Δεν παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των υπαλλήων οι οποίοι είχαν εντοπιστεί, κρυφές κάμερες, να τελούν κλοπές – Στροφή της νομολογίας από την Ολομέλεια του ΕΔΔΑ
Με μία απόφαση – σταθμό η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι η καταγραφή με κρυφές κάμερες ασφαλείας (απολυμένων) υπάλληλων ισπανικής αλυσίδας σουπερμάρκετ, οι οποίοι εντοπίστηκαν να τελούν κλοπές από τον εργοδότη τους, δεν οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική ζωή.
Η απόφαση αποτελεί μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθώς ένα χρόνο πριν το ΕΔΔΑ (σε Τμήμα) είχε κρίνει ότι εν προκειμένω υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος των υπαλλήλων.
Με τη νέα της απόφαση στην υπόθεση López Ribalda and others v Spain, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε – με μειοψηφία – ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και – ομόφωνα – ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης (δικαίωμα δίκαιης δίκης).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι τα ισπανικά δικαστήρια εξισορρόπησαν προσεκτικά τα δικαιώματα των υπαλλήλων – ύποπτων για κλοπή – και εκείνων του εργοδότη, διεξάγοντας εμπεριστατωμένη εξέταση της αιτιολόγησης της βιντεοεπιτήρησης.
Βασικό επιχείρημα των υπαλλήλων ήταν ότι δεν είχαν ενημερωθεί προηγουμένως σχετικά με την βιντεοεπιτήρηση, παρά τη σχετική απαίτηση εκ του νόμου.
Το Δικαστήριο, ωστόσο, διαπίστωσε ότι υπήρξε σαφής αιτιολόγηση ενός τέτοιου μέτρου, λόγω εύλογης υποψίας για σοβαρά παραπτώματα, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση και τις συνέπειες του μέτρου.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν υπερέβησαν τη διακριτική τους ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης»), κρίνοντας ότι η παρακολούθηση ήταν αναλογική και νόμιμη.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι πέντε προσφεύγοντες εργάζονταν ως ταμίες στην M.S.A., αλυσίδα σουπερμάρκετ συμφερόντων ισπανικής οικογένειας.
Στις αρχές του Φεβρουαρίου 2009, ο εργοδότης τους παρατήρησε στο κατάστημα που εργάζονταν οι προσφεύγοντες κάποιες αναντιστοιχίες μεταξύ του επιπέδου των αποθηκευμένων εμπορευμάτων του σουπερμάρκετ και των εμπορευμάτων που πωλούνταν σε καθημερινή βάση. Συγκεκριμένα, ο ελεγκτής του εν λόγω καταστήματος διαπίστωσε υπερβάλλουσες οικονομικές απώλειες της τάξης των 7.780 ευρώ τον Φεβρουάριο, 17.791 ευρώ τον Μάρτιο, 13.936 ευρώ τον Απρίλιο, 18.009 ευρώ τον Μάιο και 24.614 ευρώ τον Ιούνιο 2009.
Προκειμένου να ερευνήσει και να βάλει ένα τέλος στις οικονομικές απώλειες, ο εργοδότης εγκατέστησε στις 15 Ιουνίου 2009 κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης με κάμερες εκ των οποίων άλλες ήταν φανερές και άλλες κρυφές. Οι φανερές κάμερες στόχευαν να μαγνητοσκοπήσουν τυχόν κλοπές από πελάτες καταναλωτές και γι’ αυτό τοποθετήθηκαν στραμμένες προς τις εισόδους και τις εξόδους του σουπερμάρκετ. Οι κρυφές κάμερες στόχευαν να μαγνητοσκοπήσουν και να ελέγξουν τυχόν κλοπές από υπαλλήλους και γι’ αυτό τοποθετήθηκαν με μεγεθυμένη εικόνα στους πάγκους των ταμείων για τα εμπορεύματα, καλύπτοντας έτσι όλη την περιοχή πίσω από τα ταμεία. Η εταιρεία ενημέρωσε προηγουμένως τους υπαλλήλους της για την εγκατάσταση των φανερών καμερών. Ωστόσο, ούτε οι εργαζόμενοι ούτε η επιτροπή προσωπικού της εταιρείας ενημερώθηκαν για τις κρυφές κάμερες.
Στις 25 και 29 Ιουνίου 2009, όλοι οι εργαζόμενοι που ήταν ύποπτοι κλοπής κλήθηκαν σε ξεχωριστές συναντήσεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, οι προσφεύγοντες παραδέχτηκαν την ανάμειξή τους στις κλοπές παρουσία του εκπροσώπου του σωματείου της επιχείρησης και του νομικού εκπροσώπου της εταιρείας. Στη συνέχεια, όλοι οι εργαζόμενοι απολύθηκαν.
Στις επιστολές απόλυσης των εν λόγω προσφευγόντων αναφερόταν ότι κατά τη διάρκεια του Ιουνίου 2009, οι εν λόγω εργαζόμενοι φαίνονται ξεκάθαρα σε λήψεις από τις κρυφές κάμερες να βοηθούν συναδέλφους τους και πελάτες στην κλοπή εμπορευμάτων, αλλά να διαπράττουν και οι ίδιοι κλοπές. Ο συνήθης τρόπος τέλεσης των κλοπών αυτών ήταν ότι οι προσφεύγοντες περνούσαν τα εμπορεύματα, όπως βρίσκονταν μέσα στα καλάθια των συνεργών τους, με το ειδικό μηχάνημα ανάγνωσης και έπειτα ακύρωναν την αγορά.
Οι πέντε απολυμένοι εργαζόμενοι κατέθεσαν αγωγή για παράνομη απόλυση ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Εργατικού Πρωτοδικείου, ισχυριζόμενοι ότι το αποδεικτικό υλικό εις βάρος τους συγκεντρώθηκε παράνομα, καθώς παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής τους.
Το Εργατικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή τους αποφαινόμενο ότι η όλη προσέγγιση της εργοδότριας εταιρείας ήταν αντικειμενική και σύμφωνη με την ισπανική εργατική νομοθεσία καθώς και με τη νομολογία του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή διατηρήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Καταλονίας το οποίο απέρριψε την ασκηθείσα έφεσή τους. Οι ασκηθείσες αναιρέσεις των προσφευγόντων επίσης απορρίφθηκαν.
Τέλος, οι συνταγματικές προσφυγές που άσκησαν οι πέντε εργαζόμενοι ενώπιον του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματός τους απορρίφθηκαν.
Για το λόγο αυτό, οι πέντε απολυμένοι εργαζόμενοι αποφάσισαν να προσφύγουν ενώπιον του ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική ζωή τους.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στην αγγλική γλώσσα.