Αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αποδεικνύεται η βελτίωση των οικονομικών δεικτών. Το υψηλό ιδιωτικό χρέος, οι στρεβλώσεις που εξακολουθούν να υφίστανται στις αγορές προϊόντων, αλλά και στην αγορά εργασίας, κρατούν σε χαμηλές ταχύτητες την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ετσι, λοιπόν, αν και η χώρα βγήκε τον Αύγουστο του 2018 από το μνημόνιο, η θέση της στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας υποχώρησε το 2019 κατά δύο θέσεις και βρέθηκε στην 59η θέση, από την 57η το 2018, μεταξύ 140 χωρών. Μάλιστα, έχουν αφήσει πίσω την Ελλάδα ακόμη και χώρες όπως η Κολομβία, ενώ η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης που βρίσκεται κάτω από την Ελλάδα στη φετινή έκθεση ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum – WEF) είναι η Κροατία (63η θέση).
Στην εν λόγω έκθεση, τα παραπάνω αποτυπώνονται ως εξής: Η θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε το 2019 κατά 19 θέσεις όσον αφορά τον πυλώνα της μακροοικονομικής σταθερότητας και κατέλαβε την 64η θέση. Από την άλλη, η χειρότερη επίδοσή της μεταξύ των 12 πυλώνων που αξιολογεί το WEF για την κατάρτιση της έκθεσης εντοπίζεται σε αυτόν του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλιστα, η Ελλάδα υποχώρησε στην 115η θέση, από την 114η πέρυσι. Μεταξύ των αιτιών είναι η αύξηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (45,6% επί του συνόλου των δανείων, σύμφωνα με την έκθεση, από 36,3% που αναφέρεται στην αντίστοιχη έκθεση του 2018). Το έτερο μεγάλο «βαρίδι» για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι, σύμφωνα με την έκθεση του WEF, η αγορά εργασίας, με την Ελλάδα να κατατάσσεται ως προς αυτόν τον πυλώνα στην 111η θέση, από την 107η πέρυσι. Ενας από τους δείκτες όπου η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά τα τελευταία χρόνια σε εξαιρετικά χαμηλή θέση είναι αυτός που αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες. Σύμφωνα με την έκθεση, αυτές ανέρχονται στην Ελλάδα σε 28,3% επί των κερδών του εργοδότη (28% πέρυσι).
Αξιοσημείωτη είναι η επιδείνωση της θέσης της Ελλάδας στους πυλώνες που αφορούν την αγορά προϊόντων και τον δυναμισμό του επιχειρείν. Ως προς την αγορά προϊόντων, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 81η θέση, από την 63η πέρυσι, και λαμβάνει βαθμό κάτω από τη βάση (49,5 με άριστα το 100) όσον αφορά την ύπαρξη ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά. Αναφορικά με τον δυναμισμό του επιχειρείν, η χώρα υποχωρεί στην 76η θέση, από την 72η πέρυσι, καθώς αφενός παραμένουν αρκετά γραφειοκρατικά εμπόδια (όπως, για παράδειγμα, το ότι χρειάζονται 12,5 ημέρες για να ιδρυθεί μια επιχείρηση) και αφετέρου η επιχειρηματική κουλτούρα δεν είναι ιδιαιτέρως ισχυρή (η Ελλάδα βαθμολογείται με 3,2 με άριστα το 7 ως προς την υιοθέτηση από τις εταιρείες ριζοσπαστικών ιδεών και με 3,8 ως προς την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου).
Υποχώρηση της θέσης της Ελλάδας καταγράφεται ακόμη στους πυλώνες «Υγεία», «Δεξιότητες», «Δυνατότητα Καινοτομίας» και «Μέγεθος Αγοράς», ενώ βελτίωση στους πυλώνες των «Θεσμοί», «Υποδομές» και «Διείσδυση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών».