Απόφαση 166/2018 της 8ης Επιτροπής Προσφυγών: Κίνδυνος δίωξης του αιτούντος λόγω αποδιδόμενων θρησκευτικών πεποιθήσεων στη χώρα προέλευσης- Αναγνώριση ιδιότητας πρόσφυγα. “[…] Προκειμένου να χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να αντιμετωπίζει, εξαιτίας περιστάσεων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του και της συμπεριφοράς των διωκτών του, φόβο διώξεώς του για έναν τουλάχιστον εκ των πέντε λόγων που απαριθμούνται στην Σύμβαση της Γενεύης, ένας εκ των οποίων είναι η «θρησκεία» του. Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και αποτελεί ένα από τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται κάθε δημοκρατική κοινωνία. Ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορεί να είναι τόσο σοβαρή, ώστε να παρέχει τη δυνατότητα εξομοιώσεώς της με τις παρατιθέμενες στο άρθρο 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ περιπτώσεις (δικαίωμα στη ζωή κατ’ άρθρο 2, απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας κατ’ άρθρο 3, απαγόρευση της δουλείας κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 και απαγόρευση επιβολής ποινής χωρίς νόμο κατ’ άρθρο 7 της ΕΣΔΑ), περιπτώσεις τις οποίες μνημονεύει ενδεικτικώς το άρθρο 9 παράγραφος 1 α΄ του π.δ. 141/2013, για να προσδιορίσει ποιες πράξεις πρέπει κυρίως να εκλαμβάνονται ως πράξεις δίωξης. Εντούτοις, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας συνιστά πράξη διώξεως η οποία θα υποχρέωνε τις αρμόδιες αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την εν λόγω προσβολή. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 9 παράγραφος 1 του ως άνω π.δ., για να μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη οι οικείες πράξεις απαιτείται η συνδρομή «σοβαρής παραβιάσεως» της εν λόγω ελευθερίας, θίγουσας τον ενδιαφερόμενο σημαντικά. Υπό την έννοια αυτή, αποκλείονται ευθύς εξ αρχής όχι μόνον οι πράξεις οι οποίες συνιστούν νόμιμους περιορισμούς του δικαιώματος, αλλά και οι πράξεις οι οποίες παραβιάζουν μετά βεβαιότητος το δικαίωμα, αλλά η σοβαρότητα των οποίων δεν ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, η έννοια της «θρησκείας» που δίδει η οδηγία στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ενσωματώνει το σύνολο των συνιστωσών της, δημόσιων ή ιδιωτικών, συλλογικών ή ατομικών. Στις πράξεις οι οποίες συνιστούν ενδεχομένως «σοβαρή παραβίαση», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ του π.δ. 141/2013 περιλαμβάνονται και οι σοβαρές πράξεις που θίγουν την ελευθερία του αιτούντος όχι μόνο να ομολογεί την πίστη του εμπράκτως στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αλλά και να τη βιώνει δημοσίως. Συνεπώς, οι πράξεις οι οποίες, λόγω της εγγενούς σοβαρότητάς τους, από κοινού με την εγγενή σοβαρότητα των συνεπειών τους για το θιγόμενο πρόσωπο, μπορούν να εκλαμβάνονται ως δίωξη, δεν πρέπει να προσδιορίζονται βάσει του στοιχείου της θρησκευτικής ελευθερίας το οποίο θίγεται, αλλά βάσει της φύσεως του επιβαλλόμενου στον ενδιαφερόμενο κολασμού και των συνεπειών του. Επομένως, η σοβαρότητα των μέτρων και των κυρώσεων που ελήφθησαν ή μπορούν να ληφθούν σε βάρος του ενδιαφερομένου θα είναι καθοριστική για το αν συνιστά δίωξη η τυχόν προσβολή του δικαιώματός του στην θρησκευτική ελευθερία (βλ. σχετ. ΔΕΕ απόφαση C-71/11 και C-99/11 της 5ης Σεπτεμβρίου 2012 Bundesrepublic Deutschland κατά Υ και Ζ). Τέλος, λόγο δίωξης που θεμελιώνει δικαίωμα χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα μπορεί να αποτελέσουν όχι μόνον οι πραγματικές, αλλά και οι αποδιδόμενες στον αιτούντα από τον φορέα της δίωξης θρησκευτικές αντιλήψεις. […] ενόψει των πληροφοριών από τις πηγές που παρατέθηκαν σχετικά με την κοινωνική αντιμετώπιση των προσώπων για τα οποία διαδίδεται η φήμη ότι διέπραξαν ασέβεια σε βάρος της μουσουλμανικής θρησκείας, η Επιτροπή κρίνει ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν, ο προσφεύγων αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ή ακόμη και να δολοφονηθεί από επίθεση όχλου. Η παράβαση αυτή υπάγεται ευθέως στις περιπτώσεις του άρθρου 9 παρ. 1α΄ του π.δ. 141/2013. Κατά συνέπεια, υφίσταται για τους ανωτέρω λόγους δικαιολογημένος φόβος δίωξης του προσφεύγοντος για λόγο που συνδέεται με τις αποδιδόμενες σε αυτόν από τους φορείς της δίωξης θρησκευτικές αντιλήψεις. Εξάλλου, ναι μεν ο φορέας της δίωξης αυτής είναι μη κρατικός, ωστόσο, σύμφωνα με τις πηγές που προεκτέθηκαν, από την πρακτική που ακολουθείται σε ανάλογες περιπτώσεις από τις κρατικές αρχές του Πακιστάν προκύπτει κίνδυνος αυτές να αποδειχθούν απρόθυμες ή πάντως ανίκανες να προσφέρουν στον προσφεύγοντα αποτελεσματική προστασία από την δίωξη. Εξάλλου, ο κίνδυνος δίωξης δεν θα μπορούσε να αποτραπεί από την μετεγκατάσταση του προσφεύγοντος σε άλλη περιοχή του Πακιστάν, ενόψει της κατά τα προαναφερθέντα εύκολης διάδοσης μεταξύ των φανατικών μουσουλμάνων σε ολόκληρη την χώρα πληροφοριών για τα πρόσωπα-στόχους τους, που τους εκθέτουν σε κίνδυνο επιθέσεων και στην κοινότητα της μετεγκατάστασής τους. Τέλος, δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος αποκλεισμού του προσφεύγοντος από το καθεστώς του πρόσφυγα, από τους προβλεπόμενους στις ρήτρες του άρθρου 1 Δ, Ε και ΣΤ της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο άρθρο 12 του π.δ. 141/2013. […] Δέχεται την προσφυγή. Αναγνωρίζει τον προσφεύγοντα ως πρόσφυγα”