Αριθμός 445/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Δεκεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσείοντων: 1)Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρό αυτού, 2)Σ. Ν., κατοίκου … και 3)Σ. Π., κατοίκου …. Το πρώτο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………….., που δεν κατέθεσε προτάσεις, η δεύτερη παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………… και ο τρίτος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του …………….., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: “…” που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της …………… και ……………., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/2009 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 94/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16/11/2017 αίτησή τους και τους από 8/8/2018 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 ισχύοντος από 2.4.2012 κατά το άρθρο 113 αυτού, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, και η οποία αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 μετά την αναδιατύπωση του εν λόγω άρθρου, ισχύοντος από 1.1.2016 [κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου αυτού νόμου], προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα όμως με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 614 παρ. 5 του ιδίου Κώδικα (διαφορές για αμοιβές, μεταξύ άλλων, μηχανικών – προηγουμένως άρθ. 677 επ. του ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την κατάθεση της ένδικης από 16.11.2017 και με αριθ. κατάθεσης 35/16.11.2017 αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 94/2017 απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Αιγαίου, με αντικείμενο διαφορά αφορώσα την καταβολή αμοιβής μηχανικού, οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην επισύναψη του υπ’ αριθ. 174564849958 0115 0053 ηλεκτρονικού παραβόλου, ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά όμως, ως διαφορά για την καταβολή αμοιβής σε μηχανικό, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους αναιρεσείοντες, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης αναίρεσης (ΑΕΔ 3, 4/2014).
Με την από 16.11.2017 και με αριθ. κατάθεσης 35/16.11.2017 αίτηση αναίρεσης και τους από 8.8.2018 και με αριθ. κατάθ. 64/8.8.2018 δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας υπ’ αριθ. 94/14.6.2017 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Αιγαίου. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγιναν τυπικά δεκτές και απορρίφθηκαν κατ’ ουσία οι συνεκδικασθείσες: α) από 8.7.2011 και με αριθ. κατάθ. 23/11.7.2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ”, ως κατά νόμο υποκατάστατου για την καταβολή της οφειλομένης σε μηχανικούς αμοιβής, β) από 7.7.2011 και με αριθ. κατάθ. 24/11.7.2011 έφεση των προσθέτως κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δίκη παρεμβάντων μηχανικών υπέρ του άνω ενάγοντος Ν.Π.Δ.Δ. και ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων και γ) με ίδιο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι έφεσης των ως άνω εκκαλούντων – προσθέτως παρεμβάντων κατά της με αριθ. 1/13.1.2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου. Με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που επικυρώθηκε κατά τ’ ανωτέρω με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μετά από αντικατάσταση των αιτιολογιών, είχαν απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμες: α) η από 11.12.2009 και με αριθ. κατάθ. 803/15.12.2009 αγωγή του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ”, κατά της πρώτης των εκεί εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητης …, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον …………………………, με την οποία ζητείτο η επιδίκαση στο ως άνω Ν.Π.Δ.Δ., ως υποκατάστατο των μηχανικών Σ. Ν. και Σ. Π., των χρηματικών ποσών των 343.986,43 και 349.945,10 ευρώ αντίστοιχα, ως οφειλομένη σε αυτούς αμοιβή από σύμβαση έργου. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως παθητικώς ανομιμοποίητη η αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του δευτέρου των εναγομένων, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης …, μη διαδίκου στις επόμενες της πρωτοβαθμίου δίκες και β) η ασκηθείσα κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης δίκης, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος Ν.Π.Δ.Δ. των ως άνω μηχανικών Σ. Ν. και Σ. Π., ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί αντιγράφου αυτής της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ο. Δ., η δε αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2017 (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ.1, 144 του ΚΠολΔ). Επίσης οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης των δευτέρου και τρίτης των αναιρεσειόντων ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 8 Αυγούστου 2018 (αρ. κατ. 64/8.8.2018) και επίδοση αυτού στις 7 Σεπτεμβρίου 2018 στην αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένη με αριθμό ….40/7.9.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Δ., ήτοι περισσότερες από τριάντα ημέρες πριν την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11ης Δεκεμβρίου 2018 (άρθ. 569 παρ.2 του ΚΠολΔ), οπότε συζητήθηκε η υπόθεση. Είναι συνεπώς παραδεκτοί (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στα άνω δικόγραφα λόγων αναίρεσης (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚπολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι και η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή / και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου. Με τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή / και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθ. 694 ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Σύμφωνα δε με τα όσα ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρόνο, πριν την κατάργηση των υποχρεωτικών ελαχίστων ορίων αμοιβής των μηχανικών με το άρθρο 7 του Ν. 3919/2011, η αμοιβή αυτή δεν επιτρεπόταν να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής που καθορίζονται από τις διατάξεις του Π. Δ/τος 696/1974 “Περί αμοιβών μηχανικών διά σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβήν κλπ” (ΦΕΚ Α 301), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Π.Δ/μα 515/1989 (ΦΕΚ Α 219), που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 59 του Ν. Δ/τος της 17.7/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων κλπ” και του άρθρου μόνου του Ν. Δ/τος 2726/1953, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 46 περ. δ` του Ν. 3316/2005 (ΦΕΚ Α 42) (ΑΠ 82/2016, ΑΠ 77/2011, ΑΠ 648/2010). Την ως άνω αμοιβή δύναται να αξιώσει είτε το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του Β. Δ /τος 30/31.5.1956, είτε ο ίδιος ο μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 104 παρ. 2 εδ. 1 του εν λόγω Π.Δ/τος “Δια τα ιδιωτικά έργα η πλήρης αμοιβή της μελέτης δέον να κατατίθεται, κατά τας κειμένας διατάξεις, προ της υποβολής της συνταχθείσης μελέτης προς έγκρισιν ή έκδοσιν της τυχόν απαιτουμένης αδείας”. Με την διάταξη αυτή, για την πληρωμή της αμοιβής του μηχανικού, εισάγεται παρέκκλιση από την από το άρθρο 694 ΑΚ καθιερωμένη αρχή, κατά την οποία η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται συγχρόνως με την παράδοση του έργου, και ορίζεται ότι η καταβολή της αμοιβής του μηχανικού για την εκπόνηση μελέτης προς έκδοση αδείας ανεγέρσεως οικοδομής γίνεται μόλις ολοκληρωθεί η μελέτη και πριν αυτή υποβληθεί στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία προς έκδοση της άδειας. Δεν καταβάλλεται μάλιστα αυτή (αμοιβή) στα χέρια του μηχανικού, αλλά κατατίθεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος για λογαριασμό του, μετά την κατάθεση δε αυτής ο μηχανικός υποβάλλει το φάκελο, μαζί με την απόδειξη προκατάθεσης της αμοιβής του, στην Πολεοδομική Υπηρεσία. Εάν δεν προσκομίσει την απόδειξη αυτή ο φάκελος θεωρείται ελλιπής και δεν επιτρέπεται να εκδοθεί άδεια.
Συνεπώς, η αμοιβή του μηχανικού είναι καταβλητέα μόλις αυτός ολοκληρώσει τη μελέτη, η ολοκλήρωση δε της παράδοσης αυτής (του έργου) γίνεται με την υποβολή της μελέτης στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία για την έκδοση της άδειας (ΑΠ 686/2007, ΑΠ 551/2007, ΑΠ 225/2003).
Αυτονόητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι η εκπόνηση της μελέτης από τον μηχανικό στον οποίο είχε ανατεθεί από τον εργοδότη το έργο αυτό. Εξάλλου στη μεταξύ του εργολάβου – μηχανικού και του εργοδότη σύμβαση έργου εφαρμόζονται και οι λοιπές διατάξεις των άρθρων 681 επόμ. του ΑΚ, μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι: “Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της”.
Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του άρθρου 686 εδ. α` του ΑΚ για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως σε ευθύνη τρίτου ή ακόμη και σε ανώτερη βία. Επίσης δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010).
Ειδικότερα επί οικοδομικού έργου, η χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη παράλειψη έκδοσης από τον εργολάβο – μηχανικό της κατά νόμο απαιτουμένης οικοδομικής αδείας για την ανέγερση της οικοδομής ή η παράλειψη αναθεώρησης αυτής, οσάκις τούτο απαιτείται, με συνέπεια την καθυστέρηση στην έναρξη ή στην ολοκλήρωση των εργασιών, παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 686 εδ. α του ΑΚ (ΑΠ 77/2011).
Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 686 εδ. α, 387 παρ. 2, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 επ. του ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 997/2010, ΑΠ 1031/2004). Στην περίπτωση δε αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του ληφθέντος αντικειμένου ο οφειλέτης αποδίδει το γι’ αυτό ληφθέν αντάλλαγμα. Επί παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του έργου που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ΑΠ 77/2011). Η δήλωση του εργοδότη ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση είναι απρόθεσμη και δεν υπόκειται σε παραγραφή, για την εγκυρότητα δε αυτής είναι αδιάφορο αν κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος του ανατεθέντος έργου. Είναι τελείως διαφορετικό ότι στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης έχει κατά τη διακριτική του ευχέρεια το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οπότε ο εργοδότης οφείλει στον εργολάβο μόνο την αντίστοιχη αμοιβή για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο με βάση τη σύμβαση (ΑΠ 1035/2010) και να μην υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση.
Το παρεχόμενο με το άρθρο 686 εδ. α του ΑΚ δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά τον συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν πληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι από το άρθρο 686 εδ.α του ΑΚ υποχρεώσεις του εργολάβου για την έγκαιρη έναρξη και για τη μη επιβράδυνση των εργασιών εκτέλεσης του έργου κατά τρόπο, που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ’ εξοχή στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη ολοκλήρωση και παράδοση του έργου (ΑΠ 652/2008, ΑΠ 1619/1996). Για τη θεμελίωση του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α του ΑΚ δικαιώματος υπαναχώρησης του εργοδότη από την εργολαβική σύμβαση, απαιτείται α) αντισυμβατική καθυστέρηση έναρξης της εκτέλεσης του έργου ή αντισυμβατική επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη και β) αδυναμία έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξαιτίας της καθυστέρησης έναρξης ή της επιβράδυνσης της εκτέλεσης.
Περαιτέρω στην περίπτωση που η μη έγκαιρη έναρξη του έργου ή η επιβράδυνση των εργασιών οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε τα δικαιώματα του εργοδότη από την υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια, σύμφωνα με το εδάφιο β της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 686 του ΑΚ και κατά συνέπεια κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β, 343 παρ.2, 383, 385, 389 παρ.2 και 390 του ΑΚ ο εργοδότης μπορεί και πάλι να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 1378/2010) και μάλιστα χωρίς να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο εύλογη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του τελευταίου προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο εργοδότης δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Οι σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπαναχώρηση εκ μέρους του δικαιούχου συνιστά μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, η δε δήλωση αυτής, ρητή ή και σιωπηρά, δεν υπόκειται σε τύπο, είναι απρόθεσμη και μπορεί να γίνει και με την άσκηση αγωγής (ΑΠ 1759/2009).
Διάφορη της κατά τα ανωτέρω υπαναχώρησης συνιστά η κατά τη διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης έργου, κατά την οποία ο εργοδότης έχει δικαίωμα μέχρι την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο τη σύμβαση, οπότε αυτή λύεται για το μέλλον (ex nunc), αυτός δε οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη συνιστά υπαναχώρηση κατά το άρθρο 686 του Α.Κ. ή καταγγελία κατά το άρθρο 700 του Α.Κ. υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, με βάση τα κατ` ουσία γενόμενα δεκτά ανελέγκτως πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1376/2012).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Επί πλέον από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Δυνάμει του από 9.8.1996 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης … [ήδη αναιρεσίβλητης], που εκπροσωπείται νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας, από τον Σεβασμιώτατο Φ. Π., καθολικό Επίσκοπο ………………… και των υποκαθισταμένων μελών του ενάγοντος Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος [ήδη πρώτου των αναιρεσειόντων], αρχιτέκτονος μηχανικού Σ. Ν. και πολιτικού μηχανικού Σ. Π. [ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων αντίστοιχα], η εναγομένη ανέθεσε στους υποκαθισταμένους μηχανικούς την εκπόνηση μελέτης και την επίβλεψη του έργου σχετικά με α) την ανέγερση νέας ισόγειας οικοδομής, επιφανείας 399,48 τμ και β) την αναστύλωση παλαιών κτισμάτων, ήτοι την ανακατασκευή παλαιών ερειπωμένων μοναστηριών, τα οποία είχαν παραχωρηθεί στην …, ήτοι Κτίριο διαμονής ιερέων, Πτέρυγα Μονής ………….., Κτίριο Εστιατορίου της Μονής ………………, κτίριο επονομαζόμενο ….. και Κτίριο ….., τα οποία είχαν καταστραφεί από τους σεισμούς του 1956, ώστε να λάβουν τη μορφή που είχαν στο παρελθόν, αποτελουμένων εκ δύο ορόφων, συνολικής επιφάνειας 3.736,15 τμ. Το όλο έργο θα κατασκευαζόταν επί δύο εφαπτόμενων ακινήτων ιδιοκτησίας της εναγομένης στα …, προκειμένου να στεγαστεί στο νέο κτίριο οίκος ευγηρίας. Πράγματι σε εκτέλεση της άνω σύμβασης, οι υποκαθιστάμενοι – προσθέτως παρεμβαίνοντες μηχανικοί προέβησαν στη σύνταξη όλων των απαιτουμένων μελετών (αρχιτεκτονική, θερμομόνωσης, φέροντος οργανισμού κλπ), τις οποίες υπέβαλαν στις 19.12.1996 στο Πολεοδομικό Γραφείο Θήρας προς έκδοση των απαιτούμενων οικοδομικών αδειών και επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν αντίστοιχα οι υπ’ αριθ. 50/1997 οικοδομική άδεια (για την ανέγερση του νέου ισογείου κτίσματος) και υπ’ αριθ.51/1997 (για την αναστύλωση του υπάρχοντος) οικοδομική άδεια. Περαιτέρω απεδείχθη ότι η εναγομένη, δυνάμει προφορικής συμβάσεως έργου ανέθεσε την επίβλεψη και τον συντονισμό του όλου έργου στον πολιτικό μηχανικό Ά. Δ., ενώ στη συνέχεια δημοπράτησε το όλο έργο, την ανέγερση του οποίου ανέλαβε ο εργολάβος Π. Ο. δυνάμει των από 5.11.1999, 15.11.2001 και 5.11.2002 ιδιωτικών συμφωνητικών, το πρώτο εκ των οποίων αφορούσε την εκτέλεση του έργου των χονδροκατασκευών στα κτίρια των Ιερέων και της πρώην Σχολής [ενν. Μονής] ……, το δεύτερο στην εκτέλεση του έργου των χονδροκατασκευών στα κτίρια …., …. και …. και το τρίτο την εκτέλεση του πρόσθετου έργου κατασκευής οροφής τραπεζαρίας, ευρισκομένης στο Κτίριο του Μαγειρείου. Στα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία υπογράφηκαν για λογαριασμό της εναγομένης, από τον τοπικό ιερέα Ν. Κ., καθοριζόταν ο ακριβής χρόνος παραδόσεως του κάθε επί μέρους έργου, ενώ σε περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου, προβλεπόταν η εκ μέρους του καταβολή χρηματικού ποσού ως ποινικής ρήτρας, καθώς και δυνατότητα της εναγομένης να τον κηρύξει έκπτωτο. Έτσι με βάση το από 5.11.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό το κτίριο των Ιερέων έπρεπε να παραδοθεί στις 25.1.2000, το κτίριο των …… στις 25.2.2000, με βάση το από 25.11.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό το κτίριο του …… έπρεπε να παραδοθεί στις 25.1.2002, το κτίριο του …….. στις 25.2.2002, το κτίριο του …. στις 25.1.2002 και τέλος, με το από 5.11.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό ο όροφος τραπεζαρίας έπρεπε να παραδοθεί στις 5.5.2003. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης των άνω οικοδομικών αδειών η εντολή του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης Επισκόπου Φ. Π. προς τους δύο υποκαθισταμένους μηχανικούς ήταν η ταχεία εκτέλεση του έργου στα πλαίσια της νομιμότητας, λόγω της διαφύλαξης του κύρους της Καθολικής Εκκλησίας στο νησί της …. Περί αυτής της εντολής είναι ενδεικτική η από 25.8.1997 επιστολή του άνω Επισκόπου προς το τεχνικό γραφείο της Σ. Ν., στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ” … η έκπληξή μου είναι μεγάλη, όταν μου παρουσιάσατε σχέδια εφαρμογής που δεν ήταν εγκεκριμένα … κάθε αλλαγή στην εκτέλεση των εγκεκριμένων σχεδίων μπορεί να θεωρηθεί παράβαση … από την πλευρά μας δεν θέλουμε να δίνουμε αφορμές για το παραμικρό.” Στη συνέχεια, απεδείχθη ότι κατά τη διάρκεια των εκσκαφών προέκυψαν διάφοροι μη προβλεπτοί παράγοντες και δη ανακαλύφθηκαν υπόσκαφες στοές στο υπέδαφος της θεμελιώσεως των κτιρίων, υδαταποθήκες και χαλαρότητα του εδάφους επί των οποίων είχαν θεμελιωθεί τα παλαιά κτίρια, με αποτέλεσμα να απαιτούνται νέες μελέτες προς αντιμετώπιση των ευρημάτων και αναθεώρηση των αρχικών οικοδομικών αδειών, προκειμένου να αναπροσαρμοστούν οι νέες κατασκευές με τα δεδομένα αυτά. Κατόπιν αυτών η εναγομένη έδωσε εντολή στους υποκαθιστάμενους μηχανικούς να προβούν σε αναθεώρηση των αδειών, με εκπόνηση νέων μελετών, ώστε να συνεχιστεί και να περατωθεί νομίμως το όλο έργο. Εξάλλου, απεδείχθη ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί κατέθεσαν στο Πολεοδομικό Γραφείο … τις με αριθ. πρωτ. 405 και 406/27.2.2004 αιτήσεις για την αναθεώρηση των υπ’ αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών, χωρίς παράλληλα να επισυνάψουν στις αιτήσεις αυτές τα σχετικά σχέδια και μελέτες που απαιτούνταν για την έγκριση των αναθεωρήσεων, αφού αυτοί δεν είχαν εκπονήσει οριστικά σχέδια, αλλά ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών προέβαιναν σε συνεχείς αλλαγές και μετατροπές των σχεδίων και μελετών τους. Οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί σχετικά με το ζήτημα της υποβολής των μελετών ισχυρίζονται ότι οι μελέτες και τα σχεδιαγράμματα υποβλήθηκαν μαζί με τις αιτήσεις, πλην όμως οι αναθεωρήσεις των αδειών δεν εγκρίθηκαν, λόγω της άρνησης της εναγομένης να καταβάλει στην Τράπεζα και στα αρμόδια Ταμεία τις από το νόμο προβλεπόμενες αμοιβές τους και σε κάθε περίπτωση είχαν παραδώσει στην εναγομένη τα νέα σχέδια και τις μελέτες τους, ενώ αντίθετα η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ουδέποτε κατατέθηκαν στην Πολεοδομία …. οι μελέτες με τα σχεδιαγράμματα, ούτε παραδόθηκαν σε αυτήν σχέδια και μελέτες, ότι το έργο παρουσίασε σημαντικές καθυστερήσεις και η συνέχιση του έργου, λόγω μη έγκρισης των αναθεωρήσεων αυτών, κατέστησε το έργο αυθαίρετο, σε αντίθεση με όσα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών τόσο ως προς το χρόνο ολοκλήρωσης του έργου αλλά και ως προς τη νομιμότητά του. Ο ισχυρισμός των υποκαθισταμένων μηχανικών περί υποβολής των μελετών στην Πολεοδομία και περί παράδοσής τους στην εναγομένη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον σχετικοί φάκελοι με μελέτες και σχεδιαγράμματα δεν βρέθηκαν στην Πολεοδομία …., παρά τον μεταγενέστερο έλεγχο που συνέβη και το Δικαστήριο κρίνει ότι οι φάκελοι δεν βρέθηκαν για το λόγο ότι ουδέποτε είχαν υποβληθεί μαζί με τις αιτήσεις. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύεται: α) από την από 11.11.2004 επιστολή του γενικού επιβλέποντος το έργο πολιτικού μηχανικού Α. Δ. προς την εναγομένη, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει εννέα μήνες μετά την υποτιθέμενη κατάθεση των φακέλων “… από την αρχιτέκτονα Σ. Ν. ετοιμάζονται τα σχέδια για την αναθεώρηση ή την ενημέρωση των φακέλων των αδειών κατά περίπτωση”, απ’ όπου με σαφήνεια προκύπτει ότι σχέδια για αναθεώρηση των αδειών δεν είχαν υποβληθεί. Η ενημέρωση των φακέλων αφορά διάφορα άλλα έγγραφα, αλλά όχι τις αρχικές μελέτες για αναθεώρηση των αδειών. Μάλιστα ο Ά. Δ. στην ανωτέρω επιστολή του παραδέχεται ότι οι εργολάβοι λόγω της απασχόλησής του[ς] και με άλλα έργα στο νησί δεν μπόρεσαν ν’ ανταποκριθούν στην έγκαιρη εκτέλεση του έργου, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις και επιβάρυνση του κόστους, η δε εκπόνηση νέων μελετών δεν έγινε για να μην καθυστερήσει περαιτέρω το έργο και προτιμήθηκε το έργο να προχωρήσει με παροχή τμηματικών οδηγιών στους εργολάβους, β) από την από 19.2.2006 επιστολή του ίδιου πολιτικού μηχανικού Α. Δ. προς τον Επίσκοπο Φ. Π., στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει “…Σας έχω ενημερώσει ότι μέχρι σήμερα οι αναθεωρήσεις των μελετών δεν έχουν συντελεστεί και ότι οι μελέτες ανασυντάσσονταν συνεχώς ανάλογα με τα ευρήματα που ανέκυπταν σε κάθε κτίριο και επέβαλλαν κάθε φορά διαφορετικές αλλαγές στη λειτουργία, άρα και στο περιεχόμενο των κτιρίων… “, απ’ όπου με σαφήνεια προκύπτει ότι δεν υπήρχαν μελέτες που είχαν υποβληθεί τον Φεβρουάριο του 2004, γιατί αυτές άλλαζαν ανάλογα με τα ευρήματα των εκσκαφών, γ) από την από 15.5.2013 εισηγητική έκθεση της αρχιτέκτονος μηχανικού Φ. Π. – Π. ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στην οποία αναγράφονται οι πειθαρχικές παραβάσεις των υποκαθισταμένων μηχανικών και πιο συγκεκριμένα η εκ των υστέρων εκπόνηση των σχεδιαγραμμάτων (το έτος 2006) αντί του έτους 2004, σε συνδυασμό με την παραβίαση των πολεοδομικών διατάξεων, λόγω συνέχισης οικοδομικών εργασιών χωρίς αναθεώρηση της άδειας. Σημειώνεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την υπ’ αριθμ. 49/2013 απόφασή του αποφάσισε τη θέση στο αρχείο της υπόθεσης, λόγω παραγραφής, δ) από το πόρισμα της διενεργήσασας την ΕΔΕ στην Πολεοδομία Θήρας σχετικά με την απώλεια των φακέλων αναθεώρησης Α. Συμεοπούλου, στο οποίο, αφού έγινε εξέταση των υπαλλήλων της Πολεοδομίας σχετικά με την απώλεια φακέλων, διαπιστώνεται ότι η λειτουργία της Υπηρεσίας αυτής ήταν εντελώς ανεπαρκής, αφού δεν γινόταν προέλεγχος των εισερχομένων εγγράφων, δεν γινόταν έλεγχος των συνημμένων αν υπάρχουν ή όχι, δεν χρεώνονταν από τον Προϊστάμενο οι φάκελοι ώστε να υπάρχει υπάλληλος υπεύθυνος για κάθε φάκελο, ενώ οι φάκελοι διακινούνταν από τους ιδιώτες μηχανικούς κατά βούληση. Μάλιστα από την αρμόδια υπάλληλο του πρωτοκόλλου Συριανού και τον Προϊστάμενο …………., προέκυψε ότι ήταν δυνατή η υποβολή μόνο αιτήσεων χωρίς φακέλους, ενώ όσες είχαν συνημμένα φακέλους διακινούνταν από τους ιδιώτες μηχανικούς. Το συμπέρασμα της ΕΔΕ είναι ότι υπάρχουν τρεις εκδοχές για τη μη ανεύρεση των φακέλων. Ή δεν κατατέθηκαν ποτέ σχέδια αναθεώρησης παρά μόνο αιτήσεις, ή αυτά τα υπεξαίρεσε η Καθολική Εκκλησία μέσω των συμβούλων της ή αυτά παράπεσαν και χάθηκαν, ε) από την πρώτη σελίδα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Γ. Κ., όπου υπό τον τίτλο, σύντομο ιστορικό του έργου, αναφέρει μεταξύ άλλων “…Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 12.11.2009 στο ΤΕΕ, παρουσία των δικηγόρων του ΤΕΕ, των μηχανικών και του πραγματογνώμονα, ο Σ. Π. και οι δικηγόροι του παρείχαν τη διαβεβαίωση ότι έχουν τα σχέδια και τις μελέτες αναθεώρησης και δεσμεύτηκαν να τις χορηγήσουν στην Καθολική Επισκοπή εντός προθεσμίας 3 – 4 ημερών. Ο Σ. Π. μάλιστα προθυμοποιήθηκε να φωτοτυπήσει τις μελέτες και τα σχέδια και να τα χορηγήσει στην Καθολική Επισκοπή, πλην όμως μετά πάροδο 15 ημερών δεν είχε λάβει η Επισκοπή τα αντίγραφα και ο εκπρόσωπός της ζήτησε να καθορισθεί ημερομηνία παραλαβής των αντιγράφων, τα οποία τελικά ουδέποτε παραδόθηκαν”. Από την άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης σαφώς προκύπτει ότι οι φάκελοι των αναθεωρήσεων δεν είχαν παραδοθεί ποτέ στην εναγομένη μέχρι το 2009, όπου και αυτή αναζητούσε τις μελέτες, οι οποίες παρά την υπόσχεση του υποκαθισταμένου μηχανικού δεν χορηγήθηκαν, στ) από την από 2.3.2006 επιστολή του Επισκόπου Φ. Π. προς τον γενικό επιβλέποντα το έργο Α. Δ., στον οποίο ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης παραπονείται ότι “…από το καλοκαίρι του 2003 ζητώ μία ολοκληρωμένη σειρά σχεδίων για να ζητήσω μία επιχορήγηση είτε από κάποιο κρατικό φορέα, είτε από κάποιον Οργανισμό της Καθολικής Εκκλησίας … πρέπει να τακτοποιηθούν όλα τα νομικά θέματα που εκκρεμούν ώστε η οικοδομή να είναι νόμιμη σε όλα, πρέπει να πάρουμε αναθεώρηση της άδειας … θέλω να μου παρουσιάσετε τις τεχνικές μελέτες, οι οποίες υπάρχουν, σύμφωνα με όσα μου έγραψες, αλλά δεν τις είδα ποτέ”. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το υπ’ αριθ. 3581/2008 έγγραφο της Πολεοδομίας …, στο οποίο αναγράφεται ότι “Σε απάντηση του σχετικού, σας γνωρίζουμε ότι ύστερα από έλεγχο στο πρωτόκολλο της Υπηρεσίας μας, έχουν κατατεθεί φάκελοι αναθεώρησης με αριθ. πρωτ. 405 και 406/27.2.2004 …”, καθόσον η συντάξασα το έγγραφο αυτό Μ. Κ. στην άνω ΕΔΕ κατέθεσε ότι το έγγραφο αυτό εξεδόθη χωρίς να γίνει ιδιαίτερη έρευνα στο αρχείο της υπηρεσίας, απλά με την επίδειξη του βιβλίου του πρωτοκόλλου, ούτε από το υπ’ αριθμ. 840/7.4.2009 έγγραφο της Πολεοδομίας, στο οποίο αναγράφεται ότι “… κατατέθηκαν φάκελοι αναθεώρησης, που φαίνεται να μην έχουν χρεωθεί για ενέργειες σε κάποιον υπάλληλο της πολεοδομίας…”, αφού όπως εκτέθηκε ήταν δυνατή η κατάθεση μόνο αίτησης και η διακίνηση των φακέλων γινόταν από τους ιδιώτες μηχανικούς κατά τρόπο αντιδεοντολογικό, σύμφωνα με την ανωτέρω ΕΔΕ. Ομοίως δεν αναιρούνται από το υπ’ αριθμ. 3478/4.11.2010 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Θήρας, το οποίο αναφέρεται ότι έχουν κατατεθεί αιτήσεις ανασύστασης φακέλων και δεν αφορά στους φακέλους που δεν έχουν ανευρεθεί, ούτε από το υπ’ αριθμ 1489/2009 και 1451/2009/14.7.2009 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Θήρας, στο οποίο αναγράφεται ότι έχουν κατατεθεί στην Πολεοδομία αιτήσεις και αναγράφει επιπλέον τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση οικοδομικής αδείας, αλλά ούτε και από το υπ’ αριθμ. 35/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, που απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία κατά των υποκαθισταμένων μηχανικών για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο, αφού αυτό δεν έκρινε επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά μόνο επί εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ σχετικά με ασάφειες του προσβαλλομένου υπ’ αριθμ. 45/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Νάξου. Επιπλέον η κατάθεση της συνεργάτιδος της Σ. Ν. Χ. Κ. στην υπ’ αριθμ, 2425/2010 ένορκη βεβαίωση της περί παράδοσης φακέλων των αναθεωρήσεων στον ιερέα Ν. Κ. δεν κρίνεται πειστική, αφού έρχεται σε αντίθεση με όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία και δόθηκε πολύ αργότερα (6 έτη μετά την υποτιθέμενη παράδοση των φακέλων προς διευκόλυνση της συνεργάτιδός της μηχανικού. Επομένως με βάση όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα, σαφώς προκύπτει ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί ουδέποτε κατέθεσαν ολοκληρωμένες και πλήρεις μελέτες για την αναθεώρηση των άνω οικοδομικών αδειών, ούτε βεβαίως είχαν παραδώσει τέτοιες μελέτες στον Επίσκοπο Φ. Π., αλλά αντίθετα αυτοί εκτελούσαν το έργο με αργούς ρυθμούς, παρά τα προβλήματα τεχνικής φύσεως που είχαν ανακύψει, και έδιναν εντολές στον εργολάβο ………….. για συνέχιση εργασιών με μελέτες και οδηγίες που διαρκώς μεταβάλλονταν, όπως στην ανωτέρω επιστολή του ανέφερε ο Ά. Δ.. Περαιτέρω, πλήρως απεδείχθη ότι το έργο καθυστέρησε χωρίς υπαιτιότητα της εναγομένης, και παρά το γεγονός ότι μέχρι και το τέλος περίπου του έτους 2004 είχε καταβάλει για την ολοκλήρωση του έργου ένα σημαντικό ποσό και επιθυμούσε την ολοκλήρωσή του. Η καθυστέρηση αυτή φαίνεται και στην από 2.12.2002 επιστολή του Φ. Π. προς τον Ά. Δ., όπου αναφέρει ότι “πέρασε ένας χρόνος από τότε που ανακαλύψατε τη ρωγμή του εδάφους και έπρεπε να κάνετε μετατροπές. Ο δον Ν. με πληροφορεί ότι οι εργασίες έχουν σταματήσει και περιμένουν σχέδιο …”. Εξάλλου απεδείχθη ότι από τον Φεβρουάριο του 2004, οπότε υποβλήθηκαν οι ως άνω αιτήσεις αναθεώρησης, μέχρι το τέλος του 2004, οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί συνέχισαν τις εργασίες, χωρίς εμπεριστατωμένη μελέτη, αλλά με συνεχώς μεταρρυθμιζόμενα σχέδια και χωρίς ν’ αναμένουν την αναθεώρηση των αδειών, ώστε η όλη οικοδομή να είναι [ενν. μη] νόμιμη, παρά τη ρητή εντολή της εναγομένης περί τήρησης της νομιμότητας εκ μέρους της. Περί τα τέλη του 2004 οι σχέσεις των δύο πλευρών κλονίσθηκαν, λόγω του αργού ρυθμού των εργασιών, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος κατασκευής για το [ενν. έργο των] εκσκαφών, για το οποίο υπήρξαν αντιρρήσεις της εναγομένης, αλλά και της μη αναθεώρησης των αδειών για να προχωρήσει το έργο νόμιμα. Τα ανωτέρω τα δέχεται ακόμα και ο εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυς του ενάγοντος Μ. Κ., ο οποίος κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι “… Τον Οκτώβρη 2004 η εναγομένη σταμάτησε να τους πληρώνει… Η Καθολική Επισκοπή ισχυριζόταν ότι οι τιμές των εκσκαφών ήταν μεγαλύτερες από αυτές που η ίδια είχε βρει…”. Ο επίσκοπος Φ. Π., προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι παραπάνω υποψίες του ήταν βάσιμες και κυρίως εάν τηρήθηκε η νομιμότητα σε σχέση με τα προβλεπόμενα στις υπ’ αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικές άδειες, απευθύνθηκε περί το Νοέμβριο του 2005 σε ομάδα εμπειρογνωμόνων, τελούσα υπό τη καθοδήγηση του Ι. Σ., αρχιτέκτονα – μηχανικού και μέλη τους μηχανικούς Σ. Π. – Φ. και Ε. Κ., η ομάδα δε αυτή, αφού μελέτησε τους φακέλους των υπ’ αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών, έκανε αυτοψία του χώρου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η “νέα ισόγειος οικοδομή” διέφερε από την εγκεκριμένη με την υπ’ αριθ. 50/1977 οικοδομική άδεια ως προς τη θέση του κτιρίου, τις διαστάσεις και το εμβαδόν, το σχήμα και τις πλάγιες αποστάσεις, με αποτέλεσμα το κτίριο να καθίσταται εξ ολοκλήρου αυθαίρετο. Οι ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές επιβεβαιώνονται από την υπ’ αριθ. πρωτ. 2255/2010 έκθεση αυτοψίας της Πολεοδομίας, όπου εμφαίνονται οι οικοδομικές δραστηριότητες καθ’ υπέρβαση των οικοδομικών αδειών κατά παράβαση του άρθρου 22 ΓΟΚ και επιβάλλεται στην εναγομένη πρόστιμο ανέγερσης 314.734,40 ευρώ, καθώς και ετήσιο πρόστιμο διατήρησης 157.008,68 ευρώ. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η πραγματογνωμοσύνη του Γ. Κ., κατά την οποία παρατηρήθηκαν υπερβάσεις των οικοδομικών αδειών για λόγους ασφαλούς έδρασης του ακινήτου. Ο ισχυρισμός των υποκαθισταμένων μηχανικών – προσθέτως παρεμβαινόντων ότι η αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών δεν εκδόθηκε, λόγω της μη καταβολής της αμοιβής τους από την εναγομένη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η αναθεώρηση των οικοδομικών εργασιών δεν έγινε ποτέ λόγω μη υποβολής των μελετών και σε κάθε περίπτωση αυτοί, ως μηχανικοί, όφειλαν να μην προβούν σε παράβαση του άρθρου 22 του ΓΟΚ, δημιουργώντας αυθαίρετες κατασκευές, αλλά όφειλαν πρώτα να λάβουν την αναθεώρηση των αδειών και κατόπιν να προχωρήσουν την κατασκευή του οικοδομήματος, επί πλέον δε, είναι παράλογο να έχει ήδη ξοδευτεί ένα πολύ μεγάλο ποσό για την μέχρι τότε εκτέλεση του έργου από την εναγομένη, η οποία επιθυμούσε διακαώς την αποπεράτωσή του και την τήρηση της νομιμότητας και να μην καταβάλλει το απαιτούμενο για την έκδοση των αναθεωρήσεων ποσό αμοιβής τους. Μετά τη διαπίστωση εκ μέρους της εναγομένης των αυθαίρετων κατασκευών του ακινήτου, παρά τη ρητή εντολή της για το αντίθετο, της καθυστέρησης των εργασιών και του αυξημένου κόστους, για το οποίο ο επιβλέπων μηχανικός δεν έδωσε λύση, η εναγομένη αποφάσισε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αποστέλλοντας στους υποκαθιστάμενους μηχανικούς την από 16.2.2008 δήλωση υπαναχώρησης που κοινοποιήθηκε σ’ αυτούς στις 14.3.2008 (βλ. υπ’ αριθμ. …70/14.3.2008 και ….798/3.3.2008 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Νάξου και Αθηνών αντίστοιχα Ι. Φ. και Ο. Δ.). Στις ανωτέρω δηλώσεις υπαναχώρησης η εναγομένη εκθέτει ότι υπαναχωρεί των συμβάσεων, λόγω καθυστέρησης του έργου (όφειλε να έχει αποπερατωθεί τον Φεβρουάριο του 2002), για το οποίο δεν είχαν συνταχθεί τα κατάλληλα σχέδια, ούτε έχουν παραδοθεί σ’ αυτήν. Η άνω υπαναχώρηση της εναγομένης, η οποία δεν συνιστά την εκ του άρθρου 700 ΑΚ προβλεπομένη καταγγελία, έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική λύση της σύμβασης και την υποχρέωση απόδοση[ς] των εκατέρωθεν παροχών, που τυχόν έχουν εκτελεσθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο ισχυρισμός των υποκαθισταμένων μηχανικών – προσθέτως παρεμβαινόντων περί καταχρηστικότητας της άνω υπαναχώρησης, που καθ’ υποφοράν εκθέτουν στην αγωγή τους, αλλά και με τις προτάσεις τους σε αντίκρουση της προβληθείσας από την εναγομένη ένστασης υπαναχώρησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι πλήρως απεδείχθη ότι οι εναγόμενοι [ενν. οι προσθέτως παρεμβαίνοντες] αθέτησαν τη συμβατική τους υποχρέωση έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, έστω και αν αυτό δεν οφείλεται σε αποκλειστικό πταίσμα τους, δεν συνέταξαν και ουδέποτε παρέδωσαν στην εναγομένη ολοκληρωμένα τοπογραφικά και μελέτες αναθεώρησης των άνω οικοδομικών αδειών, επί πλέον δε κατέστησαν την εναγομένη κύριο αυθαίρετου κτίσματος με κίνδυνο επιβολής σ’ αυτήν σημαντικών προστίμων. Επομένως η εναγομένη δεν έχει υποχρέωση από τη σύμβαση έργου προς καταβολή της αμοιβής των άνω μηχανικών (που περιλαμβάνει εκτός από την αμοιβή για τις μελέτες, την αμοιβή για την επίβλεψη και την επιμέτρηση του έργου) λόγω της υπαναχώρησής της, αυτοί δε έχουν αξίωση για αμοιβή μόνο από το άρθρο 904 ΑΚ για την ωφέλεια που αποκόμισε η εναγομένη για το τμήμα του έργου που εκτελέσθηκε υπό την επίβλεψή τους μέχρι την υπαναχώρηση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί νόμιμα. Ενόψει όλων αυτών η υπό κρίση αγωγή, με την οποία οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί επιδιώκουν την είσπραξη της αμοιβής τους με βάση τη σύμβαση έργου, που κατήρτισαν με την εναγομένη είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Σημειώνεται ότι επί όμοιας αγωγής του γενικού επιβλέποντος μηχανικού Ά. Δ. κατά της εναγομένης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 105/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου (έχει ήδη εκδοθεί εισήγηση του Εισηγητή Αρεοπαγίτη περί απόρριψης αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής, αλλά δεν προσκομίζεται απόφαση του Αρείου Πάγου), η οποία έκρινε ότι δεν παραδόθηκαν μελέτες με τις αιτήσεις αναθεώρησης των οικοδομικών αδειών και νομίμως υπαναχώρησε από τη σύμβαση η εναγομένη. Είναι βέβαια αληθές ότι οι ως άνω υποκαθιστάμενοι μηχανικοί αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία αμετάκλητα με την υπ’ αριθ. 128/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αιγαίου για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που αφορούσε την κατάθεση φακέλων στην Πολεοδομία, πλην όμως από την άνω αθωωτική γι’ αυτούς απόφαση δεν δημιουργείται για την εναγομένη δεσμευτικό για το παρόν πολιτικό Δικαστήριο δεδικασμένο (ΑΠ 874/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλλε κατ’ αποτέλεσμα και συνεπώς οι λόγοι έφεσης του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και των προσθέτως παρεμβαινόντων μηχανικών και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης περί επιδίκασης αμοιβής για την επίβλεψη και τις επιμετρήσεις, καθώς και περί επιδίκασης αμοιβής για τη μελέτη των σχεδίων λόγω παράδοσής τους στην εναγομένη και υποβολής τους στην Πολεοδομία, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμες κατ’ ουσία α) την από 8.7.2011 και με αριθ. κατάθ. 23/11.7.2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ”, ως κατά νόμο υποκατάστατου για την καταβολή της οφειλομένης σε μηχανικούς αμοιβής, β) την από 7.7.2011 και με αριθ. κατάθ. 24/11.7.2011 έφεση των προσθέτως παρεμβάντων μηχανικών υπέρ του άνω ενάγοντος Ν.Π.Δ.Δ. και ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων και γ) τους με ίδιο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετους λόγους έφεσης των ως άνω εκκαλούντων – προσθέτως παρεμβάντων, τις οποίες συνεκδίκασε, κατά της οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επικυρώνοντας έτσι την ομοίως κατ’ αποτέλεσμα αποφανθείσα με (εν μέρει) διαφορετική αιτιολογία ως άνω οριστική απόφαση, της οποίας αντικατέστησε κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ τις αιτιολογίες.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρου 681, 686 εδ. α, 389 παρ.2 αναλόγως εφαρμοζομένη, 694 του ΑΚ και 104 παρ.2 του Π.Δ/τος 696/1974, τις οποίες αντιθέτως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθώς δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ που δεν ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη υπόθεση, παραλλήλως δε διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με την έλλειψη υποχρέωσης καταβολής αμοιβής εκ μέρους της αναιρεσίβλητης … προς το πρώτο των αναιρεσειόντων Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ως εκ του νόμου υποκατάστατο των δεύτερης και τρίτου αναιρεσειόντων μηχανικών, με βάση την επικαλουμένη από αυτούς σύμβαση έργου, καθότι, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς μεν την ανάθεση της εκπόνησης της μελέτης αναθεώρησης των εκδοθεισών με αριθ. 50 και 51/1997 αδειών οι δεύτερος και τρίτη των αναιρεσειόντων ουδέποτε προέβησαν στην εκπόνηση των οριστικών σχεδίων και μελετών αναθεώρησης των πιο πάνω αδειών, ούτε παρέδωσαν αυτά ποτέ στην αναιρεσίβλητη ή συνυπέβαλλαν αυτά με τις με αριθ. 405 και 406/24.2.2002 αιτήσεις αναθεώρησης προς το Πολεοδομικό Γραφείο … και κατά συνέπεια δεν δικαιούνται να λάβουν αμοιβή για το έργο αυτό, ως προς δε την επίβλεψη και επιμέτρηση του κατασκευαζομένου οικοδομικού έργου η εργοδότρια … νομίμως υπαναχώρησε της (όλης) σύμβασης έργου για τους εκτιθέμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους πριν την ολοκλήρωσή του και αφού είχε προ πολλού παρέλθει ο συμβατικός χρόνος ολοκλήρωσης των οικοδομικών εργασιών. Ειδικότερα: Α) με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τέταρτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 104 παρ.2 του Π.Δ/τος 696/1974, καθότι, όπως προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό, οι δεύτερος και τρίτος εξ αυτών εκπόνησαν τις αναγκαίες μελέτες για την αναθεώρηση των αρχικών οικοδομικών αδειών, παρέδωσαν αυτές στην αναιρεσίβλητη … που έλαβε γνώση του περιεχομένου αυτών και υπέβαλαν αυτές στην Πολεοδομία …. με τις αιτήσεις αναθεώρησης, η δε σχετική διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε λόγω της άρνησης της αναιρεσίβλητης να προβεί στην πληρωμή της αμοιβής τους που κατέστησε μη δυνατή τη συμπλήρωση των οικείων φακέλων και ότι σε κάθε περίπτωση δικαιούνται αμοιβής για την εκπόνηση των μελετών, καθότι εκπόνησαν αυτές. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που επί της ουσίας δέχθηκε τ’ αντίθετα (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). Β) με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της ύπαρξης αντιφατικών αιτιολογιών μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι δεν συντάχθηκαν μελέτες για την αναθεώρηση των αδειών και της παραδοχής ότι κατασκευάσθηκαν αυθαίρετα οικοδομήματα, στα οποία όφειλαν να μην προβούν οι δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων, παραβιάζοντας έτσι τον ΓΟΚ. Μεταξύ των εν λόγω παραδοχών δεν υφίσταται αντίφαση, διότι ακριβώς οι διενεργούμενες οικοδομικές εργασίες, παρά την παράλειψη έκδοσης της τυχόν απαιτουμένης αδείας αναθεώρησης, επάγονται εκ του πράγματος την κατασκευή αυθαιρέτου οικοδομής, εφόσον η τελευταία οικοδομείται κατά παρέκκλιση των όρων της αρχικά εκδοθείσας οικοδομικής άδεια ή μετά την λήξη αυτής. Ούτε άλλωστε η προσβαλλομένη απόφαση όφειλε για την επάρκεια της αιτιολογίας της να διαλάβει περαιτέρω παραδοχές περί της δυνατότητας ή μη νομιμοποίησης των εν λόγω αυθαιρέτων κατασκευών εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και τελικά περί της νομιμοποίησης ή μη αυτών από την αναιρεσίβλητη, για την ολοκλήρωση του ανατεθέντος από την τελευταία σε αυτούς έργου. Κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Γ) Με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ έκτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των έργων οφείλονταν (και) σε άλλους παράγοντες, όπως στις ενέργειες του επιβλέποντος αυτούς μηχανικού Ά. Δ. και όχι (μόνο) σε δική τους αποκλειστική υπαιτιότητα, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 686 και 700 του ΑΚ. Σε συνάρτηση και σε συνάφεια με τον λόγο αυτό, με τον τέταρτο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρόσθετο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες διαλαμβάνουν σε αυτόν ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης των οικοδομικών εργασιών δεν οφειλόταν στη μη εκπόνηση των σχεδίων από τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων για την αναθεώρηση των αδειών, αλλά σε καθυστερήσεις στην ανακατασκευή των ερειπομένων μοναστηριών και την κατασκευή του νέου κτηρίου από τον εργολάβο Π. Ο., ως και στις αναγκαίες τροποποιήσεις των αρχικών σχεδίων που απαιτούσε ο γενικός επιβλέπων το έργο Ά. Δ., μηχανικός, τον οποίο είχε ορίσει η αναιρεσίβλητη, με συνέπεια, με βάση την αρχή της σχετικότητας των ενοχών, η αναιρεσίβλητη να μην έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει κατά το άρθρο 686 εδ. α του ΑΚ από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου, εξαιτίας των καθυστερήσεων αυτών στην εκτέλεσή του. Συνακόλουθα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να κρίνει νόμιμη την από 16.2.2018 υπαναχώρηση, παραβίασε τη διάταξη αυτή, υποπίπτοντας στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Περαιτέρω ισχυρίζονται στον ίδιο πρόσθετο αναιρετικό λόγο ότι με το ν’ αναφερθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στις ρυθμίσεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ. Τέλος προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ίδιο (τέταρτο) πρόσθετο αναιρετικό λόγο την περαιτέρω πλημμέλεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθότι μέχρι την υπαναχώρηση (16.2.2008) δεν είχε επιληφθεί των αυθαιρεσιών η πολεοδομία, την εμπλοκή της οποίας προκάλεσε η ίδια η αναιρεσίβλητη, και έτσι το έργο δεν είχε κριθεί μέχρι τότε αυθαίρετο, ούτως ώστε να δικαιολογείται η υπαναχώρηση, πέραν του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζει το τμήμα του κατασκευασθέντος έργου που είχε κριθεί αυθαίρετο. Οι λόγοι αυτοί δεν είναι βάσιμοι. Και τούτο διότι αφενός μεν κατά το άρθρο 686 εδ. α του ΑΚ η επιβράδυνση στην εκτέλεση του έργου και μάλιστα πέραν των χρονικών ορίων που συμφωνήθηκαν για την περάτωσή του συνιστά αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης εκ μέρους του εργοδότη, ανεξαρτήτως του εάν η επιβράδυνση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα τρίτων προσώπων (ακόμη και αποκλειστική) ή σε λόγους ανωτέρας βίας, υπό τον όρο να μην ευθύνεται για την επιβράδυνση αυτή ο εργοδότης [τοιαύτη ευθύνη για την καθυστέρηση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης δεν δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι συνέτρεξε], αφετέρου δε κατά το εδάφιο β της ίδιας διάταξης σε περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους του εργολάβου μηχανικού επιβράδυνσης ο εργοδότης δικαιούται και πάλι να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ν’ απαιτείται να θέσει προηγουμένως εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση του έργου, εάν το μέτρο αυτό θα ήταν όλως άσκοπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μακροχρόνιας, ως εν προκειμένω, διακοπής της συνέχισης των οικοδομικών εργασιών [τοιαύτη συνυπαιτιότητα για την καθυστέρηση εκ μέρους της δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι συνέτρεξε]. Δεν απαιτείτο δε για την εγκυρότητα της υπαναχώρησης να έχουν χαρακτηρισθεί κατά το χρόνο αυτής με πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής αυθαίρετες οι γενόμενες από τον Π. Ο. κατασκευές, που έλαβαν χώρα υπό την επίβλεψη και επιμέτρηση των δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων (για την οποία αξιώνεται από αυτούς αμοιβή), αφού την ιδιότητα του αυθαιρέτου έφερε το οικοδομικό έργο από την κατασκευή του και λόγω αυτής, συνεπεία της έλλειψης της κατά νόμο απαιτουμένης άδειας αναθεώρησης, ούτε απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης η αναφορά του τμήματος του οικοδομικού έργου που είχε κατασκευασθεί αυθαίρετα. Μάλιστα η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ανελέγκτως ότι εξαιτίας (προφανώς) της μεταβολής της θέσης του νέου κτηρίου, αυτό ήταν “εξ ολοκλήρου” αυθαίρετο. Ούτε επίσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκ πλαγίου παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, την οποία άλλωστε δεν εφάρμοσε, αλλά παρεμπιπτόντως και πλεοναστικώς διέλαβε αυτήν στο σκεπτικό του, ως διάταξη στην οποία μπορεί να στηριχθούν τυχόν αξιώσεις των συμβαλλομένων μετά την εξ υπαρχής (ex tunc) ανατροπή της συμβατικής σχέσης, λόγω υπαναχώρησης από αυτήν κάποιου εκ των συμβληθέντων μερών. Εξ άλλου η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη με την από 16.2.2008 εξώδικη δήλωσή της προς τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων υπαναχώρησε από την μεταξύ τους σύμβαση έργου για τους εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους (αυθαίρετες κατασκευές, καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου και αύξηση του κόστους) και δεν δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση κατά το άρθρο 700 του ΑΚ, την εφαρμογή του οποίου ρητώς απέκρουσε, διαλαμβάνοντας μάλιστα στο σκεπτικό της ότι “Η ως άνω υπαναχώρηση της εναγομένης, η οποία δεν συνιστά την εκ του άρθρου 700 του ΑΚ καταγγελία …”.Τέλος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ταύτισε και μάλιστα “απαραδέκτως” τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με τα όσα έγιναν δεκτά με την με αριθ. 105/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου επί ανάλογης κατά περιεχόμενο αγωγής του Ά. Δ. κατά της αναιρεσίβλητης, αλλά κατά την εκτίμηση του ενώπιον της προσβαλλομένης απόφασης προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού συνεκτίμησε αυτήν, ως όφειλε κατά τα άρθρα 340 και 346 του ΚΠολΔ, ως δικαστικό τεκμήριο και συνεπώς ο έκτος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου κατά το μέρος αυτό είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθότι αφορά την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, οι ως άνω περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ έκτος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και τέταρτος πρόσθετος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Δ) με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων, οι περαιτέρω πλημμέλειες: α) ότι δεν διαλαμβάνει με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα της με αριθ. 128/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, που αθώωσε τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων δεχόμενο ως κατ’ ουσίαν βάσιμους τους αντιθέτους ισχυρισμούς αυτών, β) ότι δεν εξηγεί κατά ποίο τρόπο συνεχίζονταν οι οικοδομικές εργασίες, χωρίς να έχουν κατατεθεί προηγουμένως σχέδια μελετών που υποβλήθηκαν με τις αιτήσεις αναθεώρησης, γ) ότι δεν δικαιολογείται η αυξημένη αξιοπιστία του γενικώς επιβλέποντος μηχανικού Ά. Δ., ο οποίος εκπροσωπούσε την αναιρεσίβλητη, σε σχέση με το περιεχόμενο δημοσίων εγγράφων, δ) ότι η δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων είχαν πλήρως ανταποκριθεί στα καθήκοντά τους, τελώντας υπό την εποπτεία του Ά. Δ. και ε) ότι δεν εξηγούνται οι λόγοι για την καθυστερημένη άσκηση της υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης (2008) σε σχέση με τον επικαλουμένο από την τελευταία λόγο της μη εκπόνησης των αναγκαίων μελετών (2004). Επίσης με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η περαιτέρω πλημμέλεια της ύπαρξης αντιφατικής αιτιολογίας καθότι ενώ δέχεται ότι γενικώς επιβλέπων του όλου έργου ήταν ο Ά. Δ., υπό την επίβλεψη, οδηγίες και έγκριση αυτού συντάσσονταν από τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων τα αναγκαία σχέδια, δεν αιτιολογεί πως ολοκληρώθηκαν τα οικοδομικά έργα σε μεγάλο ποσοστό χωρίς να υπάρχουν σχέδια, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δεν δέχθηκε ότι αυτά έφεραν κατασκευαστικά ελαττώματα. Οι επικαλούμενες ως άνω αιτιάσεις δεν αφορούν ως εκ του περιεχομένου τους αντιφάσεις ή ανεπάρκειες των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πραγματικά επιχειρήματα υπέρ των απόψεων των αναιρεσειόντων και συνεπώς δεν ιδρύουν αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επισημαίνεται πάντως ότι αφενός μεν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αναλυτικές και σαφείς αιτιολογίες με βάση το προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό, που δικαιολογεί το αντίθετο σε σχέση με την με αριθ. 128/2015 ποινική απόφαση αποδεικτικό της πόρισμα, αφετέρου δε ότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης είναι απρόθεσμη και μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε πριν την ολοκλήρωση του έργου, όπως συνέβη στην ένδικη υπόθεση με βάση τις παραδοχές του Εφετείου. Ε) με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδονται κατά τα λοιπά στην προσβαλλόμενη απόφαση οι περαιτέρω πλημμέλειες της ύπαρξης αντιφατικών αιτιολογιών: α) ότι, ενώ προέκυψε από τις αποδείξεις ότι για κάθε τμηματική παράδοση συντάσσονταν από τον εργολάβο Π. Ο. χωριστός λογαριασμός με βάση σχετικές επιμετρήσεις, δεν αιτιολογείται για ποίο λόγο οι ίδιοι δεν πληρώθηκαν, αφού τα κτήρια κατασκευάσθηκαν με βάση τα δικά τους σχέδια και β) ότι, ενώ προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό ότι οι γενόμενες υπερβάσεις στην κατασκευή των κτιρίων οφείλονταν σε απρόβλεπτα προβλήματα (υπόσκαφα, γεωλογικά ρήγματα κλπ) που καθιστούσαν αναγκαίες τις αλλαγές σχέση με τα προβλεπόμενα στις με αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικές άδειες, οι οποίες δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν και μάλιστα οι σχετικές υπερβάσεις έγιναν για λόγους ασφαλούς θεμελίωσης των κτιρίων και ότι η μη έκδοση των αναθεωρήσεων των ως άνω αρχικών αδειών οφειλόταν στην άρνηση της αναιρεσίβλητης να προκαταβάλει την αμοιβή των δεύτερης και τρίτου των αναιρεσίβλητων προς συμπλήρωση των φακέλων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρνήθηκε να επιδικάσει την οφειλόμενη σε αυτούς αμοιβή, παρόλο που κατά νόμο αμοιβή οφείλεται ακόμη και εάν το παραδοθέν έργο έχει ελαττώματα, για τα οποία ο εργοδότης έχει τα εκ των άρθρων 688 – 690 του ΑΚ δικαιώματα. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη αντίθετη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με αναφορά μάλιστα στις αποδείξεις είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). Κατά το μέρος δε που ο λόγος αυτός αναφέρεται στην υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο την οφειλομένη αμοιβή κατά την παράδοση του έργου, έστω και αν αυτό έχει ελαττώματα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, καθότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι πριν την ολοκλήρωση του έργου η αναιρεσίβλητη υπαναχώρησε από την σύμβαση με συνέπεια την εξ υπαρχής (ex tunc) ανατροπή της και επομένως δεν δέχθηκε το όλο έργο της επίβλεψης και επιμέτρησης είχε ήδη εκτελεσθεί από την δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων και παραδοθεί στην αναιρεσίβλητη (ΑΠ 1243/2005) μέχρι το χρόνο αυτό, ούτε δέχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών η τμηματική καταβολή της αμοιβής των δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα οι επικαλούμενες διατάξεις να μην ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα), να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Ειδικότερα οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (άρθ. 390 του ΚΠολΔ), όπως είναι οι τεχνικές εκθέσεις ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από το νόμο, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, και κατά συνέπεια δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά από το εν λόγω δικαστήριο, ούτε ν’ αντιδιαστέλλεται από τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα και γενικότερα από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης αυτού (ΟλΑΠ 848/1981, ΑΠ 1114/2008, ΑΠ 996/2007), σε αντίθεση προς τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκαν από το δικαστήριο στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης (άρθ. 368 επ. του ΚΠολΔ), που συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά (ΑΠ 145/2008, ΑΠ 1594/2007). Πολλώ δε μάλλον, εάν τυχόν έγινε ειδική μνεία της προσκομισθείσας με επίκληση ιδιωτικής γνωμοδότησης στην προσβαλλόμενη απόφαση, από καμία διάταξη δεν συνάγεται ότι απαιτείται επί πλέον να διευκρινίζεται σε αυτήν ότι δεν πρόκειται περί δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, ούτε άλλωστε η παράλειψη της πιο πάνω διευκρίνισης ιδρύει αναιρετικό λόγο. Τέλος οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009). Για την αναφορά της λήψης υπόψη συγκεκριμένης ένορκης βεβαίωσης από το δικαστήριο της ουσίας αρκεί η αναγραφή των στοιχείων αυτής στην προσβαλλόμενη απόφαση με μνεία του αριθμού αυτής, του οργάνου ενώπιον του οποίου αυτή έγινε και της κλήτευσης του αντιδίκου του προσκομίσαντος με επίκληση αυτήν διαδίκου, ενώ δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο προσδιοριστικό αυτής η αναγραφή του ονοματεπωνύμου του μάρτυρος που έδωσε την ένορκη βεβαίωση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν προκύπτει αδιαστίκτως ότι αυτή έλαβε υπόψη της: α) την με αριθμό 128/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου (της οποίας μάλιστα παραθέτουν στο αναιρετήριο το σκεπτικό της πλειοψηφίας), με την οποία αθωώθηκαν οι προσθέτως παρεμβαίνοντες μηχανικοί και ήδη δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα που τους είχαν αποδοθεί, καθότι κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο ότι αυτοί κατά την υποβολή στην Πολεοδομία … των με αριθ. 405 και 406/27.2.2004 αιτήσεων αναθεώρησης των με αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών είχαν συνυποβάλλει αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια και ότι η μη αναθεώρηση των αδειών οφειλόταν στο ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης Επίσκοπος Φ. Π., μολονότι γνώριζε περί των φακέλων αναθεώρησης και παρόλο που είχε ενημερωθεί προφορικά από τους άνω μηχανικούς [εκεί κατηγορουμένους] περί της ανάγκης καταβολής της αμοιβής και των σχετικών φορολογικών υποχρεώσεων προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία αναθεώρησης, δεν προέβη στις σχετικές ενέργειες, με συνέπεια να μην προχωρήσει η διαδικασία για την έκδοση των αδειών αναθεώρησης, εξαιτίας του κλονισμού της εμπιστοσύνης του λόγω της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση του έργου και υπέρβασης του κόστους κατασκευής, ιδίως των εκσκαφών, με συνέπεια τη διακοπή των πληρωμών του εργολάβου τον Οκτώβριο του 2004 και β) την με αριθμό 1166/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της πιο πάνω με αριθ. 128/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, καθότι κρίθηκε ότι αυτή είχε την απαιτουμένη από το νόμο πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έγγραφα τα οποία οι αναιρεσείοντες είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει με τις προτάσεις τους κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δίκη. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι από τη ρητή αναφορά στα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, και της “έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Κ.” δημιουργείται ασάφεια σχετικά με το εάν πρόκειται για έκθεση πραγματογνωμοσύνης μετά από δικαστική απόφαση ή για ιδιωτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Τέλος με τον από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, ενώ μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη της αναγράφονται και οι υπ’ αριθ. ….25/15.11.2010 και ….26/15.11.2010 ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Ό. Α. (των ιδίων), ως και η υπ’ αριθ. ….76/16.9.2010 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Σ. Κ. (της αντιδίκου των), δεν αναφέρονται και τα ονοματεπώνυμα των μαρτύρων που έδωσαν τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις, μη αρκούσης μόνο της αναφοράς του αριθμού αυτών και του συντάξαντος αυτές συμβολαιογράφου, με συνέπεια να μην καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε αυτές υπόψη του και ιδίως ότι έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρός των Ά. Δ.. Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση (σελ. 9η) ότι λήφθηκαν υπόψη (μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων) τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, καθώς και οι υπ’ αριθμ. …25/15.11.2010 και …26/15.11.2010 ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Ό. Α., που λήφθηκαν υπόψη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της άλλης πλευράς και η υπ’ αριθ. …76/16.9.2010 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Σ. Κ. που λήφθηκε υπόψη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της άλλης πλευράς (με αναφορά των σχετικών εκθέσεων επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Νάξου Ι. Φ. – οι δύο πρώτες και Αθηνών Ο. Δ. – η τελευταία) σε συνδυασμό αφενός μεν με τη ρητή μνεία στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης της με αριθ. 128/2015 αθωωτικής κατά πλειοψηφία απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου με αναφορά μάλιστα στο ότι η (αντίθετη) κρίση του εν λόγω ποινικού Δικαστηρίου δεν δεσμεύει το παρόν πολιτικό Δικαστήριο, ως μη δημιουργούσα δεδικασμένο, αλλά και τον χαρακτηρισμό αυτής ως “αμετάκλητης”, αφετέρου δε με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά ανωτέρω περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του α) τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων και β) τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Από καμία διάταξη δεν απαιτείτο, πλην της μνείας του αριθμού των ενόρκων βεβαιώσεων, του οργάνου ενώπιον του οποίου αυτές έγιναν και της κλήτευσης του αντιδίκου του προσκομίσαντος με επίκληση αυτές διαδίκου, η περαιτέρω αναγραφή στην προσβαλλόμενη απόφαση του ονοματεπωνύμου των μαρτύρων που έδωσαν αυτές. Τέλος δεν απαιτείτο η περαιτέρω μνεία ότι η αναφερθείσα στα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα από την προσβαλλόμενη απόφαση “έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Κ.” ήταν ιδιωτική, καθότι το μεν η επικαλουμένη παράλειψη δεν ιδρύει λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, το δε η ειδική αναφορά αυτής από την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλεοναστική και θα μπορούσε να είχε παραληφθεί.
Από τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει ότι ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης, και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 412/2011, ΑΠ 444/2009, ΑΠ 1517/2008, ΑΠ 961/2007, ΑΠ 648/1999). Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρ. 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι έχουν, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 430/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 893/2012, ΑΠ 412/2011, ΑΠ 1531/2010, ΑΠ 109/2008). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 438 του ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο η ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ιδίου Κώδικα τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 440 του ΚΠολΔ είναι συμπληρωματική της πρώτης και ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες που βεβαιώνεται στο δημόσιο έγγραφο ορισμένο γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, οπότε ναι μεν υπάρχει και πάλι πλήρης απόδειξη, πλην όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη, χωρίς ν’ απαιτείται να προσβληθεί το δημόσιο έγγραφο για πλαστότητα, όπως αντιθέτως συμβαίνει επί ενεργειών στις οποίες προέβη εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο ή περί γεγονότων που έλαβαν χώρα ενώπιον του (ΑΠ 883/2013). Τοιαύτη επομένως περίπτωση υπαγομένη στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 440 του ΚΠολΔ συνιστά και η βεβαίωση της αρμοδίας υπαλλήλου της πολεοδομικής υπηρεσίας ότι κατατέθηκαν φάκελοι αναθεώρησης οικοδομικής αδείας κατά την πρωτοκόλληση της αίτησης αναθεώρησης, οσάκις κατά την κείμενη νομοθεσία ο αρμόδιος για τη λήψη της αίτησης αναθεώρησης υπάλληλος όφειλε να προβεί στον έλεγχο της πληρότητας των φακέλων ως προς την συνυποβολή των αναγκαίων αρχιτεκτονικών, στατικών και λοιπών σχεδίων. Στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η ανταπόδειξη, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως μάρτυρες, ιδιωτικά έγγραφα, αλλά και δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 361/2004, ΑΠ 455/1993). Η ανταπόδειξη δεν συνιστά κύρια απόδειξη και κατά συνέπεια δεν απαιτείται ν’ αποδειχθεί το αντίθετο του αποδεικνυομένου με το δημόσιο έγγραφο, αλλά αρκεί να κλονισθεί η πεποίθηση του δικαστή για την αλήθεια του περιστατικού. Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 339, 432 επ. και 440 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η απόφαση που εκδόθηκε επί ποινικής δίκης έχει, ως δημόσιο έγγραφο, πλήρη δεσμευτική αποδεικτική δύναμη μόνο κατά το μέρος που προσκομίζεται προς απόδειξη γεγονότων, όπως οι βεβαιώσεις πραγμάτων που έλαβαν χώρα κατά την ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου διεξαχθείσα διαδικασία και ως προς τις διατάξεις που περιέχει (ΑΠ 1447/2017, ΑΠ 1276/2017, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 359/1993). Δεν είναι, όμως δημόσιο έγγραφο, αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τις αιτιολογίες της ποινικής υπόθεσης επί της οποίας έκρινε, διότι, μεταξύ άλλων, τα βεβαιούμενα υπ` αυτής περιστατικά δεν συνέβησαν κατά την παρά του δικαστικού λειτουργού σύνταξή της, ως δημοσίου εγγράφου (ΑΠ 1669/2008, ΑΠ 358/2007, ΑΠ 432/1985). Στην προκειμένη περίπτωση: Α) με τον πρώτο κατά το τελευταίο αυτού σκέλος λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και τον συναφή έκτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, αληθώς από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ [και όχι από τον επικαλούμενο από τους αναιρεσείοντες αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο περί παραμόρφωσης εγγράφου που με βάση τα αμέσως κατωτέρω εκτιθέμενα δεν ιδρύεται εν προκειμένω], οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το δεχθεί ότι δεν δημιουργείται δεδικασμένο από την με αριθ. 128/2015 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου και στη συνέχεια να συναγάγει αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα με βάση το αναφερόμενο σε αυτήν αποδεικτικό υλικό σε σχέση με τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά γεγονότα που η ποινική απόφαση δέχθηκε ότι έλαβαν χώρα και που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της ανοιγείσας πολιτικής δίκης, παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την αποδεικτική δύναμη διαδικαστικών εγγράφων, όπως είναι οι ποινικές αποφάσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθότι οι αιτιολογίες της ως άνω με αριθ. 128/2015 αθωωτικής για τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων, ως κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ήδη αμετάκλητης ποινικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, ως προς την ενώπιον αυτού αχθείσα ποινική υπόθεση δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη για την πολιτική δίκη ως προς τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτή έκρινε ότι έλαβαν χώρα, αλλά συνεκτιμώνται ελευθέρως μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στο σκεπτικό της αναλυτικά αιτιολογία των λόγων και στοιχείων που την οδήγησαν σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα σε σχέση με την κρίση της ως άνω ποινικής απόφασης. Β) με τον δεύτερο λόγο του κυρίως δικογράφου και τον συναφή δεύτερο πρόσθετο λόγο από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των προσκομισθέντων με επίκληση δημοσίων εγγράφων, χωρίς αυτά να προσβληθούν ως πλαστά. Συγκεκριμένα, ενώ α) στο υπ’ αριθ. 3581/13.1.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας … βεβαιωνόταν η κατάθεση φακέλων αναθεώρησης με αριθ. 405 και 406/27.2.2004, β) στο υπ’ αριθ. 840/7.4.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας … βεβαιωνόταν ότι διαπιστώθηκε η κατάθεση φακέλων αναθεώρησης με αριθ. 405 και 406 της 27.2.2004, χωρίς όμως να διαπιστώνεται η χρέωση αυτών σε υπάλληλο της Υπηρεσίας και χωρίς να καταστεί η ανεύρεσή τους, γ) στο από 14.2.2009 έγγραφο της αυτής Υπηρεσίας, με το οποίο γνωστοποιήθηκε στην αναιρεσίβλητη η πληρότητα των φακέλων κατά το χρόνο κατάθεσης, αφού διαφορετικά αυτοί δεν θα είχαν γίνει δεκτοί από την εν λόγω Υπηρεσία και θα επιστρέφονταν κατά τους όρους του Π.Δ. της 8.7.1993 και δ) στο αντίγραφο από το βιβλίο πρωτοκόλλου, όπου είχε αναγραφεί στους αριθμούς 405 και 406 της 27.2.2004 ότι κατατέθηκαν φάκελοι αναθεώρησης, ήτοι ενώ βεβαιώνονταν τ’ ανωτέρω σε δημόσια έγγραφα που είχαν συντάξει οι κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμόδιοι υπάλληλοι και που δεν είχαν προσβληθεί ως πλαστά και απ’ όπου, συνακόλουθα, προέκυπτε η συνυποβολή των απαραίτητων μελετών και σχεδίων για την αναθεώρηση των αρχικών οικοδομικών αδειών, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι δεν είχαν συνυποβληθεί οι αναγκαίες μελέτες και σχέδια από τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων μηχανικών κατά την κατάθεση των με αριθ. 405 και 406/27.2.2004 αιτήσεων αναθεώρησης, έκρινε δηλαδή αντιθέτως με το περιεχόμενο των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα εις αυτά βεβαιούμενα, μη επιτρεπομένης ανταπόδειξης, ει μη μόνο με την προσβολή αυτών ως πλαστών. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, από το επικαλούμενο ως άνω περιεχόμενο των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων, δεν βεβαιώνεται αρμοδίως η πληρότητα των φακέλων αναθεώρησης των με αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών με τα απαιτούμενα σχέδια και μελέτες, που όφειλαν να έχουν εκπονήσει και επισυνάψει οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων στους οικείους φακέλους κατά το χρόνο υποβολής των με αριθ. 405 και 406/24.2.2004 αιτήσεων αναθεώρησης, πέραν του ότι από την επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο των υπό στοιχείο (α) και (β) δημοσίων εγγράφων (τα λοιπά δεν προσκομίζονται) προκύπτει ότι η επικαλούμενη βεβαίωση της κατάθεσης φακέλων αναθεώρησης προκύπτει “ύστερα από έλεγχο του πρωτοκόλλου της Υπηρεσίας”. Σε κάθε δε περίπτωση, επειδή πρόκειται για έλεγχο της πληρότητας των φακέλων, στον οποίο όφειλε κατά την κείμενη νομοθεσία να προβεί ο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος και ο οποίος (έλεγχος) κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν γινόταν, λόγω πλημμελούς λειτουργίας της υπηρεσίας πολεοδομίας της νήσου …., αφού δεν γινόταν ούτε προέλεγχος των αιτήσεων, ούτε έλεγχος των συνημμένων εάν υπήρχαν ή όχι, ούτε χρέωση των φακέλων σε υπάλληλο της πολεοδομίας από τον Προϊστάμενο, οι δε φάκελοι διακινούνταν κατά βούληση από τους ιδιώτες μηχανικούς, τα όσα ανωτέρω βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ως μη γενόμενα από τον ίδιο τον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο που υπογράφει αυτά ή ενώπιον του, είναι δεκτικά ανταπόδειξης, χωρίς ν’ απαιτείται η προσβολή των πιο πάνω εγγράφων ως πλαστών. Ο ίδιος δεύτερος πρόσθετος λόγος κατά το σκέλος που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι προς αντίκρουση του περιεχομένου των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη της αποδεικτικά στοιχεία μικρότερης αποδεικτικής ισχύος, όπως τις ιδιωτικές επιστολές του γενικώς επιβλέποντος μηχανικού Ά. Δ. προς την αναιρεσίβλητη και με τον τρόπο αυτό ανεπιτρέπτως απέκρουσε την πλήρη αποδεικτική δύναμη των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων, είναι αβάσιμος, καθότι η κατά το άρθρο 440 του ΚΠολΔ ανταπόδειξη μπορεί να γίνει με κάθε αποδεικτικό μέσο. Επομένως οι ως άνω δεύτερος λόγος του κυρίως δικογράφου και δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Γ) με τον πρώτο και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρόσθετο κατά τα λοιπά λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες: α) ότι χωρίς επαρκή αιτιολογία και με επίκληση μεταγενεστέρων εγγράφων απέκρουσε τα όσα ανωτέρω βεβαιώνονται στο υπ’ αριθ. 3581/13.1.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας …., β) ότι έδωσε μεγαλύτερα αξιοπιστία σε έξι ιδιωτικά έγγραφα, ως αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν τη σχέση μεταξύ του Ά. Δ. και της αναιρεσίβλητης προς αντίκρουση των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων και γ) ότι προς αντίκρουση των ισχυρισμών τους ότι είχαν εκπονήσει και συνυποβάλλει τα’ αναγκαία σχέδια και μελέτες έλαβε υπόψη και έγγραφα, όπως την ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) στην πολεοδομία … ή την σε βάρος τους πειθαρχική διαδικασία από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) που συντάχθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της υπαναχώρησης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, που ως αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή προς αντίκρουση των αξιώσεών τους. Ο λόγος αυτός κατά το πιο πάνω μέρος του πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναφορικά με την εκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του αποδεικτικών στοιχείων. Συνακόλουθα είναι απαράδεκτος (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου απορριπτέος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και οι δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετοι λόγος αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης … που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας των (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ στους αναιρεσείοντες.
Απορρίπτει την από 16.11.2017 και με αριθ. κατάθ. 35/16.11.2017 αίτηση αναίρεσης και τους δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες από 8.8.2018 και με αριθ. κατάθ. 64/8.8.2018 πρόσθετους λόγους αναίρεσης της υπ’ αριθ. 94/14.6.2017 απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2019.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρειος Πάγος 445/2019 Σύμβαση είναι και η εκπόνηση μελέτης ή επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου από μηχανικό – Πότε είναι καταβλητέα η αμοιβή του μηχανικού – Άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου
Επόμενο άρθρο ΚΥΠΡΟΣ : Στη φυλακή 32χρονος που οδηγούσε μεθυσμένος