπορούσε να διακινδυνεύσει η περιουσία τόσο της ιδίας, όσο και των θυγατρικών της εταιριών, μεταξύ των οποίων και της “… … & …”, η τελευταία τον Σεπτέμβριο του 2013 έπαυσε τη λειτουργία της και μέχρι τις αρχές του 2014 έπαυσε τη λειτουργία και όλων των καταστημάτων που διατηρούσε η μητρική εταιρεία “… …” με το σήμα “…” και “…” σε όλη την Ελλάδα. Στο μεσοδιάστημα, ήτοι την 14.3.2013 οι Σ. Κ., Ε. Κ., Λ. Μ., Λ. Ν., Λ. Ε. και Κ. Ε. – Β. συνέστησαν με την υπ’ αριθ. …386 πράξη της συμβολαιογράφου Έ. Κ. ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “…”, της οποίας σκοπός, μεταξύ άλλων, είναι “1. Η απόκτηση, διαχείριση και διάθεση μετοχών και εν γένει μετοχικών δικαιωμάτων ή εταιρικών μεριδίων, ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιριών που έχουν συσταθεί ή θα συσταθούν, οποιασδήποτε μορφής, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών αισθητικής και αδυνατίσματος (πολυδύναμα κέντρα αισθητικής και αδυνατίσματος) ή με οποιοδήποτε άλλο σκοπό και οποιοδήποτε εταιρικό τύπο, καθώς και η σύσταση ή ίδρυση τέτοιων με οποιοδήποτε αντικείμενο δραστηριότητας. 2… 3… 4 Η εμπορία, αντιπροσώπευση, εισαγωγή, εξαγωγή, πώληση, διανομή και διάθεση κάθε είδους καλλυντικών προϊόντων και σκευασμάτων ομορφιάς και υγείας (μακιγιάζ, φροντίδας του δέρματος κλπ), διαιτητικών προϊόντων, ειδών και εξοπλισμού γυμναστικής και αθλητισμού και κάθε άλλου προϊόντος, εξοπλισμού, υλικού ή υπηρεσίας…”. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ορίσθηκε στο ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε τοις μετρητοίς και ειδικότερα οι Σ. Κ. κατέβαλε το ποσό των 30.000 ευρώ, η Ε. Κ. το ποσό των 30.000 ευρώ, η Μ. Λ. το ποσό των 14.000 ευρώ, η Ν. Λ. το ποσό των 14.000 ευρώ, η Ε. Λ. το ποσό των 2.000 ευρώ και η Ε. – Β. Κ. το ποσό των 10.000 ευρώ. Από τους προαναφερόμενους ιδρυτές, η Ε. Λ. υπήρξε μέχρι το Νοέμβριο του 2011, οπότε συνταξιοδοτήθηκε, οικονομική διευθύντρια της εταιρίας … ΕΠΕ, μέλος του ομίλου των εταιριών του Λ. Λ. και υπεύθυνη για το φορολογικό και εσωτερικό έλεγχο των εταιριών, με τις οποίες η προαναφερόμενη εταιρεία είχε συνάψει συμβάσεις δικαιόχρησης, οι Σ. Κ. και Ε. Κ. υπήρξαν στελέχη του ομίλου και συγκεκριμένα manager καταστημάτων εταιριών που ήταν υπό τον έλεγχο του Λ.Λ., μετά δε την μεταβίβαση των επιχειρήσεων (καταστημάτων) στις θυγατρικές εταιρίες της μητρικής εταιρίας …, ο μεν Σ. Κ. εργαζόταν αρχικά στην εταιρία “… … & …”, από την οποία απολύθηκε την 1.4.2013, ακολούθως δε την 8.4.2013 προσελήφθη από την εταιρία “… … ΕΠΕ” από την οποία απολύθηκε στις 4.7.2013, η δε Κ. Ε. εργαζόταν αρχικά στην εταιρία “… … … ΕΕ”, από την οποία απολύθηκε την 1.4.2013, ακολούθως δε την 8.4.2013 προσελήφθη από την εταιρία “… … ΕΠΕ” από την οποία απολύθηκε στις 31.7.2013, οι Μ. Λ. και Ν. Λ. είναι κόρες της Ε. Λ. και η Β. Κ., δικηγόρος. Η ανώνυμη αυτή εταιρία, η οποία χρησιμοποιεί ως σήμα τη λέξη VIVIFY, το οποίο και κατοχύρωσε στις αρμόδιες υπηρεσίες, συνέστησε τέσσερις ετερόρρυθμες εταιρίες, των οποίων ομόρρυθμος εταίρος κατά ποσοστό 98% είναι η ίδια και έδρες των οποίων είναι το …, η …., η … και η …. Η ετερόρρυθμη εταιρία που λειτούργησε και η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα στην …. έχει την έδρα της στη …, δηλαδή στην ίδια διεύθυνση που είχε την έδρα της η εταιρία … – … … ΕΕ που ανήκε στον όμιλο Λ., η ετερόρρυθμη εταιρία που λειτούργησε και η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα στη ….έχει την έδρα της στην οδό …, δηλαδή στην ίδια διεύθυνση που είχε την έδρα της η εταιρία … – … … … ΕΕ, η οποία είναι διάδοχη εταιρεία θυγατρικής εταιρείας του ομίλου Λ., η ετερόρρυθμη εταιρία που λειτούργησε και η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα στο Σύνταγμα έχει την έδρα της στην οδό … αρ. …, ενώ η εταιρεία … – … … … ΕΕ, η οποία είναι διάδοχη εταιρεία θυγατρικής εταιρίας του ομίλου Λ. είχε την έδρα της επί της οδού … αρ. 2 και η ετερόρρυθμη εταιρία που λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα στο Δήμο …. έχει την έδρα της επί της οδού …, ενώ η … … ΚΑΙ …, η οποία ήταν διάδοχη εταιρία της … …Σ και ανήκε στον όμιλο Λ., είχε την έδρα της επί της οδού …, ήτοι σε απόσταση δύο οικοδομικών τετραγώνων από την οδό …. Μεταξύ των ετερορρύθμων εταιριών που συνέστησε η προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρία (“… ΑΕ”) ήταν και η εκκαλούσα [ήδη αναιρεσείουσα], η οποία συνεστήθη την 20.6.2013 από την ανώνυμη εταιρία ως ομόρρυθμο εταίρο και την Ε. – Ε. Γ., ως ετερόρρυθμο εταίρο, το εταιρικό κεφάλαιο ορίσθηκε στο ποσό των 20.000 ευρώ, εκ των οποίων 19.600 ευρώ κατέβαλε ο ομόρρυθμος εταίρος και 400 ευρώ η Ε. – Ε. Γ., έδρα της εταιρίας ορίσθηκε ο Δήμος ….και συγκεκριμένα το επί της οδού … ακίνητο, όπως προαναφέρθηκε, σκοπός δε της εταιρίας ορίσθηκε, μεταξύ άλλων “α. η παροχή υπηρεσιών αισθητικής και αδυνατίσματος με την εγκατάσταση και λειτουργία πολυδύναμου κέντρου αισθητικής και αδυνατίσματος, β. η εμπορία, αντιπροσώπευση, εισαγωγή, εξαγωγή, πώληση, διανομή και διάθεση κάθε είδους καλλυντικών προϊόντων, προϊόντων και σκευασμάτων ομορφιάς και υγείας (μακιγιάζ, φροντίδας του δέρματος κλπ), διαιτητικών προϊόντων, ειδών και εξοπλισμού γυμναστικής και αθλητισμού και κάθε άλλου προϊόντος, εξοπλισμού, υλικού ή υπηρεσίας …”. Προς επίτευξη του σκοπού της, η ως άνω ανώνυμη εταιρία ως ομόρρυθμος εταίρος της εκκαλούσας και για λογαριασμό της ετερόρρυθμης εταιρίας μίσθωσε από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΠΕ” ένα διώροφο κτήριο, κείμενο επί της οδού … στη …, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση επιχείρησης με σκοπό την παροχή αισθητικής και αδυνατίσματος, εμπορία συναφών προϊόντων και συναφείς δραστηριότητες, το μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 10.000 ευρώ μηνιαίως, εγγυητές για την καταβολή του μισθώματος ορίσθηκαν και οι προαναφερόμενοι ιδρυτές της ανωνύμου εταιρίας Σ. Κ., Ε. Κ. και Ε. Λ., ήτοι τα άτομα που εργάζονταν για κάποια εκ των εταιριών του ομίλου Λ. ή των διαδόχων εταιριών. Προκειμένου να λειτουργήσει το κέντρο αισθητικής και αδυνατίσματος επί της οδού …, η εκκαλούσα “… ΑΕ … ΕΕ” προέβη στις αναγκαίες επισκευές και ειδικότερα προέβη στις αναγκαίες ηλεκτρολογικές, υδραυλικές και αποχετευτικές εγκαταστάσεις για τις οποίες προσκομίζει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Για τη λειτουργία της όμως, εκτός των ως άνω εγκαταστάσεων, η εκκαλούσα κατέβαλε και τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την κατασκευή και τοποθέτηση ντουλαπιών, αγορά πολυθρονών, λαμπών, ενός μηχανήματος αποτρίχωσης και ενός μηχανήματος Diamond RUS, για τα οποία προσκομίζονται τα ανάλογα παραστατικά στοιχεία. Περαιτέρω η εκκαλούσα προσκομίζει τιμολόγια εκδοθέντα από τις εταιρίες “… ΑΕ” και “… ΑΕ … ΑΕ”, στα οποία φέρεται ότι η εκκαλούσα αγοράζει από τη μητρική εταιρία, αλλά και από την έτερη θυγατρική εταιρία της μητρικής εταιρίας τα αναγκαία για τη λειτουργία του κέντρου αισθητικής μηχανήματα (πχ μηχάνημα electrostimulation devide, μία θερμοκουβέρτα, πολυθρόνα LCR, μηχάνημα ηλεκτροθεραπείας, ένα ζυγό λιπομετρητή, ένα trans libero κλπ), το τηλεφωνικό κέντρο, καθώς και όλα τα αναγκαία κλιματιστικά μηχανήματα, χωρίς να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο όλα αυτά τα απαραίτητα για τη λειτουργία του κέντρου στοιχεία δεν αγοράσθηκαν απευθείας από την εκκαλούσα. Ακολούθως η εκκαλούσα, προκειμένου να λειτουργήσει το κέντρο αδυνατίσματος προσέλαβε τουλάχιστον 40 άτομα, εκ των οποίων κάποια προσελήφθησαν μέσω αγγελιών και κάποια άλλα μέσω ΟΑΕΔ. Η πλειονότητα των ατόμων που προσελήφθησαν μέσω ΟΑΕΔ, περί τα 25, εργάζονταν προηγούμενα αρχικά σε εταιρία του ομίλου Λ. με το διακριτικό τίτλο …, που λειτουργούσε στη …, μεταγενέστερα δε στην εταιρία με την επωνυμία “… … ΚΑΙ …”, η οποία χρησιμοποιούσε το σήμα …. Τα ονόματα των εργαζομένων ήταν Τ. Μ., Φ. Φ., Σ. Θ., Π. Κ., Κ. Μ., Π. Ε., Σ. Φ., Δ. Μ., Κ. Β., Ι. Α., Μ., Κ. Δ., Τ. Α., Κ. Ε., Τ., Σ. Ά., Δ. Α., Κ. Π., Γ. Α., Σ. Μ., Ξ. Μ., Σ. Μ., Μ. Ε., Γ. Κ., Σ. Ε., Σ. Γ. και Ζ. Γ.. Πέραν αυτών, σύμφωνα με την πάγια πρακτική των …, οι υπάλληλοι των εταιριών του ομίλου Λ. και μεταγενέστερα του ομίλου … μεταφέρονταν από κατάστημα σε κατάστημα και συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι οι υπάλληλοι των καταστημάτων ….Π. Α. και Π., Π. Σ. και Κ. και οι υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης Γ. Ε. και Τ. μεταφέρθηκαν στο κατάστημα της …. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κύρια πελατεία των καταστημάτων …, είτε του ομίλου Λ., είτε του ομίλου … μεταφέρθηκε στο νέο κατάστημα και συνέχισε να λαμβάνει τις υπηρεσίες που είχε προπληρώσει. Σημειώνεται ότι η εναγομένη και νυν εκκαλούσα, προκειμένου να αντικρούσει την αγωγή και να αποδείξει ανταποδεικτικά τον ισχυρισμό της ότι δεν είναι διάδοχος εταιρία της εταιρίας “… … Ι …” και ότι οι ανεκτέλεστες υπηρεσίες μεταφέρθηκαν στα ινστιτούτα …υ και όχι στην ίδια, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, προσκομίζει την από 25.10.2013 καταγγελία της Σ. – Ε. Μ. κατά της εταιρίας “… … … ΕΕ ” προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, στην οποία η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι ήταν πελάτης της εταιρίας αυτής και ότι ειδοποιήθηκε από την υπάλληλο της … Π. Γ. ότι τα προσωπικά της στοιχεία και οι ανεκτέλεστες υπηρεσίες της έχουν μεταφερθεί στα ινστιτούτα …. Το έγγραφο αυτό όμως δεν δύναται ν’ αποδείξει τον ισχυρισμό της, ήτοι ότι δεν είναι διάδοχος της εταιρίας …, αφού τα ινστιτούτα … διαδέχθηκαν την τελευταία, και τούτο διότι η καταγγέλλουσα δεν αναφέρει ότι ειδοποιήθηκε από υπάλληλο των ινστιτούτων …, όπως θα γινόταν σε περίπτωση που είχαν πράγματι μεταβιβασθεί οι ανεκτέλεστες υπηρεσίες, αλλά από υπάλληλο της …, με συνέπεια να μην αποδεικνύεται το γεγονός ότι οι ανεκτέλεστες υπηρεσίες πελατών της … μεταφέρθηκαν στα ινστιτούτα … και εκτελέστηκαν από αυτά, αφού ουδεμία εμπλοκή των ινστιτούτων … υπήρξε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η Κ. Ε., μία εκ των ιδρυτών της εταιρίας “… ΑΕ”, με ποσοστό συμμετοχής 30%, η οποία είναι ομόρρυθμο εταίρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, υπήρξε εκ των εμπίστων του ιδρυτή των εταιριών του ομίλου Λ.Λ. και τούτο διότι στις 19.3.2004 με το υπ’ αριθ. …84 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Μ. Μ., ο Λ. Λ.ς, ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της μητρικής εταιρίας “… ΕΠΕ”, η οποία ήταν διαχειρίστρια της εταιρίας “… …”, και ως διαχειριστής της τελευταίας, την διόρισε πληρεξουσία και αντίκλητο της τελευταίας αναφερόμενης εταιρίας και ειδικότερα της έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα να αναλαμβάνει χρήματα, να κινεί τους λογαριασμούς της εταιρίας, να ρευστοποιεί και να εισπράττει κάρτες πελατών, καθώς και να την αντιπροσωπεύει στον ΟΑΕΔ, στην Επιθεώρηση Εργασίας, στους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, να προβαίνει σε κάθε ενέργεια για την πρόσληψη υπαλλήλων, να διεκπεραιώνει κάθε υπόθεσή της, να διορίζει άλλους πληρεξουσίους στους οποίους να παρέχει την εντολή για ρευστοποίηση και είσπραξη των πιστωτικών καρτών ή επιταγών των πελατών και γενικά να υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο για την περαίωση των ανωτέρω εντολών. Το ως άνω πληρεξούσιο ανακλήθηκε στις 29.3.2012 με την υπ’ αριθ. 9503 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου. Ο Λ. Λ.ς, ως διαχειριστής των εταιριών “… ΕΠΕ” και “… ΕΠΕ”, οι οποίες ήταν διαχειρίστριες των εταιριών “… …”, “… …” και “… ΕΠΕ”, με τα υπ’ αριθ. …06/11.2.2008, ….07/11.2.2008 και …94/30.1.2008 πληρεξούσια της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου αντίστοιχα, διόρισε την προαναφερόμενη Κ. Ε. ως πληρεξουσία και αντίκλητο των τελευταίων αυτών εταιριών και της έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα να αναλαμβάνει χρήματα, να κινεί τους λογαριασμούς της εταιρίας, να ρευστοποιεί και να εισπράττει κάρτες πελατών, καθώς και να την αντιπροσωπεύει στον ΟΑΕΔ, στην Επιθεώρηση Εργασίας, στους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, να προβαίνει σε κάθε ενέργεια για την πρόσληψη υπαλλήλων, να διεκπεραιώνει κάθε υπόθεσή της, να διορίζει άλλους πληρεξουσίους στους οποίους να παρέχει την εντολή για ρευστοποίηση και είσπραξη των πιστωτικών καρτών ή επιταγών των πελατών και γενικά να υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο για την περαίωση των ανωτέρω εντολών. Τα τελευταία αυτά πληρεξούσια ουδέποτε ανακλήθηκαν από τον Λ. Λ., με συνέπεια η Κ. Ε. να παραμένει μέχρι σήμερα πληρεξουσία και αντίκλητος των εταιριών “… …”, “… …” και “… ΕΠΕ”. Περαιτέρω αποδείχθηκε αφενός μεν ότι η εταιρία “… ΑΕ” συνήψε με το Νέο …. στις 11.7.2013 και 10.10.2013 δύο έντοκα δάνεια ποσού 150.000 ευρώ έκαστο, αφετέρου δε ότι η ετερόρρυθμη εταιρία “… ΑΕ … ΕΕ” [εκκαλούσα] συνήψε στις 17.1.2014 με την τράπεζα … ΑΕ έντοκο δάνειο 50.000 ευρώ, τα οποία εγγυήθηκαν με την προσωπική τους περιουσία μόνο οι τρεις εκ των έξι ιδρυτών της ανωνύμου εταιρίας Ε. Κ., Σ. Κ. και Ε. Λ., δηλαδή μόνο τα άτομα που συνδέονταν με τον Λ.Λ., αφού στις εταιρίες αυτού εργάζονταν και ειδικότερα ο Σ. Κ. ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος και manager καταστημάτων, η Ε. Κ. υψηλόβαθμο στέλεχος, manager καταστημάτων, αλλά και εκ των εμπίστων, δεδομένου ότι είχε οριστεί και πληρεξουσία κάποιων εταιριών του Λ.Λ. και η Ε. Λ. υπήρξε οικονομική διευθύντρια της εταιρίας … ΕΠΕ, μέλος του ομίλου εταιριών του Λ.Λ.. Ας σημειωθεί ότι τα υπόλοιπα ιδρυτικά μέλη της ανωνύμου εταιρίας “… ΑΕ” Λ. Μ., Λ. Ν., κόρες της Ε. Λ. και Κ. Ε. – Β., τα οποία δεν συνδέονταν είτε με τον Λ. Λ. προσωπικά, είτε με σχέση εργασίας με τις εταιρίες του, δεν εγγυήθηκαν κανένα δάνειο με την προσωπική τους περιουσία, μολονότι τα ποσοστά συμμετοχής τους στην ΑΕ ήταν 14%, 14% και 10% αντίστοιχα, δηλαδή άτομα που κατείχαν μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που κατείχε η Ε. Λ., η οποία κατείχε μόλις το 2% και η οποία υπέγραψε τις δανειακές συμβάσεις ως εγγυήτρια. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η εταιρία “… … ΚΑΙ …”, η οποία ήταν διάδοχος της αρχικής εργοδότριας της ενάγουσας “…”, προκειμένου να απαλλαγεί από ένα μέρος του προσωπικού της, προς το οποίο δεν επιθυμούσε ή αδυνατούσε πλέον να καταβάλει αμοιβή, αλλά και από υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών της, μεταβίβασε στην εκκαλούσα το μεγαλύτερο μέρος του πελατολογίου της, τον πυρήνα των εργαζομένων, καθώς και το σημαντικότερο μέρος του εξοπλισμού της, ήτοι τα βασικότερα στοιχεία της επιχείρησης, δηλαδή αυτά που ήταν αναγκαία προκειμένου να διατηρηθεί η οικονομική της ενότητα και να συνεχίσει να επιδιώκεται ο ίδιος οικονομικός σκοπός, με συνέπεια η τελευταία να είναι διάδοχος εταιρία της μεταβιβαζομένης, να ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της και να νομιμοποιείται παθητικά. Στην κρίση αυτή άγεται το Δικαστήριο: 1. Η εναγομένη συστήθηκε με εταιρική δομή, ως ετερόρρυθμη εταιρία με ομόρρυθμο εταίρο μία ανώνυμη εταιρία κατά ποσοστό 98%, δομή όμοια με αυτή που υπήρχε τόσο στις εταιρίες του ομίλου Λ., όπου σε αυτές ο ομόρρυθμος εταίρος ήταν μία ΕΠΕ με ποσοστό 98%, όσο και στις εταιρίες …, όπου ομόρρυθμος εταίρος ήταν η κυπριακή εταιρία “… …” με ποσοστό 98%, 2. η εναγομένη χρησιμοποίησε τον πυρήνα των εργαζομένων που εργάζονταν στις εταιρίες του Λ. και εν συνεχεία στις εταιρίες της …, 3. το μεγαλύτερο μέρος του πελατολογίου των εταιριών, κυρίως της …. μεταφέρθηκε στην εναγομένη, 4. τα τρία ιδρυτικά μέλη της ομορρύθμου εταίρου της εκκαλούσας, δηλαδή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕ” είναι πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του Λ.Λ., 4.[ενν. 5]. τα σημαντικότερα και τα αναγκαία μηχανήματα για τη λειτουργία του καταστήματος της ….ς αγοράσθηκαν από την εκκαλούσα κυρίως από την ομόρρυθμο εταίρο της, χωρίς να δύναται να εξηγηθεί ο λόγος της μη αγοράς τους απευθείας από την ίδια, 5.[ενν. 6]. τα δύο από τα καταστήματα που λειτούργησε η μητρική εταιρία “… ΑΕ”, της …. και της …., λειτούργησαν στον ίδιο χώρο που λειτουργούσαν προηγουμένως καταστήματα της …, το τρίτο κατάστημα του Συντάγματος λειτούργησε στο διπλανό κτήριο από αυτό που λειτουργούσε κατάστημα της … και το τέταρτο κατάστημα, αυτό της …. είναι το μοναδικό κατάστημα που λειτούργησε σε άλλο χώρο από αυτόν που λειτουργούσε το κατάστημα …, πλην όμως και αυτό βρίσκεται σε απόσταση μόλις δύο οικοδομικών τετραγώνων από το κατάστημα που βρισκόταν το …, 6 [ενν. 7]. Ο σκοπός της εκκαλούσας είναι ταυτόσημος με τον σκοπό που είχαν οι ετερόρρυθμες εταιρίες …. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επομένως, το οποίο δέχθηκε ότι υπήρξε μεταβίβαση επιχείρηση από την “… ……” στην εκκαλούσα δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, αφού συμπληρωθεί κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ η αιτιολογία της απόφασης με την παρούσα, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εργοδότρια εταιρία “… … …”, διάδοχος της αρχικής εργοδότριας “…” δεν κατήγγειλε εγκύρως τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας και δεν την προσκάλεσε να επανέλθει στην εργασία της, παρά την κοινοποίηση της εξώδικου δήλωσης της ενάγουσας προς αυτήν, με συνέπεια η εργοδότρια να έχει περιέλθει σε υπερημερία αποδοχής των προσφερομένων εκ μέρους της υπηρεσιών, εξαιτίας της οποίας οφείλει να της καταβάλει μισθούς υπερημερίας από την 21.1.2013, ότε επέστρεψε η ενάγουσα στην εργασία της μετά τη νόμιμη άδεια μητρότητας μέχρι τέλος Αυγούστου 2013, οπότε έπαυσε να λειτουργεί, μισθούς τους οποίους οφείλει και η εκκαλούσα ως διάδοχος εταιρία. Η τελευταία δε, ως διάδοχος εταιρία της “… … ΚΑΙ …” οφείλει στην ενάγουσα και τους μισθούς υπερημερίας από Σεπτέμβριο 2013 μέχρι 21.1.2014, δηλαδή η εκκαλούσα οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (1.079,53 Χ 12 μήνες=) 12.954,36 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 8.348,37 ευρώ ως διάδοχος της “… … ΚΑΙ …” και 4.605,99 ευρώ ως οφειλέτρια η ίδια, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους μισθός κατέστη απαιτητός και ληξιπρόθεσμος, ήτοι την δέκατη ημέρα του επόμενου κάθε φορά μήνα”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κατά παραδοχή του τέταρτου λόγου έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας έκρινε ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε επιδικάσει στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, πέραν των αποδοχών υπερημερίας, και επί πλέον το ποσό των 5.037,81 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, ποσό το οποίο είχε ζητηθεί με την αγωγή επικουρικά για την περίπτωση που η ως άνω καταγγελία ήθελε κριθεί έγκυρη, εξαφάνισε για το ενιαίο της εκτέλεσης στο σύνολό της ως προς την εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και, δικάζοντας την από 16.12.2013 και με αριθ. κατάθ. 176363/6046/2013 κατ’ αυτής αγωγή, υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 12.954,36 ευρώ γι’ αποδοχές υπερημερίας του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μηνιαίος μισθός κατέστη απαιτητός και μέχρι την εξόφληση.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 του Ν. 2112/1920, 2 παρ. 1, 3 και 4 παρ.1 του Π.Δ/τος 178/2002, αναφορικά με τη συνδρομή ή μη περίπτωσης μεταβίβασης επιχείρησης από την εταιρεία με την επωνυμία “… … ΚΑΙ …” στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία με την επωνυμία “…” υποπίπτοντας έτσι στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Ειδικότερα: α) ως προς το στοιχείο της πρόσληψης ή μη σημαντικού μέρους του προσωπικού της προηγουμένης επιχείρησης από την αναιρεσείουσα, ως καθοριστική ένδειξη της μεταβίβασης επιχείρησης, η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δέχεται ότι η αναιρεσείουσα χρησιμοποίησε τον πυρήνα των εργαζομένων στην επιχείρηση του ομίλου Λ. που λειτουργούσε με το διακριτικό τίτλο … στη … και μεταγενέστερα στην εταιρεία με την επωνυμία “… … …” που λειτουργούσε ωσαύτως υπό τον τίτλο … στη …. και ειδικότερα ενώ δέχεται ότι αυτή (αναιρεσείουσα) προσέλαβε τουλάχιστον 40 άτομα, εκ των οποίων κάποια μέσω αγγελιών και άλλα μέσω του ΟΑΕΔ, και ότι από τα άτομα που προσέλαβε μέσω του ΟΑΕΔ, τα είκοσι πέντε, τα ονοματεπώνυμα των οποίων παραθέτει, απασχολούντο προηγούμενα στις ως άνω εταιρείες που λειτουργούσαν με το διακριτικό τίτλο … στη …, δεν διευκρινίζει ειδικότερα πόσα συνολικά άτομα απασχολούσε προηγουμένως η εταιρεία “… … …” και με ποίες ειδικότητες, πόσους εργαζόμενους συνολικά και με ποίες ειδικότητες περιελάμβανε τελικά το προσωπικό της αναιρεσείουσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, ούτως ώστε να διαπιστωθεί η αναλογία των 25 εργαζομένων σε σχέση με το σύνολο του προσωπικού της αναιρεσείουσας [ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται μνεία για “τουλάχιστον” 40 προσλήψεις, η δε αναιρεσείουσα στην έφεσή της – σελ. 20 αυτής – είχε επικαλεσθεί ότι είχε προβεί σε 85 προσλήψεις], ούτε τέλος διευκρινίζει ποίες ειδικότητες είχαν τα είκοσι πέντε αυτά άτομα που προσλήφθηκαν από την αναιρεσείουσα μέσω ΟΑΕΔ, ούτως ώστε να κριθεί εάν εξ αιτίας των γνώσεων ή των καθηκόντων τους απετέλεσαν τον πυρήνα των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχείρησης. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας των πιο πάνω προσληφθέντων μέσω ΟΑΕΔ εργαζομένων, είτε με παραίτηση είτε με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους από την προηγουμένη εργοδότρια εταιρεία “… … ΚΑΙ …”, ούτως ώστε να κριθεί εάν η λύση των συμβάσεων εργασίας αυτών έλαβε χώρα αποκλειστικά με την προοπτική της ένταξης αυτών στο προσωπικό της αναιρεσείουσας με άμεση πρόσληψη αυτών από αυτήν εντός του απολύτως αναγκαίου προς τούτο χρόνου, β) ως προς το στοιχείο της μεταβίβασης του εξοπλισμού, ως καθοριστικής ένδειξης της μεταβίβασης επιχείρησης, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία με την επωνυμία “…”, πέραν ορισμένων μηχανημάτων (πολυθρόνων, λαμπών, ενός μηχανήματος αποτρίχωσης και ενός μηχανήματος Diamond RUS) που προμηθεύθηκε η ίδια, αγόρασε τα σημαντικότερα και τα αναγκαία μηχανήματα για τη λειτουργία του καταστήματός της στη …. (μηχάνημα electrostimulation devide, μία θερμοκουβέρτα, πολυθρόνα LCR, μηχάνημα ηλεκτροθεραπείας, ένα ζυγό λιπομετρητή, ένα trans libero κλπ, το τηλεφωνικό κέντρο και τ’ αναγκαία κλιματιστικά) από το ομόρρυθμο αυτής μέλος “… ΑΕ” και από τη θυγατρική αυτού εταιρεία με την επωνυμία “… ΑΕ … ..”, χωρίς να δύναται να εξηγηθεί ο λόγος της μη αγοράς τους απευθείας από την ίδια, αν και στο δικόγραφο της αγωγής δεν γίνεται μνεία περί μεταβίβασης εξοπλισμού στην αναιρεσείουσα εταιρεία ως στοιχείου θεμελιωτικού της ιστορικής βάσης για μεταβίβαση επιχείρησης. Αντιθέτως στην αγωγή γίνεται σαφής μνεία ότι, πλην του πελατολογίου και του βασικού ανθρώπινου δυναμικού, από τα οποία το κυριότερο και το πιο προσοδοφόρο τμήμα του πελατολογίου και ο βασικός πυρήνας των εργαζομένων, που χάρη στην επάρκεια και την εμπειρία τους είχαν αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες, μεταβιβάσθηκαν στην αναιρεσείουσα εταιρεία που ανέλαβε να συνεχίσει την επιχειρηματική δραστηριότητα, προσφέροντας στους ίδιους πελάτες τις ίδιες υπηρεσίες αισθητικής και αδυνατίσματος, η επιχείρηση στερείτο άλλων αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει στο σημείο αυτό αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχεται αρχικά ότι ο ανωτέρω εξοπλισμός μεταβιβάσθηκε από τις πιο πάνω εταιρείες “… ΑΕ” και “… ΑΕ … ….” στην αναιρεσείουσα (σελ. 24 και 30 προσβαλλομένης), χωρίς μάλιστα να διαλαμβάνει περαιτέρω παραδοχή ότι ο εξοπλισμός αυτός χρησιμοποιείτο από την εταιρεία “… … …” κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της, στη συνέχεια η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται αντιφατικά (σελ. 29 προσβαλλομένης) ότι η εταιρεία “… … …” [και όχι οι πιο πάνω εταιρείες] είναι εκείνη που μεταβίβασε το σημαντικότερο μέρος του εξοπλισμού της στην αναιρεσείουσα εταιρεία, γ) ως προς το στοιχείο της διάρκειας της τυχόν διακοπής της δραστηριότητας αυτών, ως καθοριστικής ένδειξης της μεταβίβασης επιχείρησης, η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ δέχεται ότι κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013 η εταιρεία “… … …” διέκοψε τη λειτουργία της [και μέχρι τις αρχές του 2014 έπαυσε η λειτουργία όλων των καταστημάτων που διατηρούσε η μητρική εταιρεία “… …” υπό τον διακριτικό τίτλο …] και ότι στις 20.6.2013 συνεστήθη η αναιρεσείουσα ετερόρρυθμη εταιρεία με ομόρρυθμο μέλος τη συσταθείσα στις 14.3.2013 μητρική εταιρεία “… ΑΕ” και ετερόρρυθμο μέλος την Ε. – Ε. Γ., δεν διευκρινίζει περαιτέρω τον ακριβή χρόνο έναρξης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας της αναιρεσείουσας [και όχι απλώς σύστασης αυτής] μετά τη μεταβίβαση σε αυτήν του μεγαλυτέρου μέρος του πελατολογίου, του πυρήνα του προσωπικού και μέρους του εξοπλισμού της προηγούμενης επιχείρησης, ενόψει μάλιστα της παραδοχής ότι η αναιρεσείουσα, προκειμένου να λειτουργήσει το κέντρο αισθητικής και αδυνατίσματος σε μισθωμένο από τη μητρική της εταιρεία κτήριο επί της οδού … στη …., προέβη στις αναγκαίες ηλεκτρολογικές, υδραυλικές και αποχετευτικές εγκαταστάσεις, την κατασκευή ντουλαπιών και την αγορά μέρους του εξοπλισμού (γεγονός που επάγεται την παρέλευση χρόνου), ούτως ώστε να κριθεί εάν υπήρξε ή όχι και σε ποία χρονική έκταση διακοπή της επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταξύ της παύσης λειτουργίας της εταιρείας “… … …” και της (πραγματικής) έναρξης της λειτουργίας της αναιρεσείουσας εταιρείας και επί πλέον εάν τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν στην αναιρεσείουσα ως οργανωμένο σύνολο, διατηρώντας τον λειτουργικό και οργανωτικό τους σύνδεσμο για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού ή αντιθέτως μεταβιβάσθηκαν ως επί μέρους περιουσιακά στοιχεία. Ούτε επίσης διευκρινίζει τον τρόπο με το οποίο έλαβε χώρα η μεταβίβαση σε αυτήν του μεγαλύτερου μέρους του πελατολόγιου (πχ. μεταφορά ηλεκτρονικών αρχείων πελατών, τρόπος ενημέρωσης αυτών για τη εκτέλεση εκκρεμών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αισθητικής ή αδυνατίσματος από την ίδια κλπ). Επομένως είναι βάσιμοι οι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τρίτος υπό στοιχεία (α) και (γ), και έκτος κατά το πρώτο αυτού σκέλος λόγοι αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, καθώς και οι πρώτος πρόσθετος κατά το τελευταίο αυτού σκέλος και δεύτερος πρόσθετος κατά το πρώτο αυτού σκέλος, ως και ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ έκτος κατά το δεύτερο αυτού σκέλος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου. Αντιθέτως κρίνονται αβάσιμοι οι λοιποί από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος, τρίτος υπό στοιχείο (β), τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και δεύτερος πρόσθετος κατά το δεύτερο αυτού σκέλος υπό στοιχείο (α) και (β) λόγοι αναίρεσης. Και τούτο διότι ναι μεν δεν συνιστούν καθοριστικές ενδείξεις της μεταβίβασης της επιχείρησης, α) οι σχέσεις των φυσικών προσώπων που διαχειρίζονται τη διάδοχο επιχείρηση με τα φυσικά πρόσωπα που διαχειρίζονταν την προηγούμενη επιχείρηση ή τη μητρική της εταιρεία ή άλλη εταιρεία του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου, καθότι για τη μεταβίβαση της επιχείρησης κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 και 2 και 3 του Π.Δ/τος 178/2002 κρίσιμη είναι μόνο η μεταβολή του φορέα αυτής, ενώ εξακολουθεί η επιχείρηση να διατηρεί την ταυτότητα αυτής, ενόψει μάλιστα του ότι ο νέος φορέας μπορεί να είναι (και) οιοσδήποτε τρίτος, ο οποίος δεν είχε ουδεμία σχέση με την μεταβιβασθείσα επιχείρηση ή τον φορέα αυτής, β) η ομοιότητα της εταιρικής μορφής της διαδόχου επιχείρησης σε σχέση με την εταιρική μορφή που διατηρούσε η προηγούμενη επιχείρηση, γ) η τήρηση της ιδίας πρακτικής της κινητικότητας του προσωπικού μεταξύ εταιρειών του ομίλου, στους οποίους περιλαμβανόταν η μεταβιβασθείσα επιχείρηση, για τη πρόσληψη από τη διάδοχο επιχείρηση μέρους του προσωπικού της που προηγουμένως εργαζόταν όχι στη μεταβιβασθείσα επιχείρηση, αλλά σε άλλη εταιρεία του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, δ) η γειτνίαση των νέων εγκαταστάσεων λειτουργίας της επιχείρησης με τις εγκαταστάσεις όπου προηγουμένως λειτουργούσε η μεταβιβασθείσα επιχείρηση και ε) η χρησιμοποίηση των αυτών καταστημάτων από άλλες θυγατρικές εταιρείες του ομίλου στον οποίο ανήκει και η διάδοχος επιχείρηση [και όχι από την ιδία] τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι θυγατρικές εταιρείες του ομίλου στον οποίο ανήκε η μεταβιβασθείσα επιχείρηση, πλην όμως τα περιστατικά αυτά μπορεί να ληφθούν υπόψη ως επί πλέον (απλές) ενδείξεις της διατήρησης της ταυτότητας της επιχείρησης, στο πλαίσιο της καθόλα εκτίμησης από το δικαστήριο της ουσίας της συνδρομής ή μη περίπτωσης μεταβίβασης επιχείρησης με βάση τις προαναφερθείσες καθοριστικές ενδείξεις [οι οποίες όμως, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας δεν αποκλείουν τη συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων, ως επί πλέον ενδείξεων] και συνακόλουθα ευθύνης της διαδόχου για χρέη του προηγούμενου εργοδότη. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του προέβη στη συνεκτίμηση και των πιο πάνω παραγόντων, προκειμένου να καταλήξει σε θετική κρίση περί συνδρομής περίπτωσης μεταβίβασης επιχείρησης, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 και 2 και 3 του Π.Δ/τος 178/2002 και συνακόλουθα οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που περιέχονται στους πιο πάνω αναιρετικούς λόγους, με τους οποίους προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, δεν είναι βάσιμες. Αβάσιμος δε κρίνεται και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο αυτού σκέλος υπό στοιχείο (γ), καθότι για την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης ως προς το κριτήριο του βαθμού ομοιότητας των δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση, αρκεί η παραδοχή σε αυτήν ότι παρέχονταν οι ίδιες υπηρεσίες αισθητικής και αδυνατίσματος, δεν απαιτείτο δε περαιτέρω αναφορά και του σκοπού της προηγουμένης εταιρείας “… … … ” [πέραν του σκοπού της μητρικής εταιρείας “… ΑΕ” και του σκοπού της αναιρεσείουσας, που διαλαμβάνονται μεταξύ των παραδοχών της προσβαλλομένης], καθότι κρίσιμο στοιχείο δεν είναι η ομοιότητα του κατά το καταστατικό αυτών αναγραφομένου σκοπού, αλλά η ομοιότητα της ασκουμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τέλος αβάσιμος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, κρίνεται ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος καθότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν είναι δυνατή η μεταβίβαση επιχείρησης μεταξύ θυγατρικών εταιρειών του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, ούτε ενέπλεξε στοιχεία που αφορούσαν είτε τη μητρική εταιρεία του ομίλου, είτε άλλες θυγατρικές εταιρείες, με τις αναφορές του στη μετοχική σύνθεση αυτών, τις εγκαταστάσεις άλλων θυγατρικών εταιρειών κλπ προκειμένου να αχθεί στην ανωτέρω κρίση του, αλλά προέβη στη συνεκτίμηση και των πιο πάνω παραγόντων ως επί πλέον ενδείξεων, πέραν των καθοριστικών τοιούτων, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση αυτού περί μεταβίβασης επιχείρησης. Επομένως, κατά παραδοχή των τρίτου υπό στοιχείο (α) και (γ) και έκτου λόγων αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, καθώς και των πρώτου πρόσθετου κατά το τελευταίο αυτού σκέλος και δεύτερου πρόσθετου λόγων αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος ως βάσιμων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 2453/23.5.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2019.