Δικαστήριο ΕΕ: Ναι, εφόσον η σχετική απόφαση υπόκειται σε ενδελεχή δικαστικό έλεγχο πριν την εκτέλεση του εντάλματος
Με τη δημοσιευθείσα στις 9-10-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι εμπίπτουν στην έννοια του “ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης” τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδονται από τις εισαγγελικές αρχές κράτους μέλους, παρ’ όλον ότι οι εισαγγελικές αυτές αρχές είναι εκτιθέμενες στον κίνδυνο να λάβουν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο της εκδόσεως των εν λόγω ενταλμάτων συλλήψεως.
Ωστόσο, το Δικαστήριο θέτει ως προϋπόθεση τα εν λόγω εντάλματα συλλήψεως να υπόκεινται, υποχρεωτικώς, προκειμένου να είναι δυνατή η διαβίβασή τους από τις εν λόγω εισαγγελικές αρχές, σε επικύρωση από δικαστήριο το οποίο ελέγχει κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο, έχοντας πρόσβαση στο σύνολο της ποινικής δικογραφίας στην οποία περιλαμβάνονται οι τυχόν εντολές ή οδηγίες στη συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, τις προϋποθέσεις εκδόσεως καθώς και την αναλογικότητα αυτών των ίδιων των ενταλμάτων συλλήψεως, εκδίδοντας ως εκ τούτου μια αυτοτελή απόφαση η οποία προσδίδει σε αυτά την οριστική τους μορφή.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ καταλήγει ότι οι αυστριακές εισαγγελικές αρχές, μολονότι υπόκεινται σε εντολές ή οδηγίες εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, εν προκειμένω του ομοσπονδιακού Υπουργού Δικαιοσύνης, επιτρέπεται να εκδίδουν ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης, κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αποφάσεις σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το αυστριακό σύστημα μπορούν να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται στις ελάχιστες απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται το κύρος τους όσον αφορά την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία του ελέγχου που διενεργείται κατά την έκδοση των αποφάσεων αυτών.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Εισαγγελία της Βιέννης άσκησε ποινική δίωξη κατά του NJ για τέσσερις πράξεις, οι οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο, συνιστούν, μεταξύ άλλων, κλοπή κατ’ επάγγελμα τελεσθείσα, η οποία τιμωρείται στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος με ποινή «κατ’ ανώτατο όριο τριών ετών», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι και οι λοιπές πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο NJ, όπως η παράνομη βία, τιμωρούνται, στο κράτος μέλος εκδόσεως καθώς και στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα, με ποινή διαρκείας τουλάχιστον δώδεκα μηνών.
Για την ποινική δίωξη των εν λόγω πράξεων, η Εισαγγελία της Βιέννης εξέδωσε, στις 16 Μαΐου 2019, ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά του NJ, το οποίο επικυρώθηκε στις 20 Μαΐου 2019 από το Landesgericht Wien (περιφερειακό δικαστήριο Βιέννης), σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του αυστριακού νόμου περί δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.
Ο NJ τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στο Βερολίνο (Γερμανία) από τις 14 Μαΐου 2019, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατ’ αυτού στη Γερμανία λόγω κλοπής. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο NJ αρνήθηκε, κατά την εξέτασή του στις 24 Μαΐου 2019, την εφαρμογή της απλοποιημένης διαδικασίας εκδόσεως.
Το Kammergerich Berlin (εφετείο Βερολίνου, Γερμανία) παρατηρεί ότι οι αυστριακές εισαγγελικές αρχές υπόκεινται σε εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, εν προκειμένω του ομοσπονδιακού Υπουργού Δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στην Αυστρία συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C-508/18 και C-82/19 PPU). Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό έχει αμφιβολίες ως προς την ιδιότητα της Εισαγγελίας της Βιέννης ως «δικαστικής αρχής».
Εντούτοις, υπογραμμίζει ότι, εν αντιθέσει προς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, οι αυστριακές εισαγγελικές αρχές δεν εκδίδουν ανελέγκτως το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, στο μέτρο που το άρθρο 29 του νόμου περί δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις προβλέπει την επικύρωση ενός τέτοιου εντάλματος από δικαστήριο. Η διαδικασία της επικυρώσεως περιλαμβάνει την εξέταση της νομιμότητας και της αναλογικότητας του οικείου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Για τους λόγους αυτούς, το Kammergerich Berlin εκτιμά ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η εξουσία λήψεως αποφάσεως για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ανήκει, εν τελευταία αναλύσει, στο δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με την επικύρωσή του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kammergerich Berlin αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ζητήσει, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν κατ’ ορθήν ερμηνεία της έννοιας του «ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ εμπίπτουν στην έννοια αυτή τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως τα οποία εκδίδονται από τις εισαγγελικές αρχές κράτους μέλους οι οποίες, στο πλαίσιο της εκδόσεως αυτών των ενταλμάτων συλλήψεως, ενδέχεται να δεχθούν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, εν προκειμένω από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, λαμβανομένου υπόψη ότι τα εντάλματα αυτά πρέπει υποχρεωτικώς, προκειμένου να μπορούν να διαβιβαστούν από τις εν λόγω εισαγγελικές αρχές, να επικυρωθούν από δικαστήριο που ελέγχει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τις αναγκαίες προϋποθέσεις εκδόσεως καθώς και την αναλογικότητα των εν λόγω ενταλμάτων συλλήψεως.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, την πάγια νομολογία του κατά την οποία το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που καθιερώνεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ως προς το ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ένωσης, ιδίως δε από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά το Δικαστήριο, η εν λόγω αρχή βασίζεται στην παραδοχή ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται το κύρος του, στις οποίες καταλέγονται και οι απαιτήσεις του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, και της απαιτήσεως περί υπάρξεως εντάλματος συλλήψεως ή άλλης εθνικής δικαστικής αποφάσεως στο οποίο ή στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως .
Το Δικαστήριο συνεχίζει υπενθυμίζοντας ότι στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «δικαστική απόφαση» της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, εμπίπτουν όχι μόνον οι αποφάσεις που εκδίδουν οι δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα κράτους μέλους, αλλά, ευρύτερα, οι αποφάσεις που εκδίδουν οι αρχές που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, όπως είναι η αυστριακή εισαγγελία, σε αντίθεση, ιδίως, προς τα υπουργεία ή τις αστυνομικές αρχές που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία.
Το Δικαστήριο συμπεραίνει έτσι ότι οι αποφάσεις σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να καλύπτονται από τις εγγυήσεις που προσιδιάζουν στις δικαστικές αποφάσεις, ιδίως από εκείνες που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ.
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τη νομολογία του με βάση την οποία το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως περιλαμβάνει προστασία σε δύο επίπεδα των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει ο καταζητούμενος, καθόσον, στη δικαστική προστασία που προβλέπεται στο πρώτο επίπεδο, κατά την έκδοση εθνικής αποφάσεως όπως το εθνικό ένταλμα συλλήψεως, προστίθεται και η προστασία που εξασφαλίζεται στο δεύτερο επίπεδο, κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η οποία μπορεί κατά περίπτωση να λαμβάνει χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την έκδοση της εν λόγω εθνικής δικαστικής αποφάσεως. Δεδομένου δε ότι η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι ικανή να θίξει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου στην ελευθερία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, η προστασία αυτή συνεπάγεται ότι απόφαση που πληροί τις εγγενείς απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει να λαμβάνεται, τουλάχιστον, σε ένα από τα δύο επίπεδα της εν λόγω προστασίας.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών παρέχει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι η απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στο πλαίσιο ποινικής διώξεως στηρίζεται σε εθνική διαδικασία υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο και ότι το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το εθνικό ένταλμα συλλήψεως έτυχε των εγγυήσεων που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις νομικές αρχές του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ. Δεύτερον, ότι στο πλαίσιο του ελέγχου που διενεργείται κατά την έκδοση ενός εντάλματος συλλήψεως πρέπει να εξετάζεται αν έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες για την έκδοσή του προϋποθέσεις και αν, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση περιστάσεων, η εν λόγω έκδοση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Και τρίτον, ότι ο έλεγχος αυτός πρέπει να ασκείται με αντικειμενικότητα, λαμβανομένων υπόψη όλων των ενοχοποιητικών και απαλλακτικών στοιχείων, καθώς και με ανεξαρτησία, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η λήψη αποφάσεως περί εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος συλλήψεως δεν είναι εκτεθειμένη σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε εξωτερικές οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας.
Το Δικαστήριο, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του, παρατηρεί ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αυστριακό δίκαιο προβλέπει ότι, τόσο στο πλαίσιο της αποφάσεως σχετικά με την έκδοση εθνικού εντάλματος συλλήψεως όσο και στο πλαίσιο της αποφάσεως για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, οι αυστριακές εισαγγελικές αρχές διατάσσουν τη σύλληψη με ένταλμα συλλήψεως το οποίο, προκειμένου να μπορεί να διαβιβασθεί, επικυρώνεται από δικαστήριο το οποίο προβαίνει, συναφώς, σε έλεγχο των προϋποθέσεων εκδόσεως του εντάλματος καθώς και της αναλογικότητάς του. Η απόφαση περί επικυρώσεως υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητείται ότι τα δικαστήρια που είναι επιφορτισμένα με την επικύρωση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων πληρούν την απαίτηση περί αντικειμενικότητας και ανεξαρτησίας. Αντιθέτως, όσον αφορά τις αυστριακές εισαγγελικές αρχές, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου περί εισαγγελιών προκύπτει ότι αυτές εξαρτώνται άμεσα από τις εισαγγελίες εφετών και υπόκεινται στις διαταγές τους και ότι οι τελευταίες, με τη σειρά τους, υπόκεινται στις διαταγές του ομοσπονδιακού Υπουργού Δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επιβαλλόμενη ανεξαρτησία απαιτεί την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση, οι αυστριακές εισαγγελικές αρχές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούν την απαίτηση αυτή.
Επομένως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα αν, υπό τις συνθήκες αυτές, οι αποφάσεις σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως οι οποίες εκδόθηκαν σύμφωνα με το αυστριακό σύστημα μπορούν να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται στις ελάχιστες απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται το κύρος τους όσον αφορά την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία του ελέγχου που διενεργείται κατά την έκδοση των αποφάσεων αυτών.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η έννοια της «απόφασης» πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα την πράξη υπό τη μορφή που αυτή περιβάλλεται κατά την εκτέλεσή της. Πράγματι, κατά το χρονικό αυτό σημείο και υπό τη μορφή αυτή η απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ενδέχεται να θίγει το δικαίωμα του καταζητουμένου στην ελευθερία.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, τόσο από την απόφαση περί παραπομπής όσο και από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιόν του, προκύπτει ότι η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως υπόκειται, βάσει του αυστριακού δικαίου, στο σύνολό της σε αντικειμενικό και ανεξάρτητο έλεγχο εκ μέρους δικαστηρίου που ασκεί συναφώς πλήρη έλεγχο σχετικά με τις προϋποθέσεις εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως καθώς και την αναλογικότητά του. Μόνο μετά την επικύρωση του οικείου εντάλματος συλλήψεως από το δικαστήριο αυτό παράγει το εν λόγω ένταλμα έννομα αποτελέσματα και μπορεί να διαβιβασθεί. Πάντως, ο έλεγχος αυτός, στο μέτρο που διενεργείται εκ συστήματος αυτεπαγγέλτως πριν το ένταλμα συλλήψεως παραγάγει έννομα αποτελέσματα και καταστεί δυνατό να διαβιβασθεί, διακρίνεται από το δικαίωμα προσφυγής, (που αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην απόφαση OG και PI – Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau, C-508/18 και C-82/19 PPU), το οποίο ασκείται μόνον εκ των υστέρων και κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε ενώπιόν του, προκύπτει ότι το δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με την επικύρωση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ασκεί τον έλεγχό του κατά τρόπο ανεξάρτητο, καθώς και εν πλήρη γνώσει οποιασδήποτε οδηγίας έχει τυχόν δοθεί προηγουμένως, και λαμβάνει, κατόπιν του ελέγχου αυτού, αυτοτελή απόφαση σε σχέση με την απόφαση της εισαγγελίας, η οποία βαίνει πέραν της απλής επιβεβαιώσεως της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η προς διαβίβαση απόφαση σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να θεωρηθεί ως ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις αντικειμενικότητας και ανεξαρτησίας του ελέγχου που διενεργείται κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο απαντά, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα ότι, κατ’ ορθήν ερμηνεία της έννοιας του «ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, εμπίπτουν στην έννοια αυτή τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδονται από τις εισαγγελικές αρχές κράτους μέλους, παρ’ όλον ότι οι εισαγγελικές αυτές αρχές είναι εκτιθέμενες στον κίνδυνο να λάβουν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο της εκδόσεως των εν λόγω ενταλμάτων συλλήψεως, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω εντάλματα συλλήψεως υπόκεινται, υποχρεωτικώς, προκειμένου να είναι δυνατή η διαβίβασή τους από τις εν λόγω εισαγγελικές αρχές, σε επικύρωση από δικαστήριο το οποίο ελέγχει κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο, έχοντας πρόσβαση στο σύνολο της ποινικής δικογραφίας στην οποία περιλαμβάνονται οι τυχόν εντολές ή οδηγίες στη συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, τις προϋποθέσεις εκδόσεως καθώς και την αναλογικότητα αυτών των ίδιων των ενταλμάτων συλλήψεως, εκδίδοντας ως εκ τούτου μια αυτοτελή απόφαση η οποία προσδίδει σε αυτά την οριστική τους μορφή.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA