ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ’ όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α’ 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΛΛΕ.)»
δ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440/τ. Β’/27.04.2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την υπ’ αριθμόν Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30-8-2016 (ΦΕΚ 2759/τ.Β’/01-09-2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4. Την από 03/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ , εδρευούσης στην , οδός , κατά της υπ’ αριθ /2018 Πράξης Προσδιορισμού Προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών διαχειριστικής περιόδου 01/01/2008-31/12/2008 και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.
5. Την με αριθ /2018 Πράξη Προσδιορισμού Προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών διαχειριστικής περιόδου 01/01/2008-31/12/2008, της οποίας ζητείται η ακύρωση.
6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α6 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 03/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας με την επωνυμία « », ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αριθ /2018 Πράξη Προσδιορισμού Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 2008, της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών, επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας, πρόστιμο ύψους 37.500,00 € σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7§3 περ. στ’ του ν. 4337/2015, λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 11, 12, 13, 13α, 14, 15 του Π.Δ. 186/1992 (ΚΒΣ) και του άρθρου 13§1 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ).
Με το με αρ. πρωτ /2015 έγγραφό της, η Δ.Ο.Υ. ΙΒ’ Αθηνών, διαβίβασε στην Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών το με αρ. πρωτ /2015 Δελτίο Πληροφοριών του 7ου Ειδικού Συνεργείου Ελέγχου (Ε.Σ.Ε.) το οποίο αφορούσε το νομικό πρόσωπο « ».
Ειδικότερα, από έρευνα του 7ου Ε.Σ.Ε. στο ως άνω νομικό πρόσωπο διαπιστώθηκε ότι αυτό είχε συναλλαγές με την προσφεύγουσα εταιρεία και συγκεκριμένα από διασταύρωση πληρωμών της σε τρίτους και των συγκεντρωτικών καταστάσεων τρίτων, προέκυψε ότι η την 23/04/2008 κατέθεσε μία επιταγή ύψους 150.000,00€ σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας εταιρείας.
Εν συνεχεία, δυνάμει του ανωτέρω πληροφοριακού δελτίου εκδόθηκε η με αρ /2015 εντολή ελέγχου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών, η οποία αντικαταστάθηκε από την με αριθ /2018 εντολή.
Η προσφεύγουσα εταιρεία, κατά τη διενέργεια του ελέγχου, δεν ανταποκρίθηκε τόσο στις προσκλήσεις της φορολογικής αρχής, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην οικεία έκθεση ελέγχου, όσο και στο υπ’ αριθ /2018 Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου, το οποίο απεστάλη με συνημμένο τον υπ’ αριθ / προσωρινό προσδιορισμό προστίμου με συστημένη επιστολή στις 19/11/2018 στην έδρα της εταιρείας καθώς και στη διεύθυνση κατοικίας της διαχειρίστριας αυτής.
Κατόπιν τούτων, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. έκρινε από τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της ότι το ποσό των 150.000,00€ που κατατέθηκε σε λογαριασμό της προσφεύγουσας από την « » αφορούσε φορολογητέες πράξεις της χρήσης 2008 για τις οποίες δεν εκδόθηκαν φορολογικά στοιχεία εσόδων. Βάσει του πορίσματος αυτού, προχώρησε στη σύνταξη της οικείας έκθεσης ελέγχου και στην έκδοση της προσβαλλόμενης με την παρούσα πράξης προσδιορισμού προστίμου.
Η προσφεύγουσα εταιρεία με την κρινόμενη ενδικοφανή προσφυγή ζητά την ακύρωση της εν λόγω πράξης, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
– Οι διαπιστώσεις επί των οποίων βασίζεται η επιβολή του καταλογισθέντος προστίμου είναι αόριστες, παντελώς αναιτιολόγητες, νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες. Και τούτο διότι, το ποσό των 150.000 ευρώ δόθηκε στην εταιρεία εκ μέρους της ως προκαταβολή έναντι μελλοντικής συναλλαγής μεταξύ τους, ήτοι μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου της προσφεύγουσας εταιρείας στην ως άνω , η οποία είχε συμφωνηθεί προφορικά κατά την περίοδο εκείνη. Η συναλλαγή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε ως σήμερα για λόγους που αφορούν την Συνεπώς, η εταιρεία δεν υποχρεούτο στην έκδοση φορολογικού στοιχείου, καθώς ουδέποτε πραγματοποιήθηκε η σχετική συναλλαγή πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου.
– Η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει προδήλως από έλλειψη αιτιολογίας καθόσον επί της οικείας έκθεσης υφίστανται αυθαίρετα συμπεράσματα και περαιτέρω δεν προσδιορίζεται αν συντελέστηκε συναλλαγή βάσει της οποίας προκύπτει υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, ποια ήταν αυτή και τι αφορούσε.
Επειδή στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 του Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), όπως ίσχυε για τη χρήση 2008, ορίζεται ότι: «1. Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινωνία του Αστικού Κώδικα, που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση,_καθώς και οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, αναφερόμενο στο εξής με τον όρο «επιτηδευματίας», τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητά, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση.»
Επειδή σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 12 του Π.Δ. 186/1992: «1. Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ή δικαιώματος εισαγωγής και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, καθώς και για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εκτός της χώρας εκδίδεται τιμολόγιο.»
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 14 του ίδιου ως άνω άρθρου: «Το τιμολόγιο εκδίδεται κατά την παράδοση ή την έναρξη της αποστολής των αγαθών στον παραλήπτη, κατά περίπτωση. Κατ’ εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο σε ένα (1) μήνα από την παράδοση ή αποστολή των αγαθών στον αγοραστή και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις έκδοσης του τιμολογίου σε χρόνο μεταγενέστερο της παράδοσης ή αποστολής των αγαθών, όταν αυτές αφορούν ενδοκοινοτικές αποστολές ή παραδόσεις αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22α του ν. 1642/1986 (Σ.Σ. ήδη άρθρο 28 του N. 2859/2000), το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών και πάντως μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο των συμβαλλομένων
Στην περίπτωση παροχής υπηρεσίας το τιμολόγιο εκδίδεται με την ολοκλήρωση της παροχής. Όταν η παροχή υπηρεσίας διαρκεί, εκδίδεται τιμολόγιο κατά το χρόνο που καθίσταται απαιτητό μέρος της αμοιβής, για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Πάντως, το τιμολόγιο δεν μπορεί να εκδοθεί πέραν της διαχειριστικής περιόδου που παρασχέθηκε η υπηρεσία.
Στην περίπτωση εκτέλεσης τεχνικών έργων ή εγκαταστάσεων, το τιμολόγιο εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την προσωρινή επιμέτρηση και πάντως μέσα στην ίδια φορολογική περίοδο που πραγματοποιήθηκε η επιμέτρηση.
Ειδικά σε περίπτωση παροχής σε πελάτη δικαιώματος λήψης υπηρεσιών, για συγκεκριμένο ή μη χρονικό διάστημα, έναντι προκαθορισμένης αμοιβής, ανεξάρτητα αν αυτή αφορά συγκεκριμένο ή μη πλήθος υπηρεσιών, το τιμολόγιο εκδίδεται κατά το χρόνο που η αμοιβή είναι απαιτητή και ο πελάτης αποκτά το σχετικό δικαίωμα λήψης των υπηρεσιών και όχι αργότερα από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου των συμβαλλομένων »
Επειδή όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 13 του Π.Δ. 186/1992: «1. O επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε πώληση αγαθών, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή παροχή υπηρεσιών προς το κοινό ή προς τα μέλη προμηθευτικού συνεταιρισμού με βάση διατακτικές του, εκδίδει απόδειξη λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, κατά περίπτωση….
3. Η απόδειξη εκδίδεται κατά την παράδοση ή την έναρξη της αποστολής του αγαθού. Κατ’ εξαίρεση, όταν για τη διακίνηση έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής, η απόδειξη μπορεί να εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του μήνα αποστολής και πάντως όχι πέραν της διαχειριστικής περιόδου.
Όταν η αποστολή των αγαθών γίνεται σε τρίτο, με εντολή του αγοραστή, σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοση της απόδειξης λιανικής πώλησης, στο δελτίο αποστολής αναγράφεται ο αριθμός της απόδειξης αυτής.
Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών η απόδειξη εκδίδεται στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 12 για το τιμολόγιο, με εξαίρεση την περίπτωση παροχής υπηρεσιών από τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπου η απόδειξη εκδίδεται με κάθε επαγγελματική τους είσπραξη, καθώς και την περίπτωση παροχής υπηρεσιών θεάματος ή μεταφοράς προσώπων όπου τα εισιτήρια εκδίδονται το αργότερο κατά το χρόνο έναρξης του θεάματος ή της μεταφοράς.»
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997: «Οι παρακάτω περιπτώσεις, για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) ο δε συντελεστής βαρύτητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά. έχει αριθμητική τιμή ένα (1).
α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου. που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.. Ειδικά η μη έκδοση στοιχείου παράδοσης κτισμάτων συνιστά αυτοτελή παράβαση ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας αυτού. Ως παράλειψη έκδοσης στοιχείου λογίζεται και η μη καταχώριση σερβιρισθέντων ειδών στα δελτία παραγγελίας. Κατ’ εξαίρεση η μη έκδοση δελτίων αποστολής από αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. θεωρείται γενική παράβαση, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης α’ της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού. Επίσης, κατ’ εξαίρεση η μη έκδοση στοιχείου διακίνησης θεωρείται γενική παράβαση, εφόσον έχει εκδοθεί και καταχωρηθεί στα βιβλία στοιχείο αξίας για την ίδια συναλλαγή από τον υπόχρεο στην έκδοση του στοιχείου διακίνησης.»
Επειδή με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 ορίζεται ότι: «Για τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992, Α’ 84) και του Κ.Φ.Α.Σ. (ν. 4093/2012, Α’ 222), που διαπράχθηκαν μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54 και 55 του ν. 4174/2013 και κατά την κατάθεση του παρόντος δεν έχουν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2523/1997, αλλά επιβάλλονται τα κατωτέρω πρόστιμα:
α)
β)
γ)
δ)
ε)
στ) Για παραβάσεις που αφορούν μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση στοιχείων ή άλλες παραβάσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ, ποσό ίσο με το 25% της αξίας της συναλλαγής ή του μέρους της αποκρυβείσας (μη εμφανισθείσας) αξίας για κάθε παράβαση. ζ) »
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ., οι εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται από τα φορολογικά όργανα έχουν εκτός από τις αναφερόμενες σε αυτές πληροφορίες ή ομολογίες του ελεγχόμενου, την κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου αποδεικτική δύναμη (ΣτΕ 451/1991).
Επειδή σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην με ημερομηνία θεώρησης 28/12/2018 Έκθεση Μερικού Ελέγχου επί τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων, η προσφεύγουσα επιχείρηση έλαβε από το νομικό πρόσωπο , το ποσό των 150.000,00€ μέσω επιταγής για την εξόφληση της οποίας χρεώθηκε λογαριασμός της στην Ε.Μ.Τ.Ε. Για το εν λόγω ποσό δεν δηλώθηκε από την προσφεύγουσα κανένα φορολογικό στοιχείο με αντισυμβαλλόμενη την στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών της επίμαχης περιόδου και κρίθηκε από τον έλεγχο ότι η επίμαχη πληρωμή αφορά σε μη έκδοση φορολογικού στοιχείου και καταλογίστηκε με την προσβαλλόμενη πράξη το σχετικό πρόστιμο.
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα, μη αμφισβητώντας ότι έλαβε το εν λόγω ποσό, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν υπόχρεη σε έκδοση φορολογικών στοιχείων, καθόσον, η επικείμενη πώληση του ακινήτου της προς την , για την οποία είχε λάβει, βάσει προφορικής συμφωνίας, ως προκαταβολή το ποσό των 150.000,00€ εν τέλει ματαιώθηκε.
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 65 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.): «Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού φόρου.»
Επειδή η προσφεύγουσα για την επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών της δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να κλονίσει τη βάση των διαπιστώσεων του ελέγχου, όπως επί παραδείγματι προσύμφωνο πώλησης ακινήτου μεταξύ εκείνης και της ή άλλη έγγραφη συμφωνία η οποία να φέρει βεβαία χρονολογία. Περαιτέρω, πέρα από τον αόριστο ισχυρισμό ότι η καταβολή του ποσού των 150.000,00€ αφορούσε σε προκαταβολή για πώληση ακινήτου της, δεν αναφέρει καμία πληροφορία για την ταυτότητα του ακίνητου που επρόκειτο να πωληθεί, ούτε και για το συνολικό συμφωνηθέν τίμημα. Επιπροσθέτως, εφόσον ισχυρίζεται ότι αφορούσε σε προφορική και όχι σε έγγραφη συμφωνία δεν προσκομίζει οποιοδήποτε στοιχείο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της, όπως λόγου χάρη τυχόν αλληλογραφία από την οποία να προκύπτει το επικαλούμενο γεγονός ή στοιχεία για τα πρόσωπα με τα οποία ήρθε σε συνεννόηση, τόσο για την συμφωνία πώλησης, όσο και για τη ματαίωση της μεταβίβασης.
Τέλος, η προσφεύγουσα συνομολογεί μεν ότι εισέπραξε το επίμαχο ποσό από την, διατείνεται ωστόσο ότι δεν είχε υποχρέωση έκδοσης φορολογικού στοιχείου λόγω ματαίωσης της επικείμενης μεταβίβασης. Εντούτοις, και σε αυτή την περίπτωση ο ισχυρισμός της είναι έωλος και αναπόδεικτος, καθόσον, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι επέστρεψε με οποιονδήποτε τρόπο την εισπραχθείσα προκαταβολή όπως λ.χ. τραπεζικό καταθετήριο, εκδοθείσα επιταγή προς την κ.ο.κ..
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τα βιβλία και στοιχεία της παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της φορολογικής αρχής, ορθώς καταλογίστηκε η παράβαση της μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου με την προσβαλλόμενη πράξη και ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος και αναπόδεικτος.
Επειδή μέχρι και το πέρας του ελέγχου αλλά και την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί επιστροφής της προκαταβολής όπως ισχυρίζεται.
Επειδή αφενός η προσφεύγουσα δεν προβάλλει με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή άλλους ισχυρισμούς και αφετέρου δεν υφίστανται λόγοι ουσίας που να καθιστούν την πράξη της φορολογικής αρχής άκυρη.
Αποφασίζουμε
Την απόρριψη της από 03/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας « », ΑΦΜ και την επικύρωση της υπ’ αριθ /2018 Πράξης Προσδιορισμού Προστίμου, διαχειριστικής περιόδου 01/01/2008-31/12/2008 της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΙΖ’ Αθηνών.
Οριστική φορολογική υποχρέωση – καταλογιζόμενο ποσό βάσει της παρούσας απόφασης:
Πρόστιμο άρθρου 7§3 περ. στ’ του ν. 4337/2015: 37.500,00 €
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία, στην υπόχρεη.
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔ/ΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ
Ακριβές Αντίγραφο
O/Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
Σ η με ί ω σ η: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.