ΑΠΟΦΑΣΗ
Φούντας κατά Ελλάδας της 3-10-2019 (αρ. 50283/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η αστυνομία πυροβόλησε τον γιο του προσφεύγοντος.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι εθνικές αρχές δεν είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση στην απαιτούμενη έκταση, παρότι εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να διεξάγουν ενδελεχή έρευνα σχετικά με τη δολοφονία, η οποία οδήγησε στην διαπίστωση ότι οι αστυνομικοί είχαν ενεργήσει βρισκόμενοι σε αυτοάμυνα.
Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στο φάκελο ποινικής υπόθεσης ή στην ένορκη διοικητική εξέταση της αστυνομίας και είχε ενημερωθεί μόνο για το θάνατο του γιου του μετά από την ιατροδικαστική εξέταση, ενώ το σώμα του αποθανόντος είχε εντοπιστεί νωρίτερα. Παραβίαση του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λόγω της αδυναμίας των αρχών να συμπεριλάβουν τον προσφεύγοντα πατέρα στην έρευνα σχετικά με το θάνατο του γιου του.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, ο Γεώργιος Φούντας, είναι Έλληνας υπήκοος γεννημένος το 1934 και ζει στην Αθήνα.
Η υπόθεση αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικής διερεύνησης του πυροβολισμού και της δολοφονία του γιου του από αστυνομικούς και την έλλειψη πρόσβασης στο φάκελο της υπόθεσης.
Ο γιος του προσφεύγοντος, Λάμπρος Φούντας, γεννημένος το 1975, πυροβολήθηκε από αστυνομικούς τον Μάρτιο του 2010 αφ’ ότου η τροχαία τον σταμάτησε για να πραγματοποιήσει έλεγχο ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου όπου βρίσκονταν δύο άτομα τις πρωινές ώρες. Η εκδοχή των γεγονότων που έγινε δεκτή από την εισαγγελική αρχή της Αθήνας ήταν ότι οι αστυνομικοί είχαν δεχτεί σφαίρες και πυροβόλησαν ως απάντηση, σκοτώνοντας τον κ. Φούντα. Ο προσφεύγων δεν αποδέχεται την εν λόγω εκδοχή και ισχυρίζεται ότι δεν ακολουθήθηκαν όλες οι δυνατότητες διερεύνησης.
Οι αρχές διεξήγαγαν μια προκαταρκτική έρευνα, η οποία περιελάμβανε βαλλιστική εξέταση και ιατροδικαστική εξέταση. Ο προσφεύγων δηλώνει ότι ενημερώθηκε μόνο για την ιατροδικαστική εξέταση αφ’ ότου διενεργήθηκε και δεν ήταν σε θέση να διορίσει έναν εξωτερικό εμπειρογνώμονα για να παραστεί. Τον Απρίλιο του 2010 αστυνομική αντιτρομοκρατική μονάδα έστειλε επίσης έκθεση σχετικά με μια τρομοκρατική ομάδα που ονομάζεται «Επαναστατική Καταπολέμηση» στο Γραφείο της εισαγγελίας της Αθήνας. Ο γιος του προσφεύγοντος φέρεται ότι ανήκε στην ομάδα αυτή.
Τον Μάρτιο του 2010 η αστυνομία ξεκίνησε ένορκη διοικητική εξέταση, η οποία τερματίστηκε τον Ιούνιο του 2011 μετά από διαπίστωση ότι οι αστυνομικοί είχαν ενεργήσει νόμιμα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τον Ιούνιο του 2010 ο προσφεύγων και ένας συγγενής υπέβαλαν μήνυση ενώπιον των εισαγγελέων κατά προσώπου ή των προσώπων υπεύθυνος για το θάνατο του Λάμπρου, αλλά τον Ιανουάριο του 2012 η καταγγελία απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η αστυνομία είχε ενεργήσει βρισκόμενη σε αυτοάμυνα.
Κατά τη διάρκεια της εσωτερικής διαδικασίας, ο προσφεύγων ζήτησε πρόσβαση σε πολλά αρχεία μετά την καταγγελία του. Συγκεκριμένα, ζήτησε υλικό σχετικά με την ένορκη διοικητική εξέταση, το οποίο τελικά έλαβε το 2016.
Ο προσφεύγων καταγγέλλει ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) διότι οι αρχές δεν διενήργησαν αποτελεσματική έρευνα για το θάνατο του γιου του. Ισχυρίζεται, βάσει του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα ακροάσεως) ότι τα δικαιώματά του ως πολιτική αγωγή παραβιάστηκαν επειδή οι εγχώριες αρχές αρνήθηκαν να του παράσχουν αντίγραφα των εγγράφων που σχετίζονται με την έρευνα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η έρευνα
Το Δικαστήριο έκρινε πρώτα ότι η έρευνα των αρχών ήταν άμεση και αφορούσε προκαταρκτική εξέταση, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας ιατροδικαστικής εξέτασης, της εξέτασης μαρτύρων και της βαλλιστικής εξέτασης, η οποία είχε αρχίσει το πρωί του θανάτου και διήρκεσε μέχρι τον Απρίλιο του 2010, με όλη τη διαδικασία να τερματίζεται με την απόφαση του Εισαγγελέα του Εφετείου του Φεβρουαρίου 2013.
Έρευνα διεξήχθη επίσης από μια θεσμικά ανεξάρτητη αρχή, την Εισαγγελία της Αθήνας.
Ο προσφεύγων είχε διαμαρτυρηθεί για διάφορες παραλείψεις και παραβλέψεις όπως για παράδειγμα ότι δεν υπήρχε κανένα συμπέρασμα σχετικά με το ποια σφαίρα είχε χτυπήσει το το επιβατικό αυτοκίνητο του γιου του προσφεύγοντος ή ότι υπήρχαν διαφορές στις καταθέσεις των αστυνομικών σχετικά με τις φορές που πυροβόλησαν. Είχε επίσης διαμαρτυρηθεί για την έλλειψη ανακατασκευής των γεγονότων και είχε σκεφτεί διάφορες υποθέσεις σχετικά με το τι είχε συμβεί τη νύχτα που είχε σκοτώσει ο γιος του.
Το Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς τα θέματα αυτά, συμπεριλαμβανομένης της επίσημης διαπίστωσης ότι οι αστυνομικοί είχαν ενεργήσει βρισκόμενοι σε αυτοάμυνα. Στο τελευταίο σημείο, σημείωσε ότι οι εισαγγελείς είχαν αξιολογήσει ορισμένα σχετικά ζητήματα, όπως οι επαγγελματικές υποχρεώσεις των αστυνομικών, ο βαθμός κινδύνου που αντιμετώπισαν και οι περιστάσεις της υπόθεσης. Διαπίστωσε ότι η χρήση βίας είχε γίνει με τρόπο συμβατό με τις απαιτήσεις του άρθρου 2.
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ελλείψεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη συνολική επάρκεια της έρευνας από τις εθνικές δικαστικές αρχές.
Προσέγγιση του προσφεύγοντος
Το Δικαστήριο συνέχισε να εξετάζει αν είχε δοθεί στον προσφεύγοντα πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως στο βαθμό που ήταν αναγκαίο για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων του.
Παρατήρησε ότι σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο οι ζημιωθέντες δεν είχαν ρητά πρόσβαση σε προκαταρκτικούς φακέλους, ωστόσο μπορούσαν να προσφύγουν κατά των Διατάξεων των εισαγγελέων του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πράγματι, ο προσφεύγων είχε κάνει χρήση των δικαιωμάτων αυτών, υποβάλλοντας διάφορα υπομνήματα στις ερευνητικές αρχές και εκφράζοντας τη γνώμη του. Είχε επίσης τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης περί δίωξης.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι είχε δοθεί στον προσφεύγοντα πρόσβαση στον φάκελο της ποινικής έρευνας, αλλά ότι οι αρχές δεν τον είχαν ποτέ ενημερώσει για την εν λόγω άδεια. Επειδή δεν είχε πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, είχε μερικώς τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του να ασκήσει έφεση κατά της πρώτης απόφασης περί δίωξης και δεν ήταν σε θέση να αντικρούσει αποτελεσματικά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι είχε ζητήσει πρόσβαση στα έγγραφα ορκωτών διοικητικών ερευνών το 2012, ωστόσο είχε λάβει μόνο τα έγγραφα το 2016. Η καθυστέρηση αυτή ήταν ακόμη πιο προβληματική καθώς η απόφαση περί δίωξης για την περάτωση της έρευνας είχε αναφερθεί στην ορκωτή έρευνα.
Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων ενημερώθηκε για το θάνατο του γιου του μόνο μετά την κατάθεση της ιατροδικαστικής εξέτασης, παρόλο που το σώμα του αποθανόντος είχε εντοπιστεί νωρίτερα. Τούτο δεν του επέτρεψε να διορίσει τεχνικό εμπειρογνώμονα για να παραστεί στη διαδικασία για λογαριασμό του. Το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι οι αρχές εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να λάβουν εύλογα μέτρα για να ενημερώσουν τα επιζώντα μέλη της οικογένειας για το θάνατο του γιου του προσφεύγοντος. Επομένως, οι αρχές δεν κατάφεραν να διασφαλίσουν ότι η έρευνα έλαβε το απαιτούμενο επίπεδο δημόσιας εξέτασης για τη διασφάλιση των συμφερόντων των συγγενών στη δίκη.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα σχετικά με το θάνατο του Λάμπρου Φούντα ήταν αναποτελεσματική, καθώς δεν υπήρχαν σημαντικές εγγυήσεις, όπως η συμμετοχή της οικογένειας του αποθανόντος. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 2 λόγω της έλλειψης συμμετοχής του προσφεύγοντος στην έρευνα.
Λοιπά άρθρα
Δεδομένων των διαπιστώσεών της βάσει του άρθρου 2, το Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να εξετάσει την καταγγελία του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 6.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη.