Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση που καταχώρησε καταδικασθείς εναντίον της καταδικαστικής απόφασης και της ποινής που του επιβλήθηκε σε υπόθεση βιασμού και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας εννέα κατηγορίες που αφορούσαν στα αδικήματα του βιασμού, της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών χρονών μέχρι δεκαεπτά και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού.
Το Κακουργιοδικείο στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και των ευρημάτων του, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στη βάση των σχετικών νομοθετικών προνοιών και της νομολογίας, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 10 ετών, για τον βιασμό.
Συγκεκριμένα, συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δέκα ετών στην κατηγορία του βιασμού, δύο ετών στην κατηγορία της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-17 ετών και έξι ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Έκρινε ότι οι πράξεις του εφεσείοντα έχουν προκαλέσει «αποστροφή και βδελυγμία στον υπέρτατο βαθμό». Συνυπολόγισε επίσης το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε καμία μεταμέλεια για τις πράξεις του, αρνούμενος μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων, με αποτέλεσμα το θύμα να βιώσει εκ νέου κατά την ακροαματική διαδικασία τα επώδυνα περιστατικά που συνιστούν τη συνολική του εγκληματική συμπεριφορά.
Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε την εμφάνιση του εφεσείοντα σε όλη την πορεία της ενώπιόν του μαρτυρίας ως μια συνεχή προσπάθεια εκ μέρους του να συγκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης λέγοντας αναλήθειες. Προσπάθεια που, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αποκαλύπτεται και στοιχειοθετείται από αφύσικες προσεγγίσεις και τοποθετήσεις. Πέραν από την εξαιρετικά πτωχή εντύπωση που όπως αναφέρει σχημάτισε για την αξιοπιστία του, θεώρησε την εκδοχή του ως «ένα άγαρμπο κατασκεύασμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, σε βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε να λεχθεί ότι προκαλεί και τη νοημοσύνη του μέσου ανθρώπου».
Ο εφεσείων προβάλλοντας μια σειρά από λόγους έφεσης αμφισβητούσε τόσο την καταδίκη του, όσο και το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε.
Το τριμελές Εφετείο, σε ομόφωνη απόφασή του, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η σκευωρία που επικαλείται ο εφεσείων, όπως ορθά αναλύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αντέχει τη βάσανο της λογικής, χαρακτηρίζοντας όλα όσα προβάλλει ως αβάσιμα.
«Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα και εξισορρόπησε τόσο τα επιβαρυντικά στοιχεία όσο και τους μετριαστικούς παράγοντες. Προέβη σε ειδική μνεία ως προς την καθυστέρηση που επήλθε εκ μέρους της παραπονουμένης στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία και την αλλαγή, στο μεταξύ, των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα δίδοντάς τους ανάλογη βαρύτητα. Δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη σφάλματος αρχής ούτε κρίνουμε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική», προστίθεται στην απόφαση.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγει η απόφαση, οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης και της ποινής απορρίπτονται.