Αριθμός 491/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στη …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Λύτρα, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ν. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Καντηλίδη, που κατέθεσε προτάσεις. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης που δόθηκε με την 121/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε συμβούλιο, σε άλλη περίπτωση να δοθεί εγγυοδοσία 20.000 ευρώ. Για το ζήτημα αυτό λόγο έλαβε και ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας, ο οποίος εξέφρασε αντιρρήσεις. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια της Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/6/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 246/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 92/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 7/6/2018 αίτησή της. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 7.6.2018 και με αριθ. κατάθεσης 27/27.6.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 92/17.4.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία η από 4.11.2014 και με αριθ. κατάθ. 75/6.11.2014 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, κατά της με αριθ. 246/13.6.2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που επικυρώθηκε κατά τ’ ανωτέρω με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η από 20.6.2011 και με αριθ. κατάθ. 274/21.6.2011 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και επιδικάσθηκε σε βάρος της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας το συνολικό ποσό των 46.799,34 ευρώ προς συμπλήρωση της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού, ως υπαλλήλου υπευθύνου για την προώθηση των πωλήσεων αυτής, με βάση τις συμφωνηθείσες αποδοχές του σε ποσοστά επί των πωλήσεων, πλέον του σταθερού μηνιαίως ποσού των αποδοχών του, βάσει του οποίου μόνο υπολογίσθηκε η ως άνω αποζημίωση απόλυσης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 του ΑΚ, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι μισθός είναι κάθε παροχή του εργοδότη προς το μισθωτό, την οποία υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγήσει στον μισθωτό ως αντάλλαγμα της εργασίας του. Ο μισθός μπορεί να καθορίζεται με κανόνα δικαίου ή με σύμβαση (ρητή ή σιωπηρά) σε χρονικές περιόδους ή σε μονάδες εργασίας ή σε ποσοστά επί των κερδών ή επί των εισπράξεων, σε χρήμα ή σε είδος, σε βασικό μισθό και σε επιδόματα, να αντιστοιχεί σε τακτική ή έκτακτη εργασία και να παρέχεται από τον εργοδότη ή από τρίτους (ΑΠ 420/2017, ΑΠ 2056/2006).
Κατά συνέπεια μισθό δεν αποτελεί μόνο το πάγιο κατά μήνα ποσό, αλλά και το συμφωνούμενο ποσοστό επί της τιμής πώλησης των πωλουμένων ειδών, είτε από τον ίδιο το μισθωτό (παραγωγό πλασιέ), είτε κατόπιν ενεργειών του (διευθυντή πωλήσεων κ.λπ.), εφόσον βέβαια το άνω ποσοστό (προμήθεια) καταβάλλεται από τον εργοδότη ως αντάλλαγμα, νόμιμο ή συμβατικό, της προσφερόμενης από το μισθωτό εργασίας (ΑΠ 379/2006).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του Β.Δ/τος της 16/18-7-1920 και 5 παρ. 1 εδ. α του Ν. 3198/1955, η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί από τον εργοδότη στον μισθωτό για την έγκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθορίζεται με βάση τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης και των τακτικών αποδοχών του μισθωτού κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Ειδικώς δε η αποζημίωση του μισθωτού που αμείβεται με ποσοστά, καθορίζεται, κατά την παρ.2 εδ. α του ως άνω άρθρου 5 του Ν. 3198/1955, με βάση το μέσο όρο των αποδοχών αυτού κατά τους δύο τελευταίους μήνες πριν από την καταγγελία της σχέσης εργασίας.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η παραπάνω αποζημίωση απόλυσης του μισθωτού που αμείβεται με μισθό και ποσοστά υπολογίζεται αθροιστικά με βάση τις τακτικές αποδοχές (μισθός) του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και του μέσου όρου των αποδοχών σε ποσοστά του τελευταίου πριν από την απόλυση εργασιακού διμήνου (ΑΠ 284/2013).
Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 24/1992 σχετ. ΟλΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία [ήδη αναιρεσείουσα] έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας της τις εισαγωγές – εξαγωγές, την αντιπροσωπεία, την εμπορία και την πώληση μηχανημάτων, υλικών, τελάρων και λοιπών αντικειμένων συσκευασίας. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, στις 1.9.2000 καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος [ήδη αναιρεσίβλητου] σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων παρείχε την εργασία του ως υπεύθυνος πωλήσεων, με αντικείμενο την προώθηση των προϊόντων της εταιρείας στους πελάτες της με έδρα την Κρήτη. Από την 1η Ιανουαρίου 2004 και εφεξής, ενόψει της επεκτάσεως της δραστηριότητας της εναγομένης σε ολόκληρη την Ελλάδα, ο ενάγων προήχθη σε διευθυντή πωλήσεων με ειδικότερα καθήκοντα την προώθηση της πωλήσεως των προϊόντων της εναγομένης (τελάρα, υλικά συσκευασίας, μηχανήματα κλπ) και στους πελάτες της εκτός της Κρήτης, καθώς και την προώθηση στους ανωτέρω πελάτες των ολοκληρωμένων γραμμών συσκευασίας μηχανημάτων. Ως αμοιβή του ενάγοντος για τις ανωτέρω υπηρεσίες του συμφωνήθηκε η καταβολή μισθού σε μηνιαία βάση, πλέον της προμήθειας επί των πωλήσεων που θα πραγματοποιούντο με τη διαμεσολάβησή του. Ειδικότερα, ο αρχικός μισθός του ενάγοντος ήταν 645,63 ευρώ, συν τα ποσοστά, τα οποία συμφωνήθηκε εγγράφως να λαμβάνει επί των πωλήσεων των προϊόντων και των μηνιαίων εισπράξεων, τα οποία έως το τέλος του 2008, διαμορφώθηκαν ως εξής: […]. Ωστόσο από την αρχή του έτους 2009 και εξής ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του ενάγοντος, αναφορικά με τα ποσοστά που θα ελάμβανε, διαφοροποιήθηκε. Ειδικότερα συμφωνήθηκε προφορικά ο ενάγων να λαμβάνει ανά μήνα, πέραν του μηνιαίου μισθού του, ο οποίος κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο ήταν 1.243,98 ευρώ (μικτά), και τα ακόλουθα ποσοστά, βάσει των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων: α) για πωλήσεις υλικών συσκευασίας ποσοστό 2,5% επί του τζίρου για πελάτες με έδρα την Κρήτη, β) για πωλήσεις χαρτοκιβωτίων (χαρτοτελάρων) 0,007 λεπτά του ευρώ ανά τεμάχιο (διαμορφωμένο ή αδαμόρφωτο) για πελάτες με έδρα την Κρήτη, γ) για πωλήσεις μικρομηχανών και εργαλείων αξίας έως 10.000 ευρώ, ποσοστό 2,5% επί του τζίρου για πελάτες με έδρα την Κρήτη και δ) για πωλήσεις ολοκληρωμένων γραμμών συσκευασίας μηχανημάτων και κάθε άλλου τύπου μηχανήματος ή εργαλείων, για πελάτες με έδρα την Κρήτη ποσοστό 15% επί του μικτού κέρδους, όπως αυτό θα προέκυπτε μετά την εγκατάσταση και παράδοση στον πελάτη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 24.12.2008, προκειμένου αμφότεροι οι διάδικοι να τύχουν φορολογικών ελαφρύνσεων και απαλλαγών από την ισχύουσα νομοθεσία, συνεστήθη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “… ΕΕ”, στην οποία συμμετείχαν πρόσωπα με τα οποία ο ενάγων συνδεόταν με ιδιαίτερες σχέσεις και συγκεκριμένα, ετερόρρυθμο μέλος ήταν η Μ. Ψ., σύντροφος του ενάγοντος και ομόρρυθμο μέλος ο υιός της ανωτέρω Γ. Κ.. Η εταιρεία αυτή, η οποία είχε αντικείμενο όμοιο με αυτό της εναγομένης, συνήψε με την τελευταία σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να προωθεί τα προϊόντα της εναγομένης, αντί ανταλλάγματος, που προσδιορίσθηκε σε ποσοστά επί των πωλήσεων τις οποίες θα πραγματοποιούσε, κατά το ειδικότερο περιεχόμενο της από 15.1.2009 έγγραφης συμφωνίας τους. Όμως, εν τοις πράγμασι, τις ανωτέρω υπηρεσίες τις παρείχε ο ενάγων και όχι η συσταθείσα για τους ως άνω λόγους ετερόρρυθμη εταιρεία. Ο τελευταίος, και μετά τη σύσταση της εν λόγω εταιρείας, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη με την αρχική του ιδιότητα, αμειβόμενος με τον αυτό τρόπο (πάγιο μισθό και ποσοστά επί των πωλήσεων), γεγονός, άλλωστε, το οποίο δεν αμφισβητείται από την εναγομένη.
Συνεπώς, η καταβολή της αμοιβής που ο ενάγων δικαιούτο επί των ποσοστών των μηνιαίων πωλήσεων, όχι απευθείας στον ίδιο, αλλά στην ετερόρρυθμη εταιρεία, δεν αναιρεί ούτε το είδος της σχέσης που συνέδεε τον ενάγοντα με την εναγομένη (σχέση εξαρτημένης εργασίας), ούτε τον χαρακτήρα της αμοιβής του (ποσοστά επί των πωλήσεων πέραν του βασικού του μισθού), ως τακτικού και ανελλιπώς καταβαλλομένου σε μηνιαία βάση ανταλλάγματος για την παρεχομένη από τον ενάγοντα εργασία, που είχε καθιερωθεί ως μισθός και μάλιστα κατά πολύ μεγαλύτερος του αντίστοιχου τακτικού μισθού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στις 5.1.2011 κατάγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Ο ενάγων, κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του είχε συμπληρώσει πραγματικό χρόνο απασχολήσεως στην εναγομένη 10 έτη και 4 μήνες. Εν όψει δε ότι αμειβόταν με μισθό και ποσοστά η οφειλομένη σ’ αυτόν αποζημίωση απολύσεως θα υπολογισθεί βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα και του μέσου όρου των αποδοχών σε ποσοστά, που εισέπραξε τους τελευταίους δύο μήνες πριν την καταγγελία. Ως μήνας για τον παραπάνω υπολογισμό νοείται το διάστημα εργασίας ενός μηνός (ΑΠ 248/2013). Έτσι, για την εξεύρεση του μέσου όρου των προμηθειών που εισέπραξε ο ενάγων τους δύο τελευταίους μήνες πριν την απόλυσή του, ο οποίος (μέσος όρος) θα ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισέπραξε τα χρονικά διαστήματα από 6.11.2010 έως 5.11.2010 [ενν. 5.12.2010] και από 6.12.2010 έως 5.1.2011. Ο τελευταίος μισθός του ενάγοντος τον τελευταίο μήνα πριν από την λύση της εργασιακής σχέσης του ανερχόταν στο ποσό των 1.243,78 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος των προμηθειών που εισέπραξε τους ανωτέρω δύο εργασιακούς μήνες πριν από την καταγγελία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη κατάσταση πωλήσεως χαρτοτελάρων – για τις πωλήσεις υλικών συσκευασιών δεν προσκομίζονται στοιχεία σε μηνιαία βάση – ανέρχεται στο ποσό των 7.301,91 ευρώ [5.191,66 ευρώ προμήθειες χρονικού διαστήματος από 5.11.2010 έως 30.11.2010 (συνολικό ποσό προμήθειας του μήνα αυτού 6.230 ευρώ Χ 25/30, δηλαδή πώληση 890.550 χαρτοτελάρων. Θα ληφθεί, όμως, υπ’ όψη η μικρότερη πωληθείσα ποσότητα των 890.000 χαρτοτελάρων που αναφέρεται στην αγωγή Χ 0,007 ευρώ για την πώληση του καθενός από αυτά, κατά την συμφωνία) + 9.412,15 προμήθειες του μηνός Δεκεμβρίου 2010 (πώληση 1.344.593 χαρτοτελάρων Χ 0,007 ευρώ για την πώληση του καθενός από αυτά) = 14.603,81 ευρώ : 2]. Σημειώνεται ότι για το πρώτο πενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2011 δεν προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία. Η εναγομένη δεν αμφισβητεί ειδικώς το ύψος των ποσοστών πωλήσεων, αλλά μόνο τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής του, ενώ και ο μάρτυρας ανταποδείξεως κατέθεσε με σαφήνεια ότι ο ενάγων αμειβόταν με μισθό και ποσοστά.
Συνεπώς ο μηνιαίος μισθός που θα ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως ανέρχεται στο ποσό των 8.545,98 ευρώ [1.234,98 + 7.301,91]. Ωστόσο, επειδή οι εν λόγω μηνιαίες αποδοχές ξεπερνούν το όριο του άρθρου 5 ν. 3198/1955, θα ληφθεί ως βάση υπολογισμού το ποσό των 7.929,60 ευρώ (33,04 ημερομίσθιο αναιδίκευτου εργάτη κατά τον χρόνο της καταγγελίας, βάσει της οικείας ισχύουσας ΕΓΣΣΕ Χ 8 Χ 30). Επομένως το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε 55.507,20 ευρώ [7.929,60 ευρώ Χ 6 μήνες = 47.577,60 + 1/6 για αναλογία δώρων και επιδόματος αδείας (7.929,60 ευρώ)]. Η εναγομένη για τον καθορισμό της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντος έλαβε ως βάση μόνο τον πάγιο μισθό του, κατέβαλε δε στον ενάγοντα το ποσό των 8.707,86 ευρώ, όπως προκύπτει από το έγγραφο της καταγγελίας και όχι το ποσό των 5.865,24 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων. Κατά συνέπεια η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τη διαφορά που προκύπτει από την αποζημίωση που δικαιούτο να λάβει ο ενάγων κατά τη λύση της εργασιακής του συμβάσεως – κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις καταβληθείσες προμήθειες – και εκείνης που πράγματι κατέβαλε σ’ αυτόν, ήτοι το ποσό των 46.799,34 ευρώ [55.507,20 – 8.707,86]. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της εφέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη την από 4.11.2014 έφεση της εναγομένης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, επικυρώνοντας την ομοίως κρίνασα οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία κατά παραδοχή της από 20.11.2011 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου είχε επιδικάσει σε αυτόν το συνολικό ποσό των 46.799,34 ευρώ ως διαφορά στην αποζημίωση καταγγελίας, συνυπολογίζοντας σε αυτήν την εκ ποσοστών αμοιβή του τελευταίου διμήνου πριν την καταγγελία.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. α του Ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 649, 653 και 361 του ΑΚ, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ζήτημα του συνυπολογισμού ή μη των εκ των πωλήσεων προμηθειών στην αποζημίωση καταγγελίας του αναιρεσίβλητου, εν όψει των γενομένων κατά τα άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι δυνάμει της από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών που καταρτίσθηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας εταιρείας και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΕ” [στην οποία μάλιστα δεν μετείχε ως μέλος ο αναιρεσίβλητος], η τελευταία ανέλαβε την προώθηση των πωλήσεων της πρώτης έναντι αμοιβής που υπολογιζόταν σε ποσοστά επί των πωλήσεων που θα πραγματοποιούσε και ότι εν τοις πράγμασι τις ανωτέρω υπηρεσίες παρείχε ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος συνέχισε, όπως και προηγουμένως, ν’ αμείβεται με μηνιαίο μισθό και ποσοστά επί των πωλήσεων (υπό την προφανή έννοια ότι ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του αυτής η αναιρεσείουσα εξακολούθησε να καταβάλει απ’ ευθείας σε αυτόν την εκ των ποσοστών επί των πωλήσεων αμοιβή του, ως τμήμα των τακτικών αποδοχών του), στη συνέχεια δέχθηκε αντιφατικά ότι η καταβολή της ως άνω αμοιβής εκ ποσοστών επί των πωλήσεων γινόταν όχι απ’ ευθείας στον ίδιο, αλλά στην ετερόρρυθμη εταιρεία (υπό την προφανή έννοια της καταβολής της αμοιβής αυτής για τις υπηρεσίες που παρέσχε, μέσω του αναιρεσίβλητου, στην αναιρεσείουσα εταιρεία, δυνάμει της πιο πάνω από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία με τη σειρά της πλήρωνε τον αναιρεσίβλητο) και ότι το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της ως άνω αμοιβής ως τακτικού και ανελλιπώς καταβαλλομένου σε μηνιαία βάση ανταλλάγματος για την από τον αναιρεσίβλητο παρεχομένη εργασία. Έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσης, ως προς το κρίσιμο ζήτημα για την έκβαση της προκειμένης δίκης του χαρακτηρισμού της εκ ποσοστών επί των πωλήσεων προμήθειας, ως τμήματος των τακτικών αποδοχών του αναιρεσίβλητου από την παροχή της εργασίας του στην αναιρεσείουσα εταιρεία ή ως αμοιβής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΕ” για την από αυτήν παροχή των υπηρεσιών προώθησης των πωλήσεων της αναιρεσείουσας, δυνάμει της μεταξύ αυτών από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (άρθ. 648 του ΑΚ), τις οποίες (υπηρεσίες) η πιο πάνω ετερόρρυθμη εταιρεία παρείχε στην αναιρεσείουσα με τον αναιρεσίβλητο, δυνάμει συνδέουσας τον τελευταίο με αυτήν (ετερόρρυθμη εταιρεία) έννομης σχέσης (ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εργασίας, εντολής), εν όψει μάλιστα του ότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η σύσταση της πιο πάνω εταιρείας στις 24.12.2008 δεν είχε λάβει χώρα εικονικά, αλλά αποσκοπούσε στην απόκτηση φορολογικών ελαφρύνσεων και απαλλαγών προς όφελος αμφοτέρων των διαδίκων. Επομένως ο περί τούτου δεύτερος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Αντιθέτως δεν είναι βάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν λάμβανε πέραν του μισθού του αμοιβή υπολογιζόμενη σε ποσοστά επί των πωλήσεων και ότι η εκ ποσοστών επί των πωλήσεων προμήθεια καταβαλλόταν στην ετερόρρυθμη εταιρεία (αποκλειστικά) ως αμοιβή αυτής, δυνάμει της πιο πάνω από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μεταξύ αυτής και της αναιρεσείουσας, ως διαλαμβάνεται στον σχετικό αναιρετικό λόγο, αλλά διέλαβε σχετικά τις προπαρατεθείσες αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου αναίρεσης ως βάσιμου, πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία παρέστη, αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 92/17.4.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ