Η επιστροφή του ΦΠΑ σε περιπτώσεις διαγραφής απαιτήσεων πελατών, οι οποίοι έχουν πτωχεύσει, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια. Με την πρόσφατη απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) Αθηνών 2507/2019, αλλά και τις προηγούμενες αποφάσεις 805/2019 και 806/2019, φαίνεται ότι παγιώνεται η θέση της διοίκησης και γίνονται τελικώς δεκτά τα αιτήματα επιστροφής (και μάλιστα εντόκως) του ΦΠΑ, που εμπεριέχεται σε ποσά απαιτήσεων πελατών, τα οποία έχουν οριστικά διαγραφεί, στο πλαίσιο προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσής.
Οι εν λόγω αποφάσεις της ΔΕΔ βασίζονται στην απόφαση-σταθμό του ΣτΕ 355/2019, η οποία έκρινε οριστικά το ζήτημα, επί τη βάσει της θεμελιώδους αρχής της ουδετερότητας του ΦΠΑ, η οποία υπαγορεύει ότι η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι εισπραχθείσα αντιπαροχή. Αναγκαία δε συνέπεια της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που είχε εισπράξει στο πλαίσιο αυτό ο υποκείμενος στον φόρο.
Συναφής με το θέμα είναι η διάταξη του ΦΠΑ (παρ. 5α άρθρου 19 Ν 2859/2000), η οποία προβλέπει ότι σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη πληρωμής του τιμήματος, μειώνεται η φορολογητέα αξία (επί της οποίας υπολογίζεται ο ΦΠΑ), εφόσον μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων (π.χ. πωλήσεις) διαπιστώνεται ότι η απαίτηση κατέστη οριστικά ανεπίδεκτη εισπράξεως, λόγω θέσεως επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση (βάσει των άρθρων 46 και 46α του Ν. 1892/1990).
Ωστόσο, επειδή η ανωτέρω διάταξη αναφέρεται μόνο στη συγκεκριμένη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης (η οποία έχει ήδη καταργηθεί) και όχι και στις ισχύουσες προπτωχευτικές διαδικασίες, τα αιτήματα των φορολογουμένων προς επιστροφή του ΦΠΑ απορρίπτονταν (έως τώρα) από τη φορολογική διοίκηση.
Καθολική εφαρμογή
Πλέον, η απόφαση ΣτΕ 355/2019 διευκρίνισε ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 19 ισχύει και έχει πεδίο εφαρμογής σε κάθε περίπτωση όπου ο υποκείμενος στον φόρο ευλόγως επικαλείται ότι, στο πλαίσιο νομοθετικών ρυθμίσεων που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση της εμπορικής αφερεγγυότητας του αντισυμβαλλομένου του (πτώχευση, εξυγίανση, θέση σε ειδική διαχείριση), δεν θα εισπράξει πιθανότατα την αντιπαροχή ή μέρος αυτής και ότι, συνεπώς, το χρέος δεν θα εξοφληθεί. Τέτοια περίπτωση «ολικής ή μερικής μη πληρωμής της τιμής», που δικαιολογεί την ανάλογη μείωση της βάσης επιβολής του ΦΠΑ, συνιστά, κατ’ αρχήν, και η επίκληση της σύναψης συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ του αφερέγγυου οφειλέτη και των πιστωτών του, η οποία καταρτίστηκε υπό τους όρους του Πτωχευτικού Κώδικα και επικυρώθηκε από το πτωχευτικό δικαστήριο με περιεχόμενο, μεταξύ άλλων, τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη.
Η εν λόγω συμφωνία, η οποία είναι δεσμευτική κατά νόμο για όλους τους πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, συνιστά, κατ’ αρχάς, επαρκή απόδειξη ότι η μη καταβολή του τμήματος των ρυθμισμένων απαιτήσεων είναι αρκούντως βέβαιη και μακροπρόθεσμη, παρέχοντας, έτσι, στον υποκείμενο στον φόρο προμηθευτή αγαθών (ή πάροχο υπηρεσιών) τη δυνατότητα να ανακτήσει το συνολικό ποσό του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ που κατέβαλε στη φορολογική αρχή για μη εξοφληθείσες απαιτήσεις.
Επιτυχής διεκδίκηση
Ακολουθώντας το ορθό σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις της ΔΕΔ και πλέον είναι σαφές ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για την επιτυχή διεκδίκηση της επιστροφής των σχετικών ποσών ΦΠΑ.
Προς το παρόν, ωστόσο, δεν υφίσταται ρητή νομοθετική ρύθμιση για το θέμα (ήτοι τροποποίηση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5α του ΦΠΑ), ούτε προβλέπεται κάποια ειδικότερη διαδικασία για την ικανοποίηση ανάλογων αιτημάτων επιστροφής. Συνεπώς, για την επιστροφή του ΦΠΑ, θα πρέπει να εξεταστεί ανά περίπτωση ο προσφορότερος τρόπος για την επιδίωξη της επιστροφής του.
* H κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη του φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).