Στενεύουν ασφυκτικά τα περιθώρια για την καταχρηστική αξιοποίηση του νόμου Κατσέλη, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη την έκδοση αποφάσεων υπέρ του δανειολήπτη. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της «Κ», με βάση τα οποία 6 στις 10 αποφάσεις που εκδίδονται το τελευταίο διάστημα από τα ειρηνοδικεία της χώρας είναι αρνητικές για τον οφειλέτη, ενώ ακόμη και οι αποφάσεις που βγαίνουν υπέρ τους δεν είναι πλέον τόσο γενναιόδωρες όσο ήταν στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, από το σύνολο των 126.000 αποφάσεων που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα από την έναρξη ισχύος του νόμου το 2010, οι 55.000 είναι αρνητικές για τον οφειλέτη, δηλαδή είναι αποφάσεις που έχουν απορρίψει το αίτημά του για τη ρύθμιση της οφειλής του. Η νέα τάση είναι ωστόσο οι απορριπτικές αποφάσεις να υπερτερούν αυτών που γίνονται αποδεκτές και καταλήγουν σε ένα είδος ρύθμισης. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι το εύρος της προστασίας που παρείχε μέχρι σήμερα ο νόμος Κατσέλη έχει περιοριστεί σημαντικά και πλέον οι αποφάσεις που βγαίνουν κατά του δανειολήπτη είναι περισσότερες σε σχέση με αυτές που είναι υπέρ του.
Οπως εξηγεί ο κ. Ιάκωβος Βενιέρης, δικηγόρος και επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, «η αιτία πίσω από την αυστηροποίηση της νομολογίας είναι η αυστηροποίηση του ίδιου του νομοθετικού πλαισίου. Ετσι μετά την ψήφιση του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας και τον εξωδικαστικό μηχανισμό, οι δικαστές τείνουν να συμβαδίσουν με τις πιο αυστηρές διατάξεις που έχει εισαγάγει ο νομοθέτης ακόμα και όταν εφαρμόζουν ή ερμηνεύουν παλαιότερες διατάξεις, δηλαδή τις διατάξεις του νόμου Κατσέλη». Η ενεργοποίηση της πλατφόρμας για την προστασία της πρώτης κατοικίας λειτουργεί, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, ως μεγεθυντικός φακός και για τη Δικαιοσύνη, αφού είναι πλέον σαφές ότι όποιος βρίσκεται πραγματικά σε δυσκολία, δεν έχει κανένα λόγο να μη ρυθμίσει την οφειλή του με χαμηλό επιτόκιο (euribor +2%) για 25 χρόνια, λαμβάνοντας παράλληλα και την κρατική επιδότηση που φθάνει έως και το 40% της μηνιαίας δόσης, τη στιγμή μάλιστα που η ένταξη στην πλατφόρμα δεν ακυρώνει το δικαίωμα για τη νομική προσφυγή. Σύμφωνα με στοιχεία της «Κ» μέχρι σήμερα:
• Εχουν εκδοθεί 126.000 οριστικές αποφάσεις εκ των οποίων 55.000 αρνητικές για τους οφειλέτες και 71.000 υπέρ τους.
• Εκκρεμούν προς εκδίκαση 65.000 – 70.000 υποθέσεις.
• Εχουν προσφύγει προς ρύθμιση 200.000 οφειλέτες με δάνεια αξίας 17 δισ. ευρώ.
• Εχουν ρυθμιστεί υπέρ του δανειολήπτη οφειλές αξίας 5 δισ. ευρώ.
• Εχει απορριφθεί η ρύθμιση οφειλών ύψους 5 δισ. ευρώ.
• Το 60% των αποφάσεων που εκδίδονται σήμερα είναι απορριπτικές, ποσοστό που αυξάνεται πάνω από το 70% όταν πρόκειται για οφειλέτες με εμπορική ιδιότητα.
Από την πλευρά των τραπεζών που παρακολουθούν στενά την εξέλιξη των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, σημειώνουν ότι οι δικαστές έχουν αποκτήσει πλέον εμπειρία στην εκδίκαση υποθέσεων που έχουν να κάνουν με την πτώχευση ιδιωτών ή μικροεμπόρων. Η εμπειρία αυτή τους επιτρέπει να διακρίνουν όχι μόνο τις περιπτώσεις των στρατηγικών κακοπληρωτών, αλλά και εκείνες τις περιπτώσεις των νοικοκυριών ή των μικροεπαγγελματιών που επιχειρούν να κάνουν κατάχρηση των ευνοϊκών διατάξεων του νόμου απλώς και μόνο για να κερδίσουν χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι η βασική αιτία των απορριπτικών αποφάσεων από τα ειρηνοδικεία είναι πλέον ο δόλος, ενώ δεύτερη βασική αιτία απόρριψης είναι ότι ο αιτών την προστασία δεν εμπίπτει στον νόμο. Να σημειωθεί ότι ο νόμος Κατσέλη αφορά τα νοικοκυριά, δηλαδή τους ιδιώτες που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα. Ωστόσο έχει γίνει αποδεκτό μέσω της νομολογίας ότι πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις ή μικροεπαγγελματίες μπορούν να υποβάλουν αίτηση και να ζητήσουν προστασία. Ενδεικτικό της αυστηρότητας με βάση την οποία οι δικαστές προσεγγίζουν πλέον τις υποθέσεις του νόμου Κατσέλη, είναι ότι ως δόλο καταλογίζουν το γεγονός ότι ο δανειολήπτης γνώριζε τη στιγμή που έπαιρνε το δάνειο ότι ήταν πάνω από τις δυνατότητές του.
Οι τράπεζες έχουν άλλωστε θωρακιστεί απέναντι στην καταχρηστική συμπεριφορά μεγάλης μερίδας δανειοληπτών, και μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου και την πρόσβαση που έχουν σε όλα τα εισοδηματικά και περιουσιακά στοιχεία, έχουν αποκαλύψει μεγάλο αριθμό υποθέσεων που δεν ανήκουν σε ευπαθείς κατηγορίες και δεν χρήζουν προστασίας. Από τα τέλη Οκτωβρίου θα είναι άλλωστε σε θέση να ελέγξουν εάν όσοι έχουν υποβάλει αίτηση και η υπόθεσή τους εκκρεμεί ακόμη στο ειρηνοδικείο, πληρούν τα κριτήρια του νόμου ή όχι. Σε περίπτωση που δεν τα καλύπτουν, η τράπεζα θα μπορεί να προσφεύγει στο δικαστήριο και να κάνει άμεση ανάκληση της προστασίας, ακόμη και αν η υπόθεση πρόκειται να δικαστεί το 2025. Η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε στο άρθρο 83 του νόμου 4605, δηλαδή του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας και δίνει το δικαίωμα στις τράπεζες να ελέγξουν όλα τα οικονομικά στοιχεία του αιτούντος και να ζητήσουν πρόωρα, δηλαδή πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, την παύση της προστασίας, όταν δεν τη δικαιούται.