Προσβολή προσωπικότητας. Πρόσωπο που φέρεται ότι έχει οφειλή σε τράπεζα από τη μη εξυπηρέτηση πιστωτικών καρτών την οποία δεν αναγνωρίζει. Πλαστογραφία των σχετικών συμβάσεων και των επιδοτηρίων παραλαβής. Τέλεση ελέγχου ταυτοπροσωπίας από υπάλληλο τράπεζας. Ευθύνη προστήσασας τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας. Καθορισμός του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη.
Αριθμός: 236/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαϊωάννου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …, κατοίκου Πατρών, …, ΑΦΜ …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Στεργιόπουλο.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK-ERGASIAS ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διομήδη Αποστολόπουλο και 2) …, κατοίκου Πατρών, …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον Παναγιώτη Μεταξά, με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242.2 Κ.Πολ.Δ.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 20.1.2014 και με αριθ. εκθ. καταθ. 568/2014 αγωγή του κατά των εναγομένων-…, τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK-ERGASIAS ΑΕ» και … και ήδη εφεσίβλητων εκτός του …. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθ. 525/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία, αφού θεώρησε μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς αυτόν, δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών της από 17.9.2018 με αριθ. εκθ.καταθ. ./2018 και προσδ../2018 έφεσης, δικάσιμος της οποία ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος της από 20.1.2014 αγωγής και ήδη εκκαλούντος της από 17.9.2018 έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. ./2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την Τακτική Διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων πλην του πρώτου εναγομένου-…, ως προς τον οποίον θεωρήθηκε καταργημένη η δίκη λόγω μη άσκησης της αγωγής, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, της οποίας από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει επίδοση, εντός προθεσμίας δύο ετών (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την έφεση στο δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο (αρθ. 522 Κ.Πολ.Δ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4055/6-7-2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 και αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 35.2 και 45 του ν. 4446/2016 με έναρξη ισχύος από 23.1.2017 (βλ. υπ’ αριθμ. … παράβολα Ελληνικού Δημοσίου).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 20.1.2014 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, στρεφόμενη κατά των εναγομένων- …, τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFGEUROBANK-ERGASIAS ΑΕ» και … εξέθεσε ότι την 7.4.2009 επισκεφθείς το υποκατάστημα που διατηρεί η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία στην πόλη της Πάτρας για μία τραπεζική συναλλαγή, οι τραπεζικοί υπάλληλοι τον ενημέρωσαν περί ύπαρξης οφειλής του από την μη εξυπηρέτηση πέντε πιστωτικών καρτών, συνολικού ποσού 32.000 ευρώ. Ότι ο ίδιος δεν είχε υπογράψει καμία σύμβαση πιστωτικών καρτών, ότι ουδεμία ειδοποίηση περί οφειλής είχε λάβει, ότι δεν αναγνωρίζει την ανωτέρω οφειλή του και ότι δεν έχει στην κατοχή του καμία κάρτα. Ότι προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων του απέστειλε προς την δεύτερη εναγομένη εξώδικο με το οποίο κατέστησε σαφές ότι δεν αναγνωρίζει ουδεμία οφειλή, ζητώντας να παγώσει η χρήση των καρτών και να του χορηγήσουν αντίγραφα των υπογραφέντων απ’ αυτόν συμβάσεων. Ότι διαπίστωσε ότι τις συμβάσεις τις είχε υπογράψει ο πρώτος εναγόμενος, ότι αυτές είχαν αποσταλεί στην διεύθυνση του και ότι η φωνή που ενεργοποιούσε αυτές ήταν η φωνή του πρώτου εναγομένου. Ότι κατέθεσε την από 3.7.2009 μήνυση στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών. Ότι στις 4.11.2009 η δεύτερη εναγομένη προέβη στην καταγγελία της μίας εκ των πέντε καρτών. Ότι απέστειλε στην τελευταία νέο εξώδικο επισυνάπτοντας και την ανωτέρω υποβληθείσα μήνυση. Ότι η δεύτερη εναγομένη πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ./2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών και βάσει αυτής ενέγραψε στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών προσημείωση υποθήκης, επί της οποίας άσκησε την από 14.1.2011 ανακοπή και αναστολή εκτέλεσης, οι οποίες και έγιναν δεκτές και εκδόθηκαν οι με αριθμό ./2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών-Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων και με αριθμό . απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών-Τακτική διαδικασία, με την οποία και ακυρώθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής. Ότι ο πρώτος εναγόμενος καταδικάσθηκε κατ’ έφεση με την με αριθμό ./2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών σε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας. Ότι η τρίτη εναγομένη και υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης κατέθεσε ψευδώς ενώπιον της πταισματοδίκου και ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ότι ο ίδιος είχε υπογράψει ενώπιον της την ανωτέρω σύμβαση. Ότι με βάση τις ανωτέρω ενέργειες των εναγομένων και για πέντε έτη υπέστη ταλαιπωρία, συκοφαντήθηκε, αφού περιήλθε σε γνώση τρίτων ότι ήταν οφειλέτης ληξιπρόθεσμων χρεών και φερόταν στον Τειρεσία ως έχων χρέη, οι προμηθευτές έμποροι αμφέβαλλαν για την αξιοπιστία του και διαπομπεύτηκε στους γείτονες του, αφού η δεύτερη εναγομένη του γνωστοποίησε διά θυροκολλήσεως την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης αν και ήταν γνωστής διαμονής έχοντας σκοπό να τον μειώσει ως επιχειρηματία και έμπορο. Ότι ήρθε σε σύγκρουση με την σύζυγο του και για διάστημα τριών μηνών ήταν σε διάσταση αφού αυτή πίστεψε ότι είχε χρέη από πιστωτικές κάρτες πλέον του ότι κάθε ημέρα ενοχλείτο από εισπρακτικές εταιρίες οι οποίες και απειλούσαν με κατάσχεση στην οικία του. Ότι λόγω των καθημερινών προστριβών με τη σύζυγο του η ανήλικη θυγατέρα του υπέστη κατάθλιψη, νευρική ανορεξία και χρειάστηκε τη συνδρομή ψυχιάτρου. Ότι από τις ανωτέρω ενέργειες των εναγόμενων συγχύστηκε, στεναχωρήθηκε, διασύρθηκε σε τρίτους και δη τράπεζες, δικαστικούς επιμελητές, υπαλλήλους δικαστηρίων, ακροατήρια, δικαστές, χωρίς καμία υπαιτιότητα του και προσεβλήθη βάναυσα η προσωπικότητα του ως έντιμου, ευυπόληπτου πολίτη, οικογενειάρχη και εμπόρου. Ότι ο πρώτος εναγόμενος υπέχει ευθύνη ως φυσικός αυτουργός της πλαστογραφίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης, ηθικός αυτουργός της ψευδορκίας και απάτης στο δικαστήριο και στις ανακριτικές αρχές, που διέπραξε η τρίτη εναγομένη. Ότι η τρίτη εναγομένη υπέχει ευθύνη ως συμπράξασα στην τέλεση της πλαστογραφίας, ούσα αρμόδια για την έκδοση των πιστωτικών καρτών, και ως φυσικός αυτουργός της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ότι η δεύτερη εναγομένη υπέχει ευθύνη για τις ανωτέρω πράξεις της τρίτης εναγομένης-υπαλλήλου της και προστήσασα αυτή και παράλληλα ευθύνη από συκοφαντική δυσφήμιση διά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την εγγραφή προσημείωση υποθήκης. Με βάση τα παραπάνω ο ενάγων ζήτησε, μετά την παραίτηση του με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο, όπως το αίτημα του παραδεκτά περιορίσθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις του και τράπηκε από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να του καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την εις βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, το ποσό των 15.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων υποχρεούνται να του καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από της εις βάρος του αδικοπραξία, το ποσό των 15.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε αυτή ορισμένη, καθόσον, έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο, αξιολογείτο ως απολύτως σαφής και πλήρως ορισμένη και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι είναι αβάσιμα και απορριπτέα, και νόμιμη εκτός του μέρους που επιδιώκεται η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος από τη δεύτερη εναγομένη με βάση τη σχέση της πρόστησης αυτής με την τρίτη εναγομένη και για τις πράξεις της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης που τέλεσε η τελευταία εξεταζόμενη ως μάρτυρας στα πλαίσια της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας σε βάρος του … για το αδίκημα της πλαστογραφίας και εκτός του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστή καθ’ ό μέρος τράπηκε σε αναγνωριστικό, θεώρησε μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς αυτόν, δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή και καταδίκασε τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των 600 ευρώ για εκάστη εξ αυτών.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση του για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην δικαστική του δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του Α.Κ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (Α.Π 1735/2009 δημ. Νόμος), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσης του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 Α.Κ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 Α.Κ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωση της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητος του, καθώς και κάθε μειωτική επέμβαση από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου και συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτομένου κατά το χρονικό σημείο της προσβολής, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως είναι είτε από άποψη έννομης τάξεως μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα συμφέροντα για τη διακρίβωση της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (Εφ.Πειρ. 637/2013 δημ. Νόμος). Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 Π.Κ (ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1216/2014 δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ’ άρθρο 362 Π.Κ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητα του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367.1 Π.Κ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 Π.Κ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 271/2012 δημ. Νόμος), στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και σε ανάλογες περιπτώσεις. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Η προβολή συνδρομής περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος, (ένσταση) λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Η προβολή από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από την Π.Κ 367 παρ. 2 αποτελεί αντένσταση κατά της εκ της Π.Κ 367 παρ. 1 ενστάσεως (Α.Π 387/2005, Εφ.Θεσ 526/2010 δημ. Νόμος). Έτσι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του Π.Κ, προκύπτει ότι, αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 Π.Κ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου (Α.Π 1394/2017, ΑΠ 308/2016, Α.Π 44/2009 δημ. Νόμος). Τέλος, όταν ενάγεται νομικό πρόσωπο με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, τούτο θα ευθύνεται είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ. Κατά το άρθρο 71 Α.Κ: Το Νομικό Πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον”. Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 ΑΚ: “Το Νομικό Πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα”. Κατά το άρθρο 67 ΑΚ: “γ, Όποιος έχει τη διοίκηση Νομικού Προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα. Υποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά”. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται α) ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των Νομικών Προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διατάξεως αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του Α.Κ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου, όπως λ.χ. είναι ο διευθυντής υποκαταστήματος (Α.Π 1312/2015, Α.Π 1036/1999, Εφ.Πειρ. 144/2016 δημ. Νόμος). Ειδικότερα, ως προς τις ανώνυμες εταιρείες, από τις διατάξεις των άρθ. 18 §§ 1 και 2 και 22 §§ 1 και 3 του Κ.Ν. 2190/1920, ως ίσχυε, προκύπτει, ότι η ανώνυμη εταιρεία, που αποτελεί νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, το οποίο ενεργεί συλλογικώς και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά την διοίκηση της εταιρείας, την διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη του σκοπού της (εκτός από εκείνες τις πράξεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως). Η ως άνω οργανική εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε ένα ή περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ή στους διευθυντές της ή σε τρίτους με απόφαση του Δ.Σ., εφόσον, βέβαια, το επιτρέπει το καταστατικό. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα του Δ.Σ., και ενεργούν ως όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζοντα πρωτογενώς την βούλησή του, και αντλούν την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό. Η υποκατάσταση αυτή του Δ.Σ. από μέλος του ή από τρίτο πρόσωπο διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής (άρθ. 216 επ. και 713 επ. Α.Κ), καθόσον ο πληρεξούσιος και ο αντιπρόσωπος δεν αποτελούν όργανα εκφράζοντα την βούληση του νομικού προσώπου, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι του πράξεις που αποφασίσθηκαν από το Δ.Σ. ή υποκατάστατα αυτού όργανα. Σε κάθε περίπτωση η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των ως άνω οργάνων δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνεται πανηγυρικώς, αλλά αρκεί να προκύπτει από αυτήν βούληση του Δ.Σ. ή των προαναφερομένων οργάνων, ώστε να εκπροσωπηθεί γενικώς η εταιρεία και δη κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας από άλλο πρόσωπο, β) ότι, σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του Νομικού Προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της Διοικήσεως για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) ότι δύναται το μέλος της Διοικήσεως να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (Α.Π 1761/2014, Α.Π 1716/2012 δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ, ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προοτηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά το άρθρο 926 εδ. α’ του Α.Κ “αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον”. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, “προστηθείς” για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως “προστήσαντος” απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από τη διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από το ίδιο ως άνω άρθρο συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ” υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια (Α.Π 2257/2014 δημ. Νόμος), υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Α.Π 337/2010, Α.Π 1198/2009 δημ. Νόμος). Όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 300, 334 και 922 του Α.Κ, η ευθύνη του προστήσαντος αίρεται, αν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσης σ’ αυτόν υπηρεσίας, και ο εντεύθεν ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση (Α.Π 351, 355/2013 δημ. Νόμος).
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου παραπάνω Δικαστηρίου, τα έγγραφα τα οποία και πάλι οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως τεκμήρια, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας (Α.Π 58/93 Ε.Δ 95.1108, Α.Π 884/76 NOB 77.340), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς από αυτό να συνάγεται πως δεν λήφθηκαν όλα τα προσκομιζόμενα, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις (άρθ 261 Κ.Πολ. Δ.) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (αρθ. 336.4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι έμπορος ως μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ … ΟΕ», με έδρα την Πάτρα και αντικείμενο εργασιών την εμπορία-αντιπροσώπευση ζαχαρωδών προϊόντων. Ο …-πρώτος εναγόμενος ως προς τον οποίον καταργήθηκε η δίκη, διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον ενάγοντα από το έτος 2006. Ειδικότερα, μεταξύ των ανωτέρω ανδρών υπήρχε καθημερινή επαφή και δη ο ενάγων επισκέπτονταν κατά τις πρωινές ώρες το κατάστημα καθαριστηρίου που διατηρούσε ο πατέρα του … επί της οδού … στην πόλη της Πάτρας, είχαν κοινές εξόδους και ο ενάγων είχε δεχθεί να υπογράψει δύο δανειακές συμβάσεις προς εξυπηρέτηση του …, τις οποίες και εν τοις πράγμασιν πλήρωνε ο τελευταίος (…). Η τρίτη εναγομένη ήταν εν έτη 2006 μέχρι το έτος 2010 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης και ειδικότερα απασχολείται στο υποκατάστημα αυτής επί της πλατείας … στην πόλη της Πάτρας, με αντικείμενο εργασιών την έκδοση πιστωτικών καρτών. Στις 7.4.2009, ο ενάγων επισκέφθηκε το υποκατάστημα που διατηρεί η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία επί της οδού Ακρωτηρίου στην πόλη της Πάτρας για μία τραπεζική συναλλαγή, όπου εκεί οι τραπεζικοί υπάλληλοι τον ενημέρωσαν περί ύπαρξης οφειλής του από την μη εξυπηρέτηση πέντε πιστωτικών καρτών, συνολικού ποσού 32.000 ευρώ. Ο ίδιος αιφνιδιασθείς αρνήθηκε την ανωτέρω οφειλή, επισκέφθηκε δε την επόμενη ημέρα το ανωτέρω υποκατάστημα μαζί με τον δικηγόρο του όπου και ενημερώθηκαν από τον Διευθυντή του υποκαταστήματος περί του ότι φερόταν ως κάτοχος-ιδιοκτήτης των υπ’ αριθμ. … και … πιστωτικών καρτών. Προς εξασφάλιση δε των δικαιωμάτων του απέστειλε προς την δεύτερη εναγομένη την από 9.4.2009 Εξώδικη δήλωση-Διαμαρτυρία (βλ. την με αριθμ. …/9.4.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, …), με την οποία αρνήθηκε την υπογραφή σύμβασης με την τράπεζα, την παραλαβή των ανωτέρω καρτών, την ειδοποίηση οφειλής και κατέστησε σαφές ότι δεν αναγνωρίζει ουδεμία οφειλή, ζητώντας να παγώσει η χρήση των ανωτέρω καρτών και να του χορηγηθούν αντίγραφα των υπογραφέντων απ’ αυτόν συμβάσεων καθώς και αντίγραφα των επιδοτηρίων-εγγράφων παραλαβής. Σε απάντηση των ανωτέρω η δεύτερη εναγομένη απέστειλε το από 21.5.2009 έγγραφο υπογραφόμενο από τον … και …, με το οποίο καθιστούσε γνωστό στον ενάγοντα ότι τα ανωτέρω θέματα είναι υπό διερεύνηση και μετά την ολοκλήρωση της έρευνας θα υπάρξει νεώτερη ενημέρωση. Με το από 17.6.2009 έγγραφο της η δεύτερη απεστάλησαν με απλό ταχυδρομείο στην διεύθυνση … Πάτρα, σε διαφορετικές ημερομηνίες για λόγους ασφαλείας και ενεργοποιήθηκαν η με αριθμό … πιστωτική κάρτα μέσω ATM στο κατάστημα . στις 26.11.2008, η με αριθμό … πιστωτική κάρτα μέσω τηλεφώνου από την υπηρεσία Europhonebanking στις 7.5.2008 κατόπιν επιβεβαίωσης των στοιχείων του πελάτη, η με αριθμό … πιστωτική κάρτα μέσω τηλεφώνου από την υπηρεσία Europhonebanking στις 20.11.2007 κατόπιν επιβεβαίωσης των στοιχείων του πελάτη, η με αριθμό … πιστωτική κάρτα μέσω τηλεφώνου από την υπηρεσία Europhonebanking στις 13.5.2008 κατόπιν επιβεβαίωσης των στοιχείων του πελάτη και η με αριθμό … πιστωτική κάρτα μέσω τηλεφώνου από την υπηρεσία Europhonebanking στις 9.5.2008 κατόπιν επιβεβαίωσης των στοιχείων του πελάτη, με ανερχόμενη οφειλή για εκάστη εξ αυτών στο ποσό των 10.665,06, 6.957,83, 0, 6.813,37 και 6.961,14 ευρώ αντίστοιχα. Σημειώνεται δε ότι στην ανωτέρω διεύθυνση (… Πάτρα) διατηρεί καθαριστήριο ο πατέρας του …. Στις 3.7.2009 ο ενάγων υπέβαλλε μήνυση κατά του … για έκδοση των ανωτέρω πιστωτικών καρτών με χρήση των στοιχείων της ταυτότητας του και ενεργοποίηση αυτών, με τις οποίες προέβη σε παράνομες αναλήψεις συνολικού ποσού 32.000 ευρώ. Ακολούθως, η δεύτερη εναγομένη, στις 4.11.2009, προέβη στην καταγγελία της με αριθμό … πιστωτικής κάρτας, κοινοποιηθείσα στον ενάγοντα στις 4.11.2009. Εν συνεχεία ο ενάγων απέστειλε προς την δεύτερη εναγομένη την από 6.11.2009 Εξώδικη δήλωση-Διαμαρτυρία (βλ. την με αριθμ. ./16.11.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, …) με την οποία αρνήθηκε και πάλι την υπογραφή σύμβασης με την τράπεζα, την παραλαβή των ανωτέρω πιστωτικών καρτών, την ειδοποίηση οφειλής και κατέστησε σαφές ότι δεν αναγνωρίζει ουδεμία οφειλή, εναγομένη ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι οι ανωτέρω πιστωτικές κάρτες και το PIN κατονομάζει ως πλαστογράφο για την ανωτέρω απάτη-πλαστογραφία τον πρώτο εναγόμενο και τους γνωστοποιεί ότι έχει υποβάλλει κατά του ανωτέρω την από 3.7.2009 μήνυση με ΑΒΜ-…, επισυνάπτοντας την από 20.7.2009 βεβαίωση της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών. Με βάση την από 26.4.2010 αίτηση της η δεύτερη εναγομένη, διά των νομίμων εκπροσώπων της, πέτυχε την έκδοση της με αριθμό …/29.12.2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών, η οποία διέταξε τον καθ’ ού η αίτηση-ενάγοντα να της καταβάλλει το ποσό των 10.671,06 ευρώ με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας το οποίο υπερβαίνει κατά 2,5 % εκατοστιαίες μονάδες τα ενήμερο συμβατικό επιτόκιο από 5.11.2009 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και 235 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 14.1.2011. Βάσει δε της ανωτέρω διαταγής πληρωμής η δεύτερη εναγομένη ενέγραψε την 1η.8.2011 με αριθμό καταχώρησης … στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών προσημείωση υποθήκης. Επί της ανωτέρω διαταγής πληρωμής ο ενάγων άσκησε την από 14.1.2011 με αριθμ. καταθ. ./2011 ανακοπή και αναστολή εκτέλεση με αίτημα προσωρινής διαταγής, οι οποίες και έγιναν δεκτές και εκδόθηκαν η από 19.1.2011 Προσωρινή διαταγή μη εκτέλεσης της με αριθμό ./2010 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών, η με αριθμό ./18.4.2011 απόφαση Ασφαλιστικών Μέτρων η οποία και ανέστειλε την εκτέλεση της ανωτέρω διαταγής και η με αριθμό ./21.3.2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών- Τακτική διαδικασία με την οποία και ακυρώθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, δεχόμενο το δικαστήριο ότι η υπογραφή επί της από 18.9.2006 αίτηση για έκδοση πιστωτικής κάρτας δεν είναι του αιτούντος, ο οποίος ουδέποτε ζήτησε και παρέλαβε την εν λόγω πιστωτική κάρτα αλλά του ….. Στα πλαίσια δε της ποινικής δικογραφίας διορίσθηκε η … πραγματογνώμονας με την με αριθμό ./9.4.2010 πράξη της Πταισματοδίκου του Β’ Τμήματος Πατρών η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Οι υπό έλεγχο υπογραφές αν και ομοιάζουν στην εμφάνιση με τις γνήσιες υπογραφές του … έχουν σημαντικές διαφορές από τις γνήσιες υπογραφές του υπογράφοντος ως προς τη δομή και σε επιμέρους χαρακτηριστικά όλων των επί μέρους τμημάτων τους, οι οποίες διαφορές δεν δικαιολογείται να υπάρχουν σε γνήσιες υπογραφές του παραπάνω φορέα και συνεπώς οι υπογραφές αυτές δεν είναι γνήσιες υπογραφές του …, δεν έχουν χαραχθεί από τον φερόμενο ως υπογράφοντα, ούτε στα πλαίσια αυθόρμητης χάραξης, ούτε στα πλαίσια εσκεμμένης αλλοίωσης της γνήσιας χάραξης του ή αλλοίωσης οφειλόμενης σε εξωγενείς παράγοντες αλλά είναι πλαστές». Η τρίτη εναγόμενη κληθείσα ενώπιον της Πταισματοδίκου του Β’ Τμήματος Πατρών να καταθέσει στα πλαίσια της ασκηθείσας ανωτέρω μήνυσης με την από 14.3.2011 έκθεση ένορκης κατάθεσης κατέθεσε «…. Η οποία εκδόθηκε στο κατάστημα Πάτρας που εργαζόμουν παρουσία μου και παρουσία του πελάτη κ. …. Μου επέδειξε τα στοιχεία της ταυτότητας του και είναι αυτός που ήταν στην ταυτότητά του…».
Επίσης, ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών στις 17.9.2012 κατέθεσε «… ήταν ο ίδιος ο … υπέγραψε, έκανα ταυτοποίηση αφού είχαν την ταυτότητα του βεβαίως είμαι απολύτως σίγουρη, ήταν ο ίδιος, μιλάμε για τη συγκεκριμένη κάρτα τον θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ πριν τόσα χρόνια τη συγκεκριμένη στιγμή, ξέρω όμως τη δουλειά μου, βλέπουμε το πρόσωπο, τα στοιχεία, είναι βασικό να έχουμε αυτόν που έχουμε μπροστά μας να υπογράψει., το 2006 προσωπικά ο ίδιος πελάτης μπροστά μου με την ταυτότητα του έλεγχα, προσωπικά στοιχεία ημερομηνία γεννήσεως όλα και έβγαλα φωτοτυπίες τα στοιχεία όλα τα πρωτότυπα, πάντοτε πρωτότυπα ποτέ δεν δέχεται φωτοτυπίες η τράπεζα. Γνωρίζω πολύ καλά τη δουλειά μου δεν θυμάμαι τη συγκεκριμένη συναλλαγή…” και ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών στις 4.4.2013 κατάθεσε « ήρθε λοιπόν εκείνη την ημέρα ο κύριος … με την ταυτότητα του για την έκδοση πιστωτικής κάρτας. Τη φυσιογνωμία του τη θυμάμαι καλά. Ναι την θυμάμαι. Τη συγκεκριμένη στιγμή που υπογράψαμε τη σύμβαση δεν την θυμάμαι. Είμαι σίγουρη πάντως πως η ταυτότητα ήταν του κυρίου. Αυτό έγινε στο υποκατάστημα της EUROBANK στην πλατεία …, στην Πάτρα. Τον αναγνωρίζω τον κύριο …, αυτός ήταν. Η αίτηση του έγινε μπροστά μου. Είχε την ταυτότητα του, έγραψα τα στοιχεία του και υπέγραψε μπροστά μου. Ναι, είχε μαζί του τα πρωτότυπα. Δίπλα στην υπογραφή του είναι η δική μου υπογραφή. Για τις άλλες κάρτες δεν γνωρίζω. Χωρίς να προσκομίσει κάποιος πρωτότυπη· ταυτότητα δεν γινόταν να παραλάβει κάρτα. Αυτό γινόταν για λόγους ταυτοπροσωπίας. Ήρθε ο κύριος …, ο οποίος έφερε μαζί του την ταυτότητα του, και κάναμε τα απαραίτητα για την έκδοση κάρτας. Είμαι βεβαία γι’ αυτό. …Τον κύριο … δεν τον γνωρίζω. Έχει έρθει στην τράπεζα ο κύριος …, είμαι βεβαία γι’ αυτό. Τον θυμάμαι σαν φυσιογνωμία, σαν πελάτη. Όχι, δεν τον θυμάμαι στη συγκεκριμένη συναλλαγή, σαν πελάτη τον θυμάμαι. Τον θυμάμαι να έρχεται στην τράπεζα. Είμαι βεβαία, ήρθε ο ίδιος. Δεν υπάρχει περίπτωση να ήρθε με ταυτότητα και να μην το έλεγξα. Τα στοιχεία της συγκεκριμένης κάρτας που εκδόθηκε βρίσκονται στον υπολογιστή τον δικό μου, στο υποκατάστημα της πλατείας …. Στην τράπεζα που δούλευα χωρίς πρωτότυπη ταυτότητα δεν γινόταν συναλλαγή…. Η έκδοση της πιστωτικής κάρτας που εγώ εμπλέκομαι έγινε το 2006. Είμαι σίγουρη για τη δουλειά μου. Δεν θυμάμαι ημερομηνία. Νομίζω ήταν αρχές του 2006. Εντάξει, ήταν 18 Σεπτεμβρίου, ό,τι είχα πει στην κατάθεση μου στο Δικαστήριο. Είναι αλήθεια πάντως ότι δεν μπορώ να θυμηθώ τη συγκεκριμένη στιγμή. Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία της σύμβασης. Δεν ξέρω για ενεργοποίηση των καρτών μέσω τηλεφώνου, όπως προκύπτει από το CD. Εγώ εργαζόμουν σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Πάντοτε έκανα ταυτοπροσωπία, αυτό ξέρω, με τα στοιχεία μπροστά μου. Όποια σύμβαση μας δήλωνε ο πελάτης, αυτήν γράφαμε. Δεν είχαμε υποχρέωση να το ελέγξουμε αυτό. Δεν ξέρω αν ο κύριος … μένει στην οδό Τρικάλων ή όχι. Ο κωδικός αναγνώρισης 083 είναι αυτός του υποκαταστήματος της οδού Καλαβρύτων. Η … πρέπει να ήταν συνάδελφος από το κεντρικά, από την Αθήνα. Δεν μπορώ εγώ να σας μιλήσω για τη γραφολόγο. Η κάρτα η δίκια μου πάντως δεν εκδόθηκε τηλεφωνικά, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Ο κύριος … προσκόμισε πρωτότυπα έγγραφα για να την εκδώσει. Δεν δέχονται οι τράπεζες φωτοτυπίες ποτέ. Είναι απαραίτητη η πρωτότυπη ταυτότητα και το πρωτότυπο εκκαθαριστικό. Απαιτείται το τελευταίο εκκαθαριστικό και μόνο ναι. Ούτε η συγκεκριμένη κάρτα ούτε καμία κάρτα δεν εκδίδεται με φωτοαντίγραφο». Ο … με την με αριθμό 7311/17.9.2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και κατ’ έφεση με την με αριθμό ./4.4.2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά την από 3.4.2014 αίτηση εκδόθηκε η με αριθμό ./2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών με την οποία διατάχθηκε η ανάκληση και διαγραφή της προσημείωσης υποθήκης που γράφθηκε αυτοδύναμα δυνάμει της με αριθμό ./2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών. Ταυτόχρονα τα στοιχεία του ενάγοντα φερόταν και στον Τειρεσία-Τραπεζικά συστήματα πληροφόρησης ΑΕ, όπως προκύπτει από το από 20.3.2015 έγγραφο τους, με υπογράφουσα τη …. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο … την 18.9.2006 μετέβη στο υποκατάστημα της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFGEUROBANK-ERGASIAS ΑΕ»-δεύτερη εναγομένη επί της Πλατεία … και προσποιούμενος ότι είναι ο ενάγων-… κατέθεσε την με αριθμό … αίτηση του προγράμματος «Euroline» στην αρμόδια προς τούτο υπάλληλο της τράπεζας-τρίτη εναγομένη για έκδοση πιστωτικής κάρτας, θέτοντας επ’ αυτής κατ’ απομίμηση την υπογραφή του ενάγοντος, προκειμένου να φαίνεται ότι η αίτηση υποβάλλεται από τον τελευταίο (ενάγοντα). Προς τούτο δε προσκόμισε και παρέδωσε προς έλεγχο στην ανωτέρω αρμόδια υπάλληλο το Δελτίο της Αστυνομικής Ταυτότητας του με στοιχεία … που είχε εκδοθεί την 7.10.1998 από την Αστυνομική Διεύθυνση Αχαΐας, αντίγραφο του οποίου επισυνάφθηκε στην αίτηση και επέδειξε το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η τρίτη εναγομένη έθεσε επί της αίτησης και την δική της υπογραφή, ως η αρμόδια υπάλληλος για την έκδοση πιστωτικών καρτών στο εν λόγω υποκατάστημα, με τη σφραγίδα «SV» που πιστοποιεί τον έλεγχο των στοιχείων, και προώθησε την αίτηση αυτή στα κεντρικά γραφεία της τράπεζας στην Αθήνα προς έγκριση. Ακολούθως, εκδόθηκε η με αριθμό … πιστωτική κάρτα, η οποία απεστάλη στην διεύθυνση …, που είχε αναγραφεί στην αίτηση και ήταν η διεύθυνση του καταστήματος που διατηρούσε ο πατέρας του …, και εν συνεχεία ενεργοποιήθηκε αυτή από τον …, μέσω τηλεφωνικής διαδικασίας που προβλεπόταν από την τράπεζα δίνοντας τις προσωπικές πληροφορίες του ενάγοντος. Η πλαστότητα της υπογραφής που τέθηκε στην ένδικη αίτηση επιβεβαιώθηκε από την από 2.7.2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της …, όπως προαναφέρθηκε, καθόσον αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρίσιμη υπογραφή δεν ανήκει στον ενάγοντα, αναφέροντας συγχρόνως ότι θα μπορούσε να έχει χαραχθεί από το …, χωρίς ωστόσο να μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα λόγω της λιτότητας αυτής και της έλλειψης αξιόπιστου στοιχείου για την υπογραφή του ανωτέρω. Πλέον της ανωτέρω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, υπέρ της πλαστογράφησης της υπογραφής του ενάγοντα από τον … συνηγορεί αφενός το γεγονός ότι ως στοιχεία επικοινωνίας επί της αίτησης χορήγησης πιστωτικής κάρτας τέθηκαν η διεύθυνση και το τηλέφωνο του καταστήματος που διατηρούσε ο πατέρας του, αφετέρου ότι ο ίδιος αποδέχεται στην από 6.7.2009 ένορκη κατάθεση του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων ότι η φωνή που ακούγεται στο cd ενεργοποίησης της πιστωτικής κάρτας είναι δική του. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, αυτός διατηρούσε πολύ στενές φιλικές σχέσεις με στα πρωτότυπα προσωπικά έγγραφα του ενάγοντος, τα οποία διατηρούσε ο τελευταίος σε κασετίνα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του, στο οποίο επέβαινε συχνά ο … από όπου και αφαίρεσε ο τελευταίος το Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας και προσκόμισε προς έλεγχο στην τρίτη εναγομένη. Τα ανωτέρω έχει καταθέσει ρητά ο ενάγων εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της με αριθμό ./2013 απόφασης του ανωτέρω δικαστηρίου. Τούτο δε επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι ο ενάγων τον Δεκέμβριο του 2006 εξέδωσε νέο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας λόγω απώλειας, όπως κατέθεσε ο ίδιος ενώπιον του ανωτέρω ποινικού δικαστηρίου Και ναι μεν στην ανωτέρω αίτηση δεν επισυνάπτεται αντίγραφο του εκκαθαριστικού σημειώματος, έγγραφο άλλωστε που δεν επικαλείται και δεν προσκομίζεται ούτε από τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, όπως επισυνάπτεται αντίγραφο του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας, αλλά η τρίτη εναγομένη εξεταζόμενη ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών καταθέτει ρητά «Ο κύριος … προσκόμισε πρωτότυπα έγγραφα για να την εκδώσει. Δεν δέχονται οι τράπεζες φωτοτυπίες ποτέ. Είναι απαραίτητη η πρωτότυπη ταυτότητα και το πρωτότυπο εκκαθαριστικό. Απαιτείται το τελευταίο εκκαθαριστικό και μόνο ναι. Ούτε η συγκεκριμένη κάρτα ούτε καμία κάρτα δεν εκδίδεται με φωτοαντίγραφο». Με την προσκόμιση λοιπόν του πρωτότυπου Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητας η τρίτη εναγομένη επείσθη διά το αυτοπρόσωπο της παρουσίας του ενάγοντος, χωρίς να δύναται με βάση την φερόμενη επί του Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητας φωτογραφία εκδοθείσα εν έτη 1998 να διαπιστώσει ότι ο φέρων αυτό δεν ήταν ο ενάγων, λαμβανομένου υπόψη ότι ο έλεγχος έγινε εν έτη τον ενάγοντα, έχοντας καθημερινή προσωπική επαφή μαζί του, και είχε πρόσβαση 2006 και ο … έχοντας γεννηθεί το έτος 1970 έφερε την αυτή ηλικία με τον ενάγοντα. Σημειώνεται δε ότι και η υπογραφή του … ομοίαζε μακροσκοπικά με αυτή του ενάγοντος, χωρίς να δύναται αυτή να προβληματισθεί επί των μη ομοιαζόντων φερόμενων δύο υπογραφών επί των δύο σελίδων της αίτησης. Καμία δε προσωπική ή οικογενειακή σχέση δεν αποδείχθηκε μεταξύ της τρίτης εναγομένης και του … έτσι ώστε αυτή να θέλει να βοηθήσει τον τελευταίο για έκδοση πιστωτικής κάρτας παρακούοντας τις εντολές και ενεργούσα ενάντια στη συνήθη πρακτική της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας-δεύτερη εναγομένη για την κατάθεση αίτησης έκδοσης πιστωτικής κάρτας. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ουδεμία συμμετοχή της τρίτης εναγομένης-υπαλλήλου της δεύτερης εναγομένης στην αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση που τέλεσε ο …. Τουναντίον αποδείχθηκε ότι και αυτή-τρίτη εναγομένη παραπλανήθηκε από τον … και πίστεψε ότι επρόκειτο για το φυσικό πρόσωπο με τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος, όπως έγινε δεκτό και από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, αρκούμενη στο πρωτότυπο του Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητας. Το γεγονός ότι η κατάθεση της τρίτης εναγομένης κατά την ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου διαδικασία δεν κρίθηκε πειστική καθώς πέραν των αντιφάσεων έρχεται σε αντίθεση με την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα και δη περί συμμετοχής αυτής στην πλαστογραφία της αίτησης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ουδεμία σχέση αποδείχθηκε μεταξύ των ανωτέρω και κανένα όφελος δεν αποδείχθηκε ότι θα αποκόμιζε η τρίτη εναγομένη από την έκδοση της ανωτέρω κάρτας. Το ανωτέρω δε επιβεβαιώνεται και από τις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις, του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου, οι οποίες στο σκεπτικό τους κάνουν δεκτό ότι ο ανωτέρω παραπλάνησε τους υπαλλήλους της τράπεζας εμφανιζόμενος ως …, σε βάρος δε της τρίτης εναγομένης υπαλλήλου ουδέποτε ασκήθηκε ποινική δίωξη για συμμετοχή στην ως άνω πράξη της πλαστογραφίας, ούτε δε και ο ίδιος ο ενάγων ισχυρίστηκε αυτό στην μήνυση του, επικαλούμενος για πρώτη φορά συμμετοχή αυτής με την κρινόμενη αγωγή του που ασκήθηκε εν έτη 2014. Διαφέρει δε αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την δεύτερη εναγομένη διά της προστεθείσας από αυτήν δεύτερη εναγομένη εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας οπότε και η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια (Α.Π 1134/2017 δημ. Νόμος), εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 Α.Κ., των διατάξεων του Ν.2251/1994, αλλά και του τότε ισχύοντος Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), πράγμα όμως που δεν επικαλείται εν προκειμένω ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, παρά μόνο ότι η τρίτη εναγομένη υπέχει ευθύνη ως συμπράξασα στην τέλεση της πλαστογραφίας, ούσα αρμόδια για την έκδοση των πιστωτικών καρτών, και ως φυσικός αυτουργός της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης και ότι η δεύτερη εναγομένη υπέχει ευθύνη για τις ανωτέρω πράξεις της τρίτης εναγομένης-υπαλλήλου της και προστήσασα αυτή και παράλληλα ευθύνη από συκοφαντική δυσφήμιση διά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την εγγραφή προσημείωση υποθήκης. Επομένως, η τρίτη εναγομένη και συνακόλουθα και η δεύτερη εναγομένη προστήσασα στην υπηρεσία της την τρίτη εναγομένη δεν τέλεσε την άδικη πράξη της συμμετοχής σε πλαστογραφία. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε η τρίτη εναγομένη κατέθεσε στα πλαίσια σχηματισμού της ποινικής δικογραφίας και δη ενώπιον τη Πταισματοδίκου του Β’ Τμήματος Πατρών, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και ενώπιων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά. Με βάση τις ανωτέρω καταθέσεις η τρίτη εναγομένη καταθέτει σε σύνοψη για το πρόσωπο του ενάγοντος ότι «η σύμβαση υπογράφηκε παρουσία του πελάτη κ. …, ήταν ο ίδιος, τον θυμάται, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί πριν από τόσα χρόνια τη συγκεκριμένη στιγμή, ότι τον κ. … δεν τον γνωρίζει και ότι είχε έρθει στην τράπεζα ο κ. …, τον θυμάται σαν φυσιογνωμία, σαν πελάτη τον θυμάται, δεν θυμάται την συγκεκριμένη συναλλαγή, σαν πελάτη τον θυμάται, τον θυμάται να έρχεται στην τράπεζα». Με βάση αυτά, δεν αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγομένη κατάθεσε εν γνώσει της ψευδώς περί της γνησιότητας της υπογραφής του ενάγοντος, αλλά αποδείχθηκε ότι κατέθεσε με βάσει τα “πιστεύω της” και δη ότι το πρόσωπο που υπέγραψε την από 18.9.2006 σύμβαση έκδοση πιστωτικής κάρτας ήταν ο κ. …, γεγονός που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ψευδές, και κατά τον χρόνο των καταθέσεων η τρίτη εναγομένη δεν μπορούσε να γνωρίζει το ψευδές αυτού, και σε προφανή ερώτηση που της έγινε για την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη απάντησε εξεταζόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών «να το ξαναδούμε αυτό με τον πραγματογνώμονα δεν διατηρώ επιφυλάξεις εγώ ξέρω πολύ καλά τη δουλειά μου». Σε κάθε περίπτωση από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε γνώση της τρίτης εναγομένης με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης) ότι τα άνω περιστατικά που κατέθεσε ήταν ψευδή ενώ επιπλέον η ίδια είχε λόγους κατά το χρόνο των καταθέσεων να τελεί σε πεποίθηση ότι εμφανίσθηκε ο κ. … προς υπογραφή της αίτησης ενόψει της προσκόμισης του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας και της επίδειξης του εκκαθαριστικού σημειώματος της εφορίας. Εξάλλου, μετά τις ανωτέρω καταθέσεις ουδεμία μήνυση υποβλήθηκε σε βάρος της από τον ενάγοντα για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα και η δικογραφία δεν διαβιβάσθηκε αυτεπαγγέλτως στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών προκειμένου να διερευνηθεί η τέλεση ή μη της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα. Σημειώνεται δε ότι η τρίτη εναγομένη δεν ήταν διάδικος και δεν εξετάσθηκε ως μάρτυρας της δεύτερης εναγομένης σε καμία από τις ανωτέρω προαναφερθείσες πολιτικές δίκες έτσι ώστε να δύναται να γνωρίζει για το συμπέρασμα της ανωτέρω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ή για την έκδοση των αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, παρά το περιεχόμενο της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης της γνωστοποιήθηκε εξεταζόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Επίσης, τα όσα αυτή καταθέτει το μεν πρώτο δεν στοιχειοθετούν ούτε συκοφαντικά γεγονότα και δη εν γνώσει της ψευδή γεγονότα, ούτε δυσφημιστικά και δη εν γνώσει της γεγονότα πρόσφορα να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη του ενάγοντα και θέληση της να ισχυρισθεί το βλαπτικό για αυτόν γεγονός, το δε δεύτερο το περιεχόμενο των ανωτέρω καταθέσεων δεν έθιγε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, δεδομένου του ότι έφερε το αναγκαίο περιεχόμενο, μη εμπεριέχοντας απαξιωτικές προς το πρόσωπο του εκφράσεις και δεν απηύθυνε κανένα μειωτικό προς το πρόσωπο του χαρακτηρισμό ή ονειδισμό ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του. Επομένως, η τρίτη εναγομένη δεν τέλεσε τις άδικες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης άλλως της δυσφήμισης άλλως της εξύβρισης. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη, διά του οργάνου που την εκπροσωπούσε και δη του υποδιευθυντή του υποκαταστήματος, ο οποίος και έδωσε εντολή εκπροσώπησης στον πληρεξούσιο δικηγόρο της, με την από 26.4.2010 αίτηση της πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ./29.12.2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών και ότι βάσει αυτής ενέγραψε την 1η.8.2011 με αριθμό καταχώρησης … στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών προσημείωση υποθήκης, όπως προαναφέρθηκε. Κατά τον χρόνο δε υποβολής της ανωτέρω αίτησης η δεύτερη εναγομένη, διά του οργάνου της που την εκπροσωπούσε, ναι μεν δεν γνώριζε θετικά και δη με δύναμη δεδικασμένου δικαστική απόφαση ότι αυτός που υπέγραψε την σύμβαση ήταν τρίτο πρόσωπο και όχι ο ενάγων, αλλά γνώριζε τις αιτιάσεις του ενάγοντος προφορικές και γραπτές διά των απεσταλμένων εξώδικων καθώς και ότι ο ενάγων είχε υποβάλλει μήνυση σε βάρος του … για πλαστογραφία. Και ναι μεν πίστευε ότι ο πράγματι υπογράφων ήταν ο ενάγων έχοντας στην ανωτέρω αίτηση επισυναπτόμενο φωτοαντίγραφο του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας, αλλά θα μπορούσε και η ίδια να διερευνήσει το βάσιμο ή μη των αιτιάσεων του ενάγοντος, πράγμα που δεν έπραξε, μη τηρώντας την υποχρέωση της περί διερεύνησης του θέματος και μετέπειτα ενημέρωσης του ενάγοντος (βλ. το από 21.5.2009 έγγραφο της υπογραφόμενο από τον … και …), λαμβανομένου υπόψιν ότι φωτοαντίγραφο εκκαθαριστικού του έτους 2005 του ενάγοντος δεν είχε επισυναφθεί στην αίτηση έκδοσης της με αριθμό … πιστωτικής κάρτας, ότι ως στοιχεία επί της αίτησης χορήγησης πιστωτικής κάρτας είχε τεθεί η διεύθυνση και το τηλέφωνο του πατέρα του … και όχι αυτά του ενάγοντος και ότι η φωνή που ακούγονταν στο cd ενεργοποίησης της ανωτέρω κάρτας δεν ήταν του ενάγοντος. Επίσης, πριν την υποβολή της ανωτέρω αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής θα μπορούσε με εισαγγελική εντολή, ως έχουσα έννομο συμφέρον, να ενημερωθεί για την πορεία της μήνυσης και να αναμένει την διενέργεια της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία συντάχθηκε στις 2.7.2010. Εν συνεχεία και ενώ εν τω μεταξύ είχε εκδοθεί η από 19.1.2011 Προσωρινή Διαταγή περί αναστολής εκτέλεσης της με αριθμό ./29.12.2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών και στις 18.4.2011 η με αριθμό 84/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών-Διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων περί αναστολής εκτέλεσης της με αριθμό ./29.12.2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της από 14.1.20011 ανακοπής, και ως διάδικος πλέον είχε λάβει γνώση της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης κατά την ανοιγείσα δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, ενέγραψε, την 1.8.2011, προσημείωση υποθήκης, με βάση το άρθρο 724.1 Κ.Πολ.Δ., χωρίς μεν η ανωτέρω προσωρινή διαταγή και η απόφαση των ασφαλιστικών να δεσμεύει αυτή προς εγγραφή προσημείωσης, δυνάμενη όμως να αναμείνει την έκδοση της δικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου-Τακτική Διαδικασία, λαμβανομένου υπόψιν και της πιστοληπτικής ικανότητας του ενάγοντος, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα της. Επιπρόσθετα, η κοινοποίηση δια θυροκολλήσεως από τη δεύτερη εναγομένη προς τον ενάγοντα της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, δυνάμει της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με περιεχόμενο της κοινοποίησης αυτής, ότι έχει καταχωρηθεί η αναφερόμενη εγγραπτέα πράξη στα οικεία κτηματολογικά φύλλα, όπως προκύπτει και από την από 5.10.2011 ειδοποίηση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών, …, ναι μεν προβλέπεται από το νόμο, όμως η εγγραφή αυτή αποτελεί έναν συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που υποπίπτει στις αισθήσεις και παραπέμπει σε οφειλέτη, με επισφαλή περιουσιακή κατάσταση, που δημιουργεί κίνδυνο για την ικανοποίηση της αξίωσης της, ώστε να ματαιωθεί η εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση, όταν αποκτήσει κατ’ αυτού εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης σε συνδυασμό με την αποτροπή του άμεσου κινδύνου για επιπλέον επιβάρυνση του ακινήτου του. Με βάσει τα ανωτέρω αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι περιήλθαν σε γνώση του υποδιευθυντή του υποκαταστήματος τόσο τα απαραίτητα προς υποβολή της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής στοιχεία και δη η από 18.9.2006 αίτηση-σύμβαση πίστωσης και χορήγησης πιστωτικής κάρτας, όλοι οι μηχανογραφημένοι μηνιαίοι λογαριασμοί του κατόχου από 6.12.2006 μέχρι 6.12.2009 και η από 16.10.2009 εξώδικη καταγγελία -πρόσκληση που επιδόθηκε στον καθ’ ού η αίτηση, όσο και οι από 9.4.2009 και 6.11.2009 Εξώδικες δηλώσεις-Διαμαρτυρίες, η υποβολή μήνυσης σε βάρος του … με φερόμενο ως πλαστογράφο αυτόν καθώς και ότι ως στοιχεία επί της αίτησης χορήγησης πιστωτικής κάρτας είχε τεθεί η διεύθυνση και το τηλέφωνο του πατέρα του … και ότι η φωνή που ακούγονταν στο cd ενεργοποίησης της ανωτέρω κάρτας δεν ήταν του ενάγοντος. Ενόψει των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι η έκδοση της με αριθμό ./29.12.2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών και η εγγραφείσα την 1η.8.2011 με αριθμό καταχώρησης … στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών προσημείωση υποθήκης, με βάση την φερόμενη υπογραφείσα αίτηση-σύμβαση περί έκδοσης πιστωτικής κάρτας και προκύψασας οφειλής εκ της χρήσης αυτής από μέρους του ενάγοντος δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και πληρούται η υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης διά του οργάνου του νομικού προσώπου της δεύτερης εναγομένης, δεδομένου ότι η δεύτερη εναγομένη δια του οργάνου που την εκπροσωπεί γνώριζε ότι τα εκτιθέμενα στη αίτηση της προς έκδοση διαταγή πληρωμής δεν ήταν αληθή, αγνοώντας υπαίτια την αλήθεια των σχετικών ισχυρισμών που περιέλαβε σ’ αυτή. Επιπρόσθετα αποδείχθηκε ότι εξ αιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του οργάνου της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη ένεκα της στεναχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε από τις δικαστικές διαμάχες στις οποίες ενεπλάκη (ανακοπή επί της διαταγής πληρωμής, έκδοση προσωρινής διαταγής, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ανάκλησης-διαγραφής προσημείωσης υποθήκης). Προκύψαν πρόβλημα στις οικογενειακές τους σχέσεις και δη με τη σύζυγο του και την κόρη του δεν αποδείχθηκε. Ο δε ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της υπό κρίση αγωγής στα όρια της πενταετούς παραγραφής ενόψει της άσκησης νόμιμου δικαιώματος προς είσπραξη διά της δικαστικής οδού της απαίτησης της πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, γιατί τα ως άνω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος του ένδικου δικαιώματος καταχρηστική. Τούτο δε διότι δεν γίνεται επίκληση περιστατικών αναφερόμενων σε προηγούμενη συμπεριφορά, η οποία συνέτεινε στην εδραίωση πεποίθησης και μάλιστα εύλογης εκ μέρους του ότι δεν προτίθεται να ασκήσει το επίδικο δικαίωμα, σε κάθε δε περίπτωση υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά, δεν δημιουργήθηκε κάποια πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας να συνεπάγεται γι’ αυτήν επαχθείς συνέπειες. Εξάλλου, μόνη η επικαλούμενη αδράνεια να ασκήσει το δικαίωμα του, δεν μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση κατάχρησηκότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, ούτε γίνεται επίκληση περιστατικών συνδρομής αδικαιολόγητης και μη αναμενόμενης μεταβολής προηγούμενης συμπεριφοράς του ενάγοντος, που είχε δημιουργήσει σ’ αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από την δεύτερη εναγομένη που αποκρούουν το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, η ανατροπή της οποίας παρίσταται ως καταχρηστική γιατί επιφέρει επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του δικαιώματος. Τέλος, το Δικαστήριο, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας και δη είδος και βαρύτητα, του βαθμού του πταίσματος του οργάνου της δεύτερης εναγομένης, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, της ψυχικής ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που δοκίμασε από τις ανωτέρω ενέργειες ο ενάγων και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ως εύλογο (932 Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθρ 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (Ολ. Α.Π 6/2009 Αρμ 2009.1162), κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, το ποσό των 3.500 ευρώ το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, από τις ανωτέρω ενέργειες του οργάνου που εκπροσωπεί τη δεύτερη εναγομένη.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε ως προς την τρίτη των εναγομένων στο ίδιο συμπέρασμα, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος κρίνονται ως αβάσιμα. Κατά τα λοιπά όμως έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την από 20.1.2014 αγωγή του ενάγοντος ως προς την δεύτερη εναγομένη. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η με αριθ. εκθ.καταθ. ./2018 και προσδ. ./2018 έφεση κατά της με αριθμό ./2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Ακολούθως να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς τη δεύτερη εναγομένη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί η από 20.1.2014 αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σύμφωνα με το άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ., ο διάδικος που ηττήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΕφΑΘ 798/2007 δημ. Νόμος), ενώ ο συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά (Α.Π 1533/2008 δημ. Νόμος). Εν προκειμένω, ο εκκαλών με το όγδοο λόγο της εφέσεως του προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλούμενης αναφορικά με τα έξοδα, παραπονούμενος ότι «η εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή με υποχρέωσε να καταβάλλων ως δικαστικά έξοδα το ποσό των 1.200 ευρώ ενώ θα έπρεπε αφού έκρινε σύμφωνα με το σκεπτικό της, εσφαλμένα κατ’ εμέ, ότι οι εφεσίβλητου εξαπατήθηκαν από τον αποθανόντα πλαστογράφο, στην οποία πράξη ουδεμία συμμετοχή είχα ούτε εγνώριζα, να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα λόγω αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης». Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός, αφού κατά τα προαναφερόμενα προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 Κ.Πολ.Δ.), πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως προς την τρίτη εναγομένη, αφού η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και η κατά η κρίση του δικαστηρίου περί του συμψηφισμού ή μη της δικαστικής δαπάνης λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δεν απαιτείται να αιτιολογηθεί ειδικά, ούτε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, πλέον του ότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63, 48 του Κώδικα δικηγόρων, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της τρίτης εναγομένης που νίκησε στο ποσό των 600 ευρώ. Τέλος, μετά την μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ως προς την δεύτερη εναγομένη και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν, η δε δεύτερη εναγόμενη-εφεσίβλητη να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος-εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ανάλογο με την έκταση της νίκης των τελευταίων (άρθρα 183, 178, 191.2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 Κ.Πολ.Δ. όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012 και αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 35.2 και 45 του ν. 4446/2016 με έναρξη ισχύος από 23.1.2017, ενόψει της μερικής νίκης του εκκαλούντος πρέπει να επιστραφεί το κατατεθέν από αυτόν παράβολο των εκατό (100) ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 17.9.2018 με αριθ. εκθ.καταθ. …/2018 και προσδ. ./2018 έφεση κατά της με αριθμό …/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμόν ./2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών ως προς τη δεύτερη εναγομένη
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα των παραβόλων υπέρ Δημοσίου, που μνημονεύονται στο σκεπτικό.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την αγωγή
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη-εφεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εκκαλούντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα στις 10.5.2019, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, παρουσία της γραμματέως.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ