AΠ 451/2019 (πολ.): Δεδικασμένο από Διαταγή Πληρωμής: Το δικαστήριο θα διαγνώσει παρεμπιπτόντως της ύπαρξη της αξιώσεως για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και συνεπώς το ζήτημα αυτό θα καλυφθεί από το δεδικασμένο αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι του άρθρου 321 ΚΠολΔ. «Η κατά τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί μεν δικαστική απόφαση, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις δημιουργείται βάσει αυτής δεδικασμένο. Τούτο συμβαίνει, εκτός των περιπτώσεων των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 εδαφ. γ’ ΚΠολΔ, (ασκήσεως, δηλαδή, από τον οφειλέτη εμπρόθεσμης ανακοπής μετά την επίδοση σε αυτόν της διαταγής πληρωμής και απορρίψεως αυτής κατ’ ουσίαν (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) ή δεύτερης επιδόσεως της διαταγής πληρωμής και άπρακτης της δεκαήμερης προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής ή απόρριψη της τυχόν ασκηθείσης ανακοπής) και στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, πριν η διαταγή πληρωμής αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, ασκήσει ανακοπή κατά της επισπευδομένης εις βάρος του, δυνάμει της διαταγής πληρωμής, αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 933 ΚΠολΔ) και απορριφθεί αυτή τελεσιδίκως κατ’ ουσίαν. Διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα διαγνώσει παρεμπιπτόντως της ύπαρξη της αξιώσεως για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και συνεπώς το ζήτημα αυτό θα καλυφθεί από το δεδικασμένο αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι του άρθρου 321 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, το δεδικασμένο δεν πηγάζει στην κυριολεξία από τη διαταγή πληρωμής, αλλά από την τελεσίδικη απόφαση που απορρίπτει την ανακοπή κατά της εκτελέσεως (ΑΠ 1278/2008). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Για να θεμελιωθεί όμως ο ανωτέρω λόγος προϋποτίθεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας επελήφθη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των συντεταγμένων του δεδικασμένου (ΑΠ 929/2014). Επομένως, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου(ΑΠ 591/2017). Αντιθέτως, αν στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχεται η οποιαδήποτε κρίση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δεδικασμένου, δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 16, αλλά από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση, που πρέπει επίσης να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας την τελεσίδικη απόφαση, από την οποία απορρέει το δεδικασμένο και το επικαλέσθηκε προς απόδειξη ή απόκρουση της ένδικης αγωγής (ΑΠ 2027/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ’ όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκουμένου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. “Πράγμα”, κατά την έννοια της ρηθείσης διατάξεως αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (ΟλΑΠ 3/2008). Για την ίδρυση δηλαδή του αντιστοίχου λόγου πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι σε επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως (ΑΠ 1029/2018).
Εν προκειμένω, με το πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ’ όψη ισχυρισμό, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ’ όψη ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό, και ειδικότερα δεν έλαβε υπ’ όψη τον ισχυρισμό που νομίμως προέβαλαν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου περί υπάρξεως δεδικασμένου, που προκύπτει από την υπ` αριθμ. 391/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, με την οποία το μεν κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η τότε καθ’ ης (νυν αναιρεσίβλητη) δεν διατηρεί νόμιμη απαίτηση εις βάρος των ανακοπτόντων ποσού 88.500 ευρώ ως επιπλέον ποσού τιμήματος, που δεν αναγραφόταν στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, αφού το μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο επιπλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, που δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την καθ’ ης η ανακοπή ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το δε έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η εκ μέρους των νυν αναιρεσειόντων ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της επισπεύδουσας αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος τους (αναιρεσίβλητης) και ακυρωθήκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτελέσεως, ως και ότι, αν και για την απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού των και της βάσεως της ανακοπής τους είχαν προσκομίσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την εν λόγω απόφαση, το Εφετείο δεν ερεύνησε την ύπαρξη του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε από την απόφαση αυτή, η οποία αφορούσε στους διαδίκους της κρινομένης υποθέσεως, δεδομένου ότι όλοι τους ήταν διάδικοι και στη δίκη εκείνη.
Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν αιτήσεως της αναιρεσίβλητης, και με βάση τα προσκομισθέντα έγγραφα, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 44/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, με την οποία οι αναιρεσείοντες διατάχθηκαν, εις ολόκληρο ο καθένας τους, να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή-αναιρεσίβλητη το ποσό των 88.500 ευρώ πλέον τόκων εξόδων κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της, ως πιστωθέν υπόλοιπο τμήματος πωλήσεως ακινήτου, για την οποία συντάχθηκε το σχετικό συμβόλαιο. Κατά της διαταγής πληρωμής οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 4-3-2013 ανακοπή, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της, επ’ αυτής δε εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 82/2014 απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής, καθ’ όσον, εκ των προσκομισθέντων εγγράφων δεν αποδεικνυόταν εγγράφως η απαίτηση. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως η αναιρεσίβλητη άσκησε την από 7-09-2015 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’ αριθμόν 229/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση και απορρίφθηκε η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής. Από την επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσειόντων ενώπιον του Εφετείου προκύπτει ότι πράγματι αυτοί, αμυνόμενοι κατά της εφέσεως που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, προέβαλαν παραδεκτώς ενώπιον του Εφετείου, τον ισχυρισμό περί δεδικασμένου που προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση, επικαλούμενοι και προσκομίζοντες αυτή, ισχυριζόμενοι δε ότι αφορά στην ίδια ιστορική και νομική αιτία των δύο ανακοπών. Το Εφετείο, όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπ’ όψη και δεν ερεύνησε τον διαλαμβανόμενο στις προτάσεις των αναιρεσειόντων ισχυρισμό περί δεδικασμένου, εντεύθεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Επομένως, ο ως άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και επειδή παρέκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, που καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω δεκτού γενομένου, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που την είχε δικάσει προηγουμένως. (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους αναιρεσείοντες του υπ’ αυτών κατατεθέντος παραβόλου και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, (άρθρα 183 και 176,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο διατακτικό». (areiospagos.gr)
Προηγούμενο άρθροΣτο 33% έφτασε η κτηματογράφηση στο σύνολο της χώρας