Μήνυμα (καθ΄υπερβολήν) “7ήμερης” εργασίας ή καλύτερα 7ήμερης επαγρύπνησης, στέλνει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου , με μια αυστηρή εγκύκλιο προς του εισαγγελείς και τους ανακριτές της χώρας. Αφορμή για αυτή ήταν η καθυστέρησης στην εξέταση κατηγορουμένου εντός βραχέως διαστήματος και η καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ.
Πρόκριμα και προτεραιότητα κατά τον συντάκτη της εγκυκλίου , αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημ. Παπαγεωργίου είναι τα δικαιώματα των πολιτών και των κατηγορουμένων που δεν μπορούν ως αναφέρει να περιμένουν:
“…η προσαγωγή συλληφθέντα επ΄αυτοφόρω ή με ένταλμα πρέπει να γίνεται χωρίς αναβολή και πάντως μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψή του και αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του εισαγγελέα στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του” επισημαίνει και συμπληρώνει: “…..Οι προβλέψεις του νόμου και οι κατοχυρωμένες εγγυήσεις σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών στην ελευθερία και την ασφάλεια δεν υποχωρούν κατά τις εξαιρετέες ημέρες. Σάββατα και Κυριακές, εορτές και πανηγύρεις, δεν καταργούν τον εισαγγελέα και τον ανακριτή, ούτε αναστέλλουν την εισαγγελική και ανακριτική δραστηριότητα. Για τον ανακριτή και τον εισαγγελέα (θα λέγαμε με τον τρόπο του Ποιητή) “δεν υπάρχουν καθημερινές και σκόλες””.
Καταδίκη
Αφορμή για την εγκύκλιο του κ.Παπαγεωργίου ήταν η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μετά από προσφυγή κατηγορούμενου. Ο προσφεύγων βασιζόμενος στο άρθρο 5 § 3 (δικαίωμα στην ελευθερία και στην ασφάλεια) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υποστήριξε ότι δεν είχε “προσαχθεί συντόμως ενώπιον δικαστού”, λόγω παραλείψεων στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στηριζόμενος επίσης στο άρθρο 5, παράγραφος 4, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ισχυρίστηκε ότι η αίτησή του για απελευθέρωση με εγγύηση δεν είχε εξεταστεί “εντός βραχείας προθεσμίας”.
Η εγκύκλιος
Ειδικότερα, η εγκύκλιος αναφέρει:
“Κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η προσαγωγή ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα του συλληφθέντος επ´ αυτοφώρω ή με ένταλμα πρέπει να γίνεται χωρίς αναβολή και, πάντως, το αργότερο μέσα σε 24 ώρες από την σύλληψη του και αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του εισαγγελέα, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του( άρθρο 279 παρ.1 ΚΠΔ). Η διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 εδ. α του Συντάγματος, του οποίου “εφαρμογή” αποτελεί το άρθρο 279 ΚΠΔ, απαιτεί κατ΄ουσίαν την τήρηση των ίδιων προθεσμιών κάνοντας λόγο για προσαγωγή του συλληφθέντος στον ανακριτή (ο οποίος, βεβαίως, καθίσταται αρμόδιος αφού ο εισαγγελέας παραγγείλει τη διενέργεια ανάκρισης).
Αντιστοίχως, το άρθρο 5 παρ.3 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι το συλληφθέν πρόσωπο πρέπει να προσαχθεί συντόμως. Η ακριβής εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων της εσωτερικής και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και η (δι’ αυτής) αποτροπή ενδεχόμενων παραβιάσεων του άρθρου 5 παρ.3 της ΕΣΔΑ προϋποθέτει ότι σε όλες τις Εισαγγελίες της χώρας (Πρωτοδικών και Εφετών) πρέπει να υπάρχει, κάθε ώρα και κάθε μέρα, ετοιμότητα συγκεκριμένου εισαγγελικού λειτουργού (“Εισαγγελέα Υπηρεσίας”), ο οποίος θα μεταβαίνει και εκτάκτως στο γραφείο της Εισαγγελίας και θα δέχεται τον προσαγόμενο συλληφθέντα. Είναι προφανές ότι αρμόδιος προς τούτο εισαγγελέας (για την ενώπιον του προσαγωγή του συλληφθέντος) μπορεί να είναι, κατά περίπτωση, ο Εισαγγελέας Εφετών (όπως συμβαίνει όταν η σύλληψη γίνεται δύναμη Διατάξεως του Προέδρου Εφετών, εκδοθείσας κατά το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. γ,4 ΚΠΔ, ή δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Η διάρκεια της κράτησης του προσώπου που συλλαμβάνεται πρέπει να είναι η ελάχιστη δυνατή και δεν νοείται χρονοτριβή εξαιτίας εισαγγελικής αναβλητικότητας, οφειλόμενης σε τυχόν απομάκρυνση του εισαγγελέα από την έδρα του ή σε σύμπτωση μη εργάσιμης ημέρας. Οι προβλέψεις του νόμου και οι κατοχυρωμένες εγγυήσεις σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών στην ελευθερία και την ασφάλεια δεν υποχωρούν κατά τις εξαιρετέες ημέρες. Σάββατα και Κυριακές, εορτές και πανηγύρεις, δεν καταργούν τον εισαγγελέα και τον ανακριτή, ούτε αναστέλλουν την εισαγγελική και ανακριτική δραστηριότητα. Για τον ανακριτή και τον εισαγγελέα (θα λέγαμε με τον τρόπο του Ποιητή) “δεν υπάρχουν καθημερινές και σκόλες”.
Εντέλει, επισημαίνουμε ότι για το θέμα του “Εισαγγελέα Υπηρεσίας” στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών και Εφετών της Χώρας η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει απευθύνει και κατά το πρόσφατο παρελθόν γενικές οδηγίες, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και πρέπει να τηρούνται από όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς.
2. Η σύνταξη της εισαγγελικής πρότασης επί προσφυγής του προσωρινά κρατούμενου κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης και η εισαγωγή της στο δικαστικό συμβούλιο πρέπει, κατά το νόμο, να γίνεται χωρίς χρονοτριβή ( άρθρο 291/1 εδ.γ ΚΠΔ). Για την ταυτότητα του λόγου, η ίδια ταχύτητα εισαγγελικής ενέργειας πρέπει να επιδεικνύεται και στις περιπτώσεις: α) της προσφυγής του άρθρου 291/1 εδ.β ΚΠΔ (κατά της διάταξης του ανακριτή που απορρίπτει αίτηση άρσης της προσωρινής κράτησης), και β) της αίτησης προς το δικαστικό συμβούλιο του παραπεμφθέντος και προσωρινά κρατούμενου κατηγορουμένου για άρση της προσωρινής κράτησης του ( άρθρο 294 /1 εδ.α ΚΠΔ). Η δεύτερη αυτή περίπτωση υπήρξε αντικείμενο της δικανικής κρίσης του ΕΔΔΑ στην εν θέματι απόφασή του. Δηλαδή, πρέπει, έναντι των άλλων υπηρεσιακών υποχρεώσεων του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού, να δίδεται απόλυτη προτεραιότητα στη σύνταξη της εισαγγελικής πρότασης, όταν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο προκειμένου να εκδοθεί, με την ίδια οφειλόμενη ταχύτητα, βούλευμα, που αφορά την προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου. Μόνο η κατά τον παραπάνω τρόπο εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ΚΠΔ από τον εισαγγελέα μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 5/4 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του προσωρινά κρατούμενου για έλεγχο της νομιμότητας της προσωρινής κράτησης εντός βραχείας προθεσμίας και μειώνει τον κίνδυνο συναφών δυσμενών για την Ελλάδα αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Οι κ.κ. Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών της Χώρας, εκτός από την κοινοποίηση της παρούσας στους εισαγγελικούς λειτουργούς της περιφέρειας τους, παρακαλούνται να ασκούν την δέουσα εποπτεία για την τήρηση της”.