Την ποινή της ισόβιας κάθειρξης επιφύλαξε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας στον κατηγορούμενο για τη δολοφονία του φαρμακοποιού, Βασίλη Φλώρου, τον Σεπτέμβριο του 2018 στο γκαράζ του σπιτιού του στο Νέο Ψυχικό.
Μάλιστα, δικαστές και ένορκοι δεν αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, στην οποία γινόταν λόγος για προσχεδιασμένο έγκλημα προκειμένου ο θύτης να μην επιστρέψει στο θύμα τα χρήματα που του χρωστούσε.
«Από πείσμα δεν επέστρεφε στο θύμα το ποσό των 300.000 ευρώ από επιταγές που είχε υπογράψει, αν και υπήρχαν δικαστικές αποφάσεις. Γνώριζε ότι ο ίδιος είχε υπογράψει τις επιταγές και αρνήθηκε να αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει έστω κι ένα ευρώ. Έβαλε ως στόχο στη ζωή του να τον σέρνει στα δικαστήρια για να μην πληρώσει. Όταν είδε ότι τα περιθώρια στενεύουν, του γεννήθηκε η ιδέα στο μυαλό του να σκοτώσει το θύμα. “Αφού δεν τα κατάφερα με τα δικαστήρια, θα τον σκοτώσω”, είπε. Δεν είχε καμία διάθεση να συμμορφωθεί στις δικαστικές αποφάσεις», ανέφερε κατά την αγόρευσή της η εισαγγελέας της έδρας, καταρρίπτοντας τον βασικό ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι έπασχε από οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Μάλιστα, έκανε λόγο για έναν «ψυχρό εγκληματία», ο οποίος «είχε προμηθευτεί το όπλο, είχε βρει την ημέρα που θα είχε άλλοθι, είχε μεθοδεύσει την πράξη του».
Κατά την απολογία του, ο κατηγορούμενος -ο οποίος έχει ομολογήσει τη δολοφονία- ισχυρίστηκε: «Με έπνιγε το άδικο. Πήγα στο σπίτι, είδα να ανοίγει η πόρτα και άρχισα να πυροβολώ, δεν θυμάμαι πόσες φορές. Ζητώ συγγνώμη από την οικογένεια. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Είμαι οικογενειάρχης».