Αριθμός 547/2019
Περίληψη
Σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των προσώπων της διοίκησης και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας υπάρχει και όταν οι πράξεις των μελών του ΔΣ βλάπτουν προφανώς και προδήλως τα συμφέροντα της ίδιας της εταιρίας για ομαλή και νομότυπη λειτουργία της, η οποία -ομαλή και νομότυπη λειτουργία- πρέπει να επιτυγχάνεται με κριτήριο τη νομιμότητα και βάσει πραγματικών και όχι κατασκευασμένων πλειοψηφιών και βάσει υποστατών αποφάσεων, ειλημμένων κατόπιν της ελεύθερης έκφρασης της βουλήσεως των μετόχων της.
Με την υπογραφή του πρακτικού, ο μέτοχος που υπογράφει συναινεί στην ακολουθούμενη διαδικασία και συμφωνεί προς το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση αυτή ως απόφαση της γενικής συνέλευσης θεωρείται το περιεχόμενο του υπογραφέντος από όλους τους μετόχους πρακτικού. Σημειώνεται ότι η μέθοδος αυτή ήταν συνηθισμένη στην πράξη, κυρίως σε μικρές ή οικογενειακές ανώνυμες εταιρείες. Από τη γραμματική διατύπωση των διατάξεων του ν.2190, προκύπτει ότι αν το πρακτικό της γενικής συνέλευσης δεν υπογράφεται από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, τότε δεν “ισοδυναμεί” με απόφαση της γενικής συνέλευσης και ως εκ τούτου η απόφαση είναι ανυπόστατη, καθόσον μόνο η υπογραφή του πρακτικού από όλους ανεξαιρέτως τους μετόχους ισοδυναμεί με τέτοια απόφαση. Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 ν. 2190/1920 ρυθμίζει με έμμεσο τρόπο περίπτωση ανυπόστατης απόφασης γενικής συνέλευσης, πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 35γ παρ 2 ν. 2190/1920. Το ανυπόστατο δεν αποτελεί ελάττωμα της απόφασης με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 35α’ και 35β’ ν. 2190/1920, αφού μια τέτοια απόφαση δεν παράγει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έννομες συνέπειες ούτε μπορεί να θεραπευθεί. Επομένως, δεν είναι δυνατή η θεραπεία του ανυποστάτου, με την εκ των υστέρων υπογραφή του πρακτικού. Απώτατο χρονικό σημείο μέχρι το οποίο είναι δυνατό να υπογραφεί το πρακτικό αυτό, είναι η δημοσίευσή του στο Μητρώο.
Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία έχει διατυπωθεί σε πρακτικό, θεωρείται ανυπόστατη, όταν δεν υπογράφεται από όλα τα μέλη του, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του ν. 2190/1920, αφού μόνο η υπογραφή του από το σύνολο των μελών του διοικητικού συμβουλίου υποδηλώνει αποδοχή του συγκεκριμένου τρόπου λήψης της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται νομικά απόφαση, αφού πρόκειται για προϊόν ενός συλλογικού οργάνου, που όμως δεν λειτούργησε καθόλου και ως εκ τούτου δεν επιφέρει καμία έννομη συνέπεια (ΑΠ 1259/2018)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Θεόδωρο Μαντούβαλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Μ. του Π., το γένος Τ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …….., που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 1-11-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Μ. του Ε., κατοίκου …, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “… AΕ”, που εδρεύει στην ….και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα και 5) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕ”, που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του ….. και …., η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ….., που δεν κατέθεσε προτάσεις, η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ….., η 4η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ….. και η 5η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …… με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 14-9-2015 (αρ. εκθ. καταθ. 2004/8608/2015 και 2005/8609/2015) αιτήσεις του ήδη 1ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν με τις από 28-9-2015 κύριες παρεμβάσεις (αρ. εκθ. καταθ. 2102/8978/2015 και 2103/8979/2015) της ήδη αναιρεσείουσας, καθώς και με τις προφορικώς ασκηθείσες ενώπιον του ακροατηρίου και διά των προτάσεών τους πρόσθετες παρεμβάσεις των ήδη 2ης, 3ης, 4ης και 5ης των αναιρεσιβλήτων και του “…”, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1906Ε/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 13701/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-9-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Θεόδωρο Μαντούβαλο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι πληρεξούσιοι των 1ου, 2ης, 3η και 4ης των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 69 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει αντικατασταθέν με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 4055/2012, καθένας που διαθέτει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να προκαλέσει το δικαστικό διορισμό προσωρινής διοικήσεως νομικού προσώπου στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:
α) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου και
β) αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Η διάταξη αυτή ισχύει και για το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας, με την έννοια ότι κάθε μέτοχος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει το μεταβατικό διορισμό μελών του διοικητικού της συμβουλίου στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις.
Ο διορισμός γίνεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και σύμφωνα με το άρθρο 786 § 1 ΚΠολΔ, όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 65 παρ. 4 ν. 4139/2013 και ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, από το Ειρηνοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η εταιρία. Έλλειψη διοικήσεως και συνεπώς περίπτωση διορισμού προσωρινού διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας υπάρχει και όταν το διοικητικό συμβούλιο εκλέχθηκε με ανυπόστατη ή άκυρη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, κατά τα άρθρα 35β’ και 35γ’ ν. 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιρειών”, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 3604/2007 (Ολομ ΑΠ 18/2001, ΑΠ 1392/2014), ενώ, σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των προσώπων της διοίκησης και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, υφίσταται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των άρθρων 66 και 235 ΑΚ, δηλαδή επί συνάψεως συμβάσεως των διοικούντων προσώπων ατομικώς με το νομικό πρόσωπο ή επί μονομερούς δικαιοπραξίας απευθυντέας προς αυτό καθώς και επί εγέρσεως και διεξαγωγής οποιασδήποτε φύσεως δίκης, λόγω διαφοράς αυτών με το νομικό πρόσωπο και γενικά όταν ο διοικητής του νομικού προσώπου ή μέλος της διοίκησής του παραβαίνει την υποχρέωση πίστης που αυτονόητα υπέχει έναντι αυτού (ΑΚ 288), είτε επιδιώκει ίδιο ή αλλότριο συμφέρον αντίθετο προς εκείνο του νομικού προσώπου (ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 538/1998).
Επομένως, σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των προσώπων της διοίκησης και του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας υπάρχει και όταν οι πράξεις των μελών του ΔΣ βλάπτουν προφανώς και προδήλως τα συμφέροντα της ίδιας της εταιρίας για ομαλή και νομότυπη λειτουργία της, η οποία -ομαλή και νομότυπη λειτουργία- πρέπει να επιτυγχάνεται με κριτήριο τη νομιμότητα και βάσει πραγματικών και όχι κατασκευασμένων πλειοψηφιών και βάσει υποστατών αποφάσεων, ειλημμένων κατόπιν της ελεύθερης έκφρασης της βουλήσεως των μετόχων της.
Στο άρθρο 35α’ §§ 1 & 2 του ν. 2190/1920, που φέρει τον τίτλο “Ακυρωσία αποφάσεων της γενικής συνέλευσης”, ορίζεται ότι “1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 35β και 35γ, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. 2. Ακυρώσιμη είναι και η απόφαση που λήφθηκε: α) χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες, που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 από μετόχους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, ή β) κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα”, ενώ στις λοιπές παραγράφους αναφέρονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση απόφασης της Γενικής Συνέλευσης.
Εξάλλου, στο άρθρο 35β’ του ίδιου νόμου με τον τίτλο “Ακυρότητα αποφάσεων της γενικής συνέλευσης” ορίζεται ότι “§1. Σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασής της είναι αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη. §2. Με την επιφύλαξη εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου, θεωρείται ότι συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εάν υπήρξε πρόσκλησή της προερχόμενη από την εταιρεία και περιέχουσα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της γενικής συνέλευσης και η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε κατά το νόμο. §3. Η προβολή ακυρότητας εκ μέρους μετόχου λόγω έλλειψης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης δεν είναι επιτρεπτή, εάν ο μέτοχος αυτός μεταγενέστερα δήλωσε προς την εταιρεία εγγράφως ή με δήλωση του στα πρακτικά, ότι η γενική συνέλευση συνεδρίασε νομίμως. §4. Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή, εάν η απόφαση υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώριση της στο Μητρώο……. §5. Η ακυρότητα μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 4”. Τέλος, κατά το άρθρο 35γ’ του ως άνω Νόμου, που φέρει τον τίτλο “Ανυπόστατες αποφάσεις” ορίζεται ότι “§1. Οι διατάξεις των άρθρων 35α και 35β δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις. §2. Μια απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα.
Οι προαναφερθείσες διατάξεις παρατίθενται, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 42-44 ν. 3604/2007, με τον οποίο αναμορφώθηκε το καθεστώς της ακυρότητας και της ακυρωσίας των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας, ενώ παράλληλα και για πρώτη φορά, έγινε ρύθμιση για τις ανυπόστατες αποφάσεις. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η ανυπόστατη απόφαση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα απόφασης της γενικής συνέλευσης. Είναι, δηλαδή, νομικά ανύπαρκτη και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεραπευθεί και δεν απαιτείται για το σκοπό αυτό η έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης, όπως συμβαίνει με τις άκυρες και τις ακυρώσιμες αποφάσεις, οι οποίες είναι υποστατές. Κατά το άρθρο 33 του ν. 2190/1920, η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, οι δε αποφάσεις της δεσμεύουν και υποχρεώνουν και τους απόντες ή διαφωνούντες εταίρους, ενώ, κατά το άρθρο 32 § 1 εδ. α’ και γ’ του ίδιου νόμου, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3884/2010, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2007/36/ΕΚ, οι συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη γενική συνέλευση καταχωρούνται σε περίληψη σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζεται και κατάλογος των μετόχων που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 27.
Εξάλλου, στην §3 του ίδιου ως άνω άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν. 3604/2007 ορίζεται ότι: “Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, στις εταιρείες που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση”.
Με την τελευταία αυτή διάταξη, καθιερώθηκε για πρώτη φορά σε εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η με περιφορά πρακτικού λήψη αποφάσεων σε γενική συνέλευση, δηλαδή η κατάρτιση και η υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, που ισοδυναμεί με απόφαση γενικής συνέλευσης, έστω και αν δεν έχει προηγηθεί σύγκλησή της. Με την υπογραφή του πρακτικού, ο μέτοχος που υπογράφει συναινεί στην ακολουθούμενη διαδικασία και συμφωνεί προς το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση αυτή ως απόφαση της γενικής συνέλευσης θεωρείται το περιεχόμενο του υπογραφέντος από όλους τους μετόχους πρακτικού. Σημειώνεται ότι η μέθοδος αυτή ήταν συνηθισμένη στην πράξη, κυρίως σε μικρές ή οικογενειακές ανώνυμες εταιρείες. Από τη γραμματική διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης, προκύπτει ότι αν το πρακτικό της γενικής συνέλευσης δεν υπογράφεται από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, τότε δεν “ισοδυναμεί” με απόφαση της γενικής συνέλευσης και ως εκ τούτου η απόφαση είναι ανυπόστατη, καθόσον μόνο η υπογραφή του πρακτικού από όλους ανεξαιρέτως τους μετόχους ισοδυναμεί με τέτοια απόφαση. Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 ν. 2190/1920 ρυθμίζει με έμμεσο τρόπο περίπτωση ανυπόστατης απόφασης γενικής συνέλευσης, πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 35γ παρ. 2 ν. 2190/1920. Το ανυπόστατο δεν αποτελεί ελάττωμα της απόφασης με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 35α’ και 35β’ ν. 2190/1920, αφού μια τέτοια απόφαση δεν παράγει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έννομες συνέπειες ούτε μπορεί να θεραπευθεί. Επομένως, δεν είναι δυνατή η θεραπεία του ανυποστάτου, με την εκ των υστέρων υπογραφή του πρακτικού. Απώτατο χρονικό σημείο μέχρι το οποίο είναι δυνατό να υπογραφεί το πρακτικό αυτό, είναι η δημοσίευσή του στο Μητρώο.
Περαιτέρω, ανάλογο περιεχόμενο με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 ν. 2190/1920 έχει και η διάταξη της §5 του άρθρου 21 του ίδιου νόμου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 28 § 3 Ν. 3604/2007 και κατά την οποία η κατάρτιση και η υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση.
Η δυνατότητα αυτή δεν προβλεπόταν στο νόμο υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, πλην όμως δεν ήταν άγνωστη στην πράξη. Με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης θέλησε να διευκολύνει τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου, αφού παρακάμπτονται τυχόν εμπόδια είτε από την έλλειψη απαρτίας είτε από άλλους λόγους, χωρίς να είναι απαραίτητο να τηρηθεί η διαδικασία σύγκλησης και να λάβει χώρα συνεδρίαση σε συγκεκριμένο τόπο. Όμως, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία έχει διατυπωθεί σε πρακτικό, θεωρείται ανυπόστατη, όταν δεν υπογράφεται από όλα τα μέλη του, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του ν. 2190/1920, αφού μόνο η υπογραφή του από το σύνολο των μελών του διοικητικού συμβουλίου υποδηλώνει αποδοχή του συγκεκριμένου τρόπου λήψης της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται νομικά απόφαση, αφού πρόκειται για προϊόν ενός συλλογικού οργάνου, που όμως δεν λειτούργησε καθόλου και ως εκ τούτου δεν επιφέρει καμία έννομη συνέπεια (ΑΠ 1259/2018). Όπως προκύπτει από τα άρθρα 284, 744 ΚΠολΔ και άρθρου 35β παρ. 5 ν. 2190/1920, το Δικαστήριο, από το οποίο ζητείται ο διορισμός προσωρινού διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει παρεμπιπτόντως και αυτεπαγγέλτως το ανυπόστατο της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για εκλογή του διοικητικού συμβουλίου, αφού η ανυπόστατη απόφαση είναι ανύπαρκτη και μπορεί να προβληθεί από τον οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εξωδίκως ή δικαστικώς και χωρίς να απαιτείται έκδοση διαπλαστικής απόφασης, καθώς και την ακυρότητα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για εκλογή διοικητικού συμβουλίου, αφού η άκυρη απόφαση θεωρείται αυτοδικαίως ανύπαρκτη και δεν αναπτύσσει από τη λήψη της έννομες συνέπειες (ΑΚ 180), με την επιφύλαξη της ίασης της ακυρότητας λόγω άπρακτης παρόδου της ενιαυσίας προθεσμίας από την καταχώρησή της στο Μητρώο (ΑΠ 1392/2014).
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος αν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό του δικαιώματος. Όμως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται κατά της ακυρότητας της σύμβασης, η οποία επήλθε λόγω παράβασης του νόμου, γιατί η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, έστω και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (ΑΠ 417/2016, ΑΠ 1791/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη 13701/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό (ως Εφετείο) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας τις από 14-9-2015 δύο (2) αιτήσεις του αιτούντος ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου με αριθ. καταθέσεως 2004/8608/2015 και 2005/8609/2015 αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και τις ασκηθείσες και συνεκδικασθείσες με αυτές, με την εκκαλουμένη απόφαση, δύο (2) κύριες παρεμβάσεις της ήδη αναιρεσείουσας και πρόσθετες παρεμβάσεις από τους τώρα λοιπούς αναιρεσίβλητους, περί διορισμού προσωρινής διοίκησης στις αναφερόμενες δύο (2), μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο, ΑΕ, μετά την άσκηση της από 23-11-2015 έφεσης της κυρίως παρεμβαίνουσας και ήδη αναιρεσείουσας, έγιναν δεκτά κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Δυνάμει της με αριθμό ….39/1.12.2005 πράξης της συμβολαιογράφου Μ. Μ., η οποία εγκρίθηκε νόμιμα και καταχωρήθηκε, μαζί με τη σχετική εγκριτική απόφαση, στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών, ενώ ανακοίνωση για τη σχετική καταχώρηση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) με αριθμό ….72/9.12.2005, συστήθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.Β.Ε.”, με σκοπό μεταξύ άλλων την εμφιάλωση παντός είδους φυσικών, μεταλλικών και ανθρακούχων υδάτων, οίνου και ρετσίνας, την εισαγωγή, εξαγωγή και εμπορία των ανωτέρω ειδών, τη συμμετοχή σε εταιρίες παρεμφερούς σκοπού, την αντιπροσώπευση επιχειρήσεων με το ίδιο αντικείμενο στην ημεδαπή και αλλοδαπή. Το μετοχικό της κεφάλαιο ορίσθηκε σε 510.000,00 ευρώ, διαιρεμένο σε 170.000 δεσμευμένες ονομαστικές μετοχές, που δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, ονομαστικής αξίας τριών (3) ευρώ η καθεμία, το οποίο καλύφθηκε από τον αιτούντα και ήδη πρώτο εφεσίβλητο Κ. Μ., που ανέλαβε 86.700 μετοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε πλειοψηφικό ποσοστό 51% του μετοχικού κεφαλαίου, και από τη σύζυγό του, κυρίως παρεμβαίνουσα και ήδη εκκαλούσα, Α. Μ., η οποία ανέλαβε 83.300 μετοχές, που αντιστοιχούν σε μειοψηφικό ποσοστό 49% του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας. Με το από 19.2.2009 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγόμενης εταιρείας, ορίσθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο, με θητεία μέχρι την 19.2.2014, αποτελούμενο από τους ανωτέρω δύο μετόχους, Κ. Μ. και Α. Μ. και τον Α. Ρ., υπάλληλο της εταιρείας “… Α.Ε.Β.Ε.”. η οποία εταιρία μαζί με την προαναφερομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” ανήκουν στον όμιλο “…”, με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία της ομώνυμης ρετσίνας και άλλων συναφών δραστηριοτήτων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από 8.1.2014 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγόμενης εταιρίας, φαίνεται να συνήλθαν σε έκτακτη γενική συνέλευση όλοι οι μέτοχοί της κατά την ανωτέρω ημερομηνία και ώρα 13:00 στα γραφεία της εταιρίας στο …, για να συζητήσουν και να λάβουν αποφάσεις επί του θέματος ημερήσιας διάταξης, το οποίο ήταν “Εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου”. Κατά το ίδιο αυτό πρακτικό, στην εν λόγω συνέλευση ορίσθηκαν ως προσωρινός και οριστικός πρόεδρος της συνέλευσης ο πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας, Κ. Μ., και ως γραμματέας της ο Α. Ρ. και διαπιστώθηκε ότι παρίστανται και οι δύο μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας. Ακολούθως, μνημονεύεται στο πρακτικό αυτό ότι ο πρόεδρος της Γ.Σ. πρότεινε στους μετόχους της εταιρίας την ανάγκη ανάδειξης νέου διοικητικού συμβουλίου και αύξησης των μελών του από τρία (3) σε πέντε (5), ότι το Δ.Σ. αποδέχθηκε την πρόταση και ότι, κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας, αναδείχθηκαν ως μέλη του νέου Δ.Σ. οι Κ. Μ., Α. Μ., Ε. Μ., Κ. Μ. και Α. Ρ.. Το πρακτικό αυτό, αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., φέρει την υπογραφή του ενάγοντος στη θέση του προέδρου της Γ.Σ., στο τέλος του εγγράφου και την υπογραφή του Α. Ρ., ως γραμματέα αυτής, επίσης στο τέλος του εγγράφου, ενώ δεν φέρει την υπογραφή της έτερης μετόχου Α. Μ.. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι δεν πραγματοποιήθηκε πραγματική συνεδρίαση της Γ.Σ. των μετόχων της εταιρίας με την επωνυμία “…” στην ανωτέρω ημερομηνία, με την έννοια ότι οι μέτοχοι της εταιρίας δεν συγκεντρώθηκαν στον τόπο και χρόνο που αναφέρονται στο ανωτέρω πρακτικό, με τη θέληση να συζητήσουν και να λάβουν αποφάσεις για το αναφερόμενο στο εν λόγω πρακτικό θέμα, αλλά το πρακτικό αυτό καταρτίσθηκε με σκοπό να υπογραφεί διά περιφοράς, εντός των νομίμων προθεσμιών για τις απαραίτητες δημοσιεύσεις του. Πλην όμως, το πρακτικό αυτό της από 8.1.2014 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπογράφηκε από όλους τους μετόχους, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του ν. 2190/1920, με συνέπεια να μην ισχύει ως πρακτικό της διάταξης αυτής και οι περιεχόμενες σε αυτό αποφάσεις να είναι ανυπόστατες και ανεπίδεκτες θεραπείας. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι δεν έλαβε χώρα φυσική διεξαγωγή της ανωτέρω γενικής συνέλευσης ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα Β. Ε….. Στο αυτό συμπέρασμα κατέληξε και η υπ’ αριθμ. 13068/23.9.2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της υπ’ αριθμ. καταθέσεως 7309/2014 αγωγής του Κ. Μ. κατά της ως άνω εταιρίας και της υπ’ αριθμ. καταθέσεως 23152/2014 πρόσθετης παρεμβάσεως της Α. Μ. υπέρ της ως άνω εταιρίας. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι Κ. Μ. και Α. Μ., κατά την ανωτέρω ημερομηνία σύνταξης του επίμαχου πρακτικού της Γ.Σ. της 8.1.2014, ως σύζυγοι ήταν τουλάχιστον αποστασιοποιημένοι, είχαν ξεχωριστές καθημερινότητες, η Α. Μ. διατηρούσε διαμέρισμα στο κέντρο της …., διαφορετικό από τη συζυγική οικία, το δε ζεύγος πέρασε ξεχωριστά τις εορτές των Χριστουγέννων του 2013, αφού η Α. Μ. ήταν στο …. και ο Κ. Μ. στη …., λόγω υποψιών της Α. Μ., για σύναψη εξωσυζυγικού δεσμού από τον Κ. Μ..
Συνεπώς, είναι απίθανο να βρέθηκαν οι δύο σύζυγοι στα γραφεία της ως άνω εταιρείας την 8.1.2014 για να συμμετάσχουν σε έκτακτη γενική συνέλευση, με θέμα την εκλογή νέου Δ.Σ. και την αύξηση των μελών του ενώ μάλιστα η θητεία του προηγούμενου δεν είχε λήξει ούτε προέκυψε από τις αποδείξεις ότι κάτι τέτοιο είχε συζητηθεί προηγουμένως μεταξύ των δύο μετόχων επί τη βάση συγκεκριμένης εταιρικής ανάγκης. Ως εκ τούτου, το ανωτέρω πρακτικό της Γ.Σ. της 8.1.2014 δεν δύναται να ισχύσει ως “διά περιφοράς” πρακτικό του άρθρου 32 § 3 του Ν. 2190/1920, καθότι δεν υπογράφηκε από την Α. Μ., άρα δεν υπογράφηκε από όλους τους μετόχους της εταιρίας, και έτσι δεν πληρούται το “πραγματικό” και η μορφή, των περιεχομένων σε αυτό αποφάσεων, που απαιτεί την προσυπογραφή του σχετικού πρακτικού από το σύνολο των μετόχων της εταιρίας, η δε προσκόμιση εκ μέρους της Α. Μ. ενός νέου αντιγράφου του πρακτικού της από 8.1.2014 Γ.Σ., που φέρει μόνο την υπογραφή της, η οποία τέθηκε σε απροσδιόριστο χρόνο και πάντως μετά από την καταχώρηση του πρακτικού αυτού στο Γ.Ε.ΜΗ. δεν θεραπεύει το ανυπόστατό του, διότι δεν νοείται εκ των υστέρων θεραπεία ανυπόστατης απόφασης, όπως είναι εν προκειμένω οι αποφάσεις της Γ.Σ., της 8.1.2014, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας απόφασης. Εξάλλου, η υπογραφή αυτή της Α. Μ. δεν τέθηκε στο πρωτότυπο πρακτικό πριν τη δημοσίευσή του ούτε προκύπτει ότι καταρτίσθηκαν περισσότερα πρωτότυπα και ότι οι δύο μέτοχοι υπέγραψαν σε χωριστά πρωτότυπα των πρακτικών αυτών αλλά το υπογεγραμμένο αντίγραφο “ανεφάνη όλως τεχνηέντως” σε επιγενόμενο χρόνο για να στηρίξει τους ισχυρισμούς της κυρίως παρεμβαίνουσας. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι η υπογραφή του Κ. Μ. και στο πρακτικό αυτό έχει τεθεί χωρίς στην πραγματικότητα να έχει προηγηθεί συνεδρίαση ή ουσιαστική περιφορά, αλλά υφαρπάχτηκε με την προσκομιδή του εγγράφου προς υπογραφή από τον υπάλληλο της εταιρίας Α. Ρ., συλλήβδην μαζί με άλλα έγγραφα, χωρίς σχετική του ενημέρωση για το περιεχόμενό του, αλλά παρουσιάζοντάς το σαν ένα συνηθισμένο εταιρικό έγγραφο. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της άγνοιας του πρώτου εφεσίβλητου αναφορικά με το περιεχόμενο του πρακτικού, ενισχύεται από το γεγονός ότι στην εταιρία υπήρχε όπως προαναφέρθηκε νόμιμα εκλεγμένο Δ.Σ, του οποίου η θητεία έληγε στις 19.2.2014 και θα παρατείνονταν σύμφωνα με σχετικό άρθρο του καταστατικού μέχρι την επόμενη γενική συνέλευση και, συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα εκλογής νέου Δ.Σ κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όπως δεν υπήρχε λόγος αύξησης των μελών του Δ.Σ από τρία σε πέντε, αφού από την ίδρυση της εταιρίας το συμβούλιο ήταν πάντα τριμελές, δεδομένου δε ότι πρόκειται για εταιρία συμμετοχών, που δεν έχει καθημερινή συναλλακτική δραστηριότητα, και συνεπώς ένα ολιγομελές Δ.Σ παρείχε την ευελιξία διαχείρισης των μη περίπλοκων και δυσχερών ζητημάτων. Επομένως, σε κάθε περίπτωση οι ανωτέρω αποφάσεις της έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της ως άνω εταιρίας της 8.1.2014 είναι ανυπόστατες. Περαιτέρω, από τα αναδειχθέντα κατά τα ανωτέρω μέλη του Δ.Σ. καταρτίσθηκε και το από 9.1.2014 πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία “…”, σύμφωνα με το οποίο φέρεται ότι αυτά συνήλθαν σε συνεδρίαση, κατά την ανωτέρω ημερομηνία και ώρα 13:00, στα γραφεία της έδρας της εταιρίας, σε πλήρη απαρτία, και ότι αποφάσισαν ομόφωνα τη συγκρότηση του νέου Δ.Σ. σε σώμα και καθόρισαν τις αρμοδιότητες των μελών του. Ειδικότερα, ορίσθηκε ως Πρόεδρος του Δ.Σ. ο Κ. Μ., Αντιπρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος η Α. Μ. και απλά μέλη τα υπόλοιπα. Το πρακτικό αυτό, αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του Δ.Σ. Οι ανωτέρω αποφάσεις του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας είναι ανυπόστατες, ανεξαρτήτως του αν ελήφθησαν σε συνεδρίαση ή με πρακτικό “διά περιφοράς” του άρθρου 21 § 5 του ν. 2190/1920, διότι ελήφθησαν από εξ ολοκλήρου μη νόμιμα εκλεγμένο Δ.Σ. αφού η απόφαση της Γ.Σ. των μετόχων της εταιρίας της 8.1.2014 που το ανέδειξε είναι ανυπόστατη, κατά τα ανωτέρω, και επομένως δεν νοείται συγκρότηση σε σώμα και καθορισμός αρμοδιοτήτων μελών Δ.Σ. το οποίο προέκυψε από μία ανυπόστατη απόφαση Γ.Σ. σύμφωνα και με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νομική σκέψη, ενώ επιπροσθέτως και εν προκειμένω η υπογραφή του πρώτου εφεσίβλητου – αιτούντος Κ. Μ. υφαρπάχθηκε από τον Α. Ρ. κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω. Η δε γενική συνέλευση της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “…”, η οποία συνεκλήθη και έλαβε χώρα στις 18.12.2014, κατόπιν της από 6.6.2014 προσκλήσεως του ως άνω ανυπόστατου διοικητικού συμβουλίου, μετά διαδοχικές αναβολές από τις 10.7.2014 και 11.11.2014, πάσχει ακυρότητας με την έννοια του άρθρου 35β του ν. 2190/1920, καθώς έλαβε χώρα χωρίς σύγκληση αυτής (με την οποία πρέπει να θεωρηθεί εξισούμενη η σύγκληση από ανύπαρκτο όργανο, το οποίο δεν δύναται να θεωρηθεί ότι ενεργεί για την εταιρία), το αυτό δε ισχύει και ως προς την απόφαση αυτής (Γ.Σ.) για την ανάδειξη ως (νέων) μελών του Δ.Σ. της Α. Μ., του Γ. Β., του Ν. Ζ., του Α. Ρ. και του Γ. Τ., τέτοια δε ακυρότητα δεν έχει ιαθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35β § 4α’ του ν. 2190/1920, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ. και συνεπώς ουδέποτε άρχισε η με βάση την ανωτέρω διάταξη ενιαύσια προθεσμία από την τοιαύτη δημοσίευση. Κατά συνέπεια εν προκειμένω δεν υφίστατο νομίμως αναδειχθέν Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…” από τη συνεδρίαση της Γ.Σ. της 18.12.2014 και συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση διορισμού προσωρινής διοίκησης κατ’ άρθρ. 69 Α.Κ. Επιπροσθέτως, όσον αφορά την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “… …” καταφάσκεται ότι η εταιρία αυτή συστήθηκε το έτος 1973 δυνάμει της υπ’ αριθμ. …88/25.10.1973 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Δ. Σ., η οποία εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 25271/22.11.1973 απόφαση του Νομάρχη ……, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 1968/20.12.1973, με σκοπό τη βιομηχανική παραγωγή, επεξεργασία, συσκευασία, συντήρηση και εμπορία οίνου και οινοπνευματωδών ποτών εν γένει. Το αρχικό κεφάλαιο ορίστηκε σε 35.000.000 δραχμές διαιρούμενο σε 35.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 1.000 δραχμών η κάθε μία, ήδη δε ανέρχεται σε 8.565.830,00 ευρώ διηρημένο σε 9.413 ονομαστικές μετοχές, από τις οποίες ο αιτών κατέχει 3.917,253 μετοχές, ήτοι ποσοστό 41,62% η κυρίως παρεμβαίνουσα 1.831,507 μετοχές, ποσοστό 19,46% και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.Β.Ε.” 3.663,832 μετοχές, ήτοι ποσοστό 38,92% του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας. Περαιτέρω, στις 13.01.2014, επιδόθηκε στον αιτούντα με δικαστικό επιμελητή εξώδικη πρόσκληση της κυρίως παρεμβαίνουσας και του Γ. Τ., που τύγχαναν μέλη του Δ.Σ. της “…Σ …”, με την οποία τον καλούσαν υπό την ιδιότητά του ως προέδρου του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, να προχωρήσει σε άμεση σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου, με θέμα ημερήσιας διάταξης την “αναδιάρθρωση Διοικητικού Συμβουλίου και ανακατανομή ιδιοτήτων μεταξύ των μελών του -εκλογή αντιπροέδρου- ανάθεση εξουσιών αντιπροσώπευσης, διοίκησης και διαχείρισης εταιρίας”. Ακολούθως ο αιτών πληροφορήθηκε ότι ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕΒΕ” είχε περιέλθει στα χέρια της συζύγου του Α. Μ., καθώς έχει αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της “…”, που συμμετέχει, όπως προαναφέρθηκε, στο μετοχικό κεφάλαιο της “…Σ” με ποσοστό 38,92%, ήτοι είχε τον έλεγχο του 38,92% + 19,46%, αυτό δε, κατόπιν αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της “…”, του οποίου διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία. Μετά δε έρευνα στην οποία προέβη, ο αιτών διαπίστωσε ότι στις 28.8.2013 είχε καταχωρηθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. το από 30.6.2013 αντίγραφο πρακτικού ετήσιας Γενικής συνέλευσης των μετόχων της “… Α.Ε.Β.Ε.”, σύμφωνα με το οποίο φαίνεται να συνήλθαν σε τακτική γενική συνέλευση όλοι οι μέτοχοί της, την ανωτέρω ημερομηνία και ώρα 9:00, στα γραφεία της εταιρίας στο …, για να συζητήσουν και να λάβουν αποφάσεις επί των θεμάτων ημερήσιας διάταξης, τα οποία ήταν: 1. Υποβολή και έγκριση διαχειρίσεως ΔΣ και έκθεσης ελεγκτού επί του ισολογισμού 31.12.2012, 2. Έγκριση ισολογισμού 31.12.2012, προσαρτήματος και εν γένει οικονομικών καταστάσεων, 3. Απαλλαγή από πάσης ευθύνης του ΔΣ και των ελεγκτών για τη χρήση 2012, 4. Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού και 5. Λοιπά θέματα. Κατά το ίδιο αυτό πρακτικό, στην εν λόγω συνέλευση ορίσθηκαν ως προσωρινός και οριστικός πρόεδρος της συνέλευσης ο ίδιος (αιτών) και ως γραμματέας της ο Α. Ρ. και διαπιστώθηκε ότι παρίστανται και οι δύο μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Ακολούθως, αναφέρεται ότι, μετά από ψηφοφορία, η Γ.Σ. εγκρίνει παμψηφεί τη διαχείριση του Δ.Σ. και την έκθεση ελεγκτού επί του ισολογισμού 31.12.2012, τον ισολογισμό χρήσης 2012, το προσάρτημα και τις εν γένει οικονομικές καταστάσεις και αποφασίζει παμψηφεί την απαλλαγή των μελών του Δ.Σ. από κάθε ευθύνη αποζημίωσης. Ως προς το τέταρτο ως άνω θέμα, αναφέρεται ότι αποφασίσθηκε ομόφωνα η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό των 12.000,00 ευρώ με καταβολή μετρητών, η έκδοση 4.000 νέων δεσμευμένων ονομαστικών μετοχών ονομαστικής αξίας 3,00 ευρώ εκάστη, ότι με την παραπάνω αύξηση το κεφάλαιο της εταιρίας ανέρχεται σε 522.000,00 ευρώ διαιρούμενο σε 170.000 δεσμευμένες ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας 3,00 ευρώ εκάστη, ότι ο μέτοχος Κ. Μ. δηλώνει προς τη Γ.Σ. την απόφασή του να μην ασκήσει το δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο υπέρ της έτερης μετόχου Α. Μ., ότι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου θα καλυφθεί από την εν λόγω μέτοχο με την καταβολή μετρητών εντός μηνός από τη λήψη εκείνης της απόφασης και ότι η Γ.Σ. αποφασίζει ομόφωνα την ανάλογη με τις παραπάνω αποφάσεις τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της εταιρείας, που αναφέρεται στο μετοχικό της κεφάλαιο. Επίσης πληροφορήθηκε ότι το διοικητικό συμβούλιο συνήλθε σε συνεδρίαση στις 30.4.2013, στα γραφεία της έδρας της εταιρίας, σε πλήρη απαρτία, και ότι αποφάσισε ομόφωνα 1. την έγκριση πεπραγμένων διαχείρισης 2012, 2. την έγκριση της πρότασης του ιδίου για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 12.000,00 ευρώ για την κάλυψη ταμειακών αναγκών της και ανάγκης λήψης σχετικής απόφασης από τη Γ.Σ. και σχετικής τροποποίησης του άρθρου 5 του καταστατικού της εταιρείας, 3. τη σύγκληση τακτικής γενικής συνέλευσης της 30.6.2013 και ώρα 9:00 με τα θέματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω, και 4. την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, του ισολογισμού 31.12.2012, του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης, του πίνακα διαθέσιμων αποτελεσμάτων και του προσαρτήματος. Αμφότερες οι ως άνω πράξεις της Γ.Σ. και του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία “…” αναγνωρίσθηκαν ως ανυπόστατες με την υπ’ αριθμ. 11678/4.8.2015 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι δε ενέργειες αυτές της κυρίως παρεμβαίνουσας καταδεικνύουν ότι επεχείρησε να υφαρπάξει τον έλεγχο της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…” προκειμένου να μεθοδεύσει την απόκτηση του ελέγχου της μείζονος εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕΒΕ”, εκκινούμενη όχι από πρόθεση απλά να εξασφαλίσει τον έλεγχο των ως άνω νομικών προσώπων αλλά από προσωπικούς λόγους, αναγόμενους στις προσωπικές – συζυγικές σχέσεις της με τον Κ. Μ. και συγκεκριμένα προκειμένου να τον εκδικηθεί για την υποτιθέμενη εξωσυζυγική του σχέση, παραγνωρίζοντας τα αληθή συμφέροντα της εταιρίας και χρησιμοποιώντας την, ουσιαστικά για εξωεταιρικούς σκοπούς, θέτοντας στη διοίκησή της πρόσωπα ελεγχόμενα αποκλειστικά από την ίδια ή ενεργούντα από ιδιοτελή αίτια. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, υφίστατο σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕΒΕ” και συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση διορισμού προσωρινής διοίκησης κατ’ άρθρ. 69 Α.Κ. Κατάλληλα δε πρόσωπα να αποτελέσουν την προσωρινή διοίκηση αμφοτέρων των ως άνω ανωνύμων εταιριών ήταν οι: 1) Α. Ρ. του Σ., 2) Ν. Χ. του Λ., 3) Ε. Ν. του Α., 4) Ε. Κ. του Α. και 5) Ά. Π. του Ν., ήτοι για άτομα που παρείχαν τα εχέγγυα ότι θα εκτελέσουν με προσήκοντα τρόπο και με επιμέλεια τα καθήκοντά τους, ήτοι τη διαχείριση μόνο των επειγόντων υποθέσεων της εταιρίας και τη σύγκληση Γ.Σ. για την ανάδειξη νέων μελών Δ.Σ. Έπρεπε, συνεπώς, να γίνουν δεκτές ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες αμφότερες οι από 14.9.2015 αιτήσεις και οι προφορικές ασκηθείσες υπέρ του αιτούντος εκάστης παρεμβάσεις και να απορριφθούν αμφότερες οι από 28.9.2015 κύριες παρεμβάσεις, και να ορισθούν ως μέλη της προσωρινής διοίκησης οι ανωτέρω. Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτές ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες τις από 14.9.2015 αιτήσεις και τις προφορικές ασκηθείσες υπέρ του αιτούντος εκάστης παρεμβάσεις και απέρριψε τις από 28.9.2015 κύριες παρεμβάσεις, και όρισε ως μέλη της προσωρινής διοίκησης τους προαναφερόμενους, έστω και με ελαφρώς διάφορη αιτιολογία, ορθώς έκρινε. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση κατά το ουσιαστικό μέρος αυτής”.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ανάλογη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 560/2013). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ (όπως 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ), η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΑΠ 253/2013).
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην ως άνω απόφαση η πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ και προέβη στο διορισμό προσωρινής διοίκησης στην εταιρία με την επωνυμία “… ΑΕΒΕ” εσφαλμένα γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεχόμενη ως αποδειχθείσα την προσωπική διένεξη μεταξύ της αναιρεσείουσας που διατηρεί την ιδιότητα της μετόχου της ως άνω εταιρίας και του μετόχου Κ. Μ., ήτοι τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ομάδων μετόχων εντός της εταιρίας με κίνητρα πρωτίστως συναισθηματικής φύσεως ως εκ της συζυγικής τους σχέσης, παρά το ότι με τις παραδοχές της δεν διέγνωσε την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ διοίκησης και νομικού προσώπου, ασκώντας εν τέλει εποπτεία στη διοίκηση της ΑΕ φαλκιδεύοντας την αυτονομία της βούλησης του αρμοδίου για την εκλογή των διοικούντων κυριαρχικού οργάνου του νομικού προσώπου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση περιέχονται πλείστα γεγονότα, όπως διαρκείς έριδες και δίκες μεταξύ των διαδίκων μετόχων και μελών του ΔΣ της εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕΒΕ”, για έκδοση ανυπόστατων πράξεων του ΔΣ και της ΓΣ της εταιρίας με την επωνυμία “…”, που ομοίως μετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της “…Σ”, με υφαρπαγές και κατασκευασμένες υπογραφές του Κ. Μ., με ενέργειες της εξ αυτών Α. Μ. και πρόθυμους αρωγούς τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ, “εκκινούμενη όχι από πρόθεση απλά να εξασφαλίσει τον έλεγχο των ως άνω νομικών προσώπων αλλά από προσωπικούς λόγους, αναγόμενους στις προσωπικές – συζυγικές σχέσεις της με τον Κ. Μ. και συγκεκριμένα προκειμένου να τον εκδικηθεί για την υποτιθέμενη εξωσυζυγική του σχέση, παραγνωρίζοντας τα αληθή συμφέροντα της εταιρίας και χρησιμοποιώντας την, ουσιαστικά για εξωεταιρικούς σκοπούς, θέτοντας στη διοίκησή της πρόσωπα ελεγχόμενα αποκλειστικά από την ίδια ή ενεργούντα από ιδιοτελή αίτια”. Η διενέργεια αυτή πράξεων που αντιβαίνουν στο νόμο, αντιβαίνουν σαφώς και στα συμφέροντα της εταιρίας και στην υποχρέωση προώθησης του εταιρικού σκοπού. Εξάλλου, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έχει ασκηθεί η υπ’ αριθμ. καταθ. 7309/2014 αγωγή του Κ. Μ. κατά της εταιρίας “…”, που ομοίως μετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της “…Σ”, υπέρ της οποίας άσκησε πρόσθετη παρέμβαση η Α. Μ.. Επί εγέρσεως δε και διεξαγωγής οποιασδήποτε φύσεως δίκης, λόγω διαφοράς των μελών του ΔΣ με το νομικό πρόσωπο, καθίσταται αναγκαία η αντικατάσταση του ΔΣ ως ελλείπον, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων. Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ανέλεγκτα το Δικαστήριο, υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών του ΔΣ και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕΒΕ”, αφού διαχειριστικό όργανο/μέλος της διοίκησης αυτού (Α. Μ.) παραβαίνει την υποχρέωση πίστης που υπέχει έναντι του νομικού προσώπου -προώθησης του εταιρικού σκοπού- και επιδιώκει ίδιο συμφέρον σε βάρος του εταιρικού συμφέροντος για ομαλή και νομότυπη λειτουργία του και εκκρεμεί δίκη, λόγω διαφοράς των μελών του ΔΣ με το νομικό πρόσωπο και ορθά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερμήνευσε, εφάρμοσε και υπήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά στο νομικό κανόνα του άρθρου 69 ΑΚ κρίνοντας ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση διορισμού προσωρινής διοίκησης.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, κατά το πρώτο σκέλος αυτού αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έχει νόμιμη βάση και περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων κατά το άρθρο 69 ΑΚ, διότι δεν αναφέρει τα πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται με αυτά της εταιρίας, ούτε περί βλάβης των εταιρικών συμφερόντων και μη εξυπηρέτησης αυτών από την υπάρχουσα διοίκηση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση με τις παραδοχές ότι η Α. Μ. με την αρωγή και την ενεργή συμμετοχή και των μελών του ΔΣ της εταιρίας που ελέγχονταν απ’ αυτή ή ενεργούσαν από ιδιοτελή αίτια απέκτησε τον έλεγχο της εταιρίας και της διοίκησής της με παράνομες μεθοδεύσεις και χρησιμοποίησε την εταιρία και τη διοίκησή της για ίδιους εξωεταιρικούς σκοπούς, παραγνωρίζοντας τα αληθινά συμφέροντα του νομικού προσώπου της εταιρίας για ομαλή και νομότυπη λειτουργία του, με επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ορθά ερμήνευσε και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, ως προς το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των μελών της διοίκησης και του νομικού προσώπου, στον ουσιαστικό κανόνα δικαίου που εφάρμοσε (ΑΚ 69), τον οποίο δεν παραβίασε ευθέως ούτε και εκ πλαγίου. Κατά το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου βάλλεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι ουδέν αναφέρει ως προς την καταλληλότητα των προτεινόμενων από τον αναιρεσίβλητο προσώπων για το διορισμό προσωρινής διοίκησης, που στην πλειοψηφία τους υπηρετούν τα συμφέροντα του αναιρεσιβλήτου και τον προστατεύουν από τη διεκδίκηση τεράστιων χρηματικών ποσών.
Εν προκειμένω, από το άρθρο 69 ΑΚ προκύπτει, ότι η επιλογή των κατάλληλων προσώπων για το διορισμό προσωρινής διοίκησης του νομικού προσώπου ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 854/1998). Επομένως ο λόγος αυτός, με τον οποίο υπό την επίκληση της πλημμέλειας εκ του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ πλήττεται η ακυρωτικώς ανέλεγκτη, περί την επιλογή των προσώπων της προσωρινής διοίκησης ανωνύμου εταιρίας, κρίση του δικάσαντος Δικαστηρίου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά το άρθρο 560 αρ. 5 ΚΠολΔ (ανάλογο του άρθρ. 559 αρ. 8 ΚΠολΔ) αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” που προτάθηκαν, η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, αποτελούν μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής (ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης), ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο παρών λόγος δεν ιδρύεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου ισχύει το ανακριτικό σύστημα (άρθρο 744 ΚΠολΔ), που καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές, που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία (ΑΠ 784/2015, ΑΠ 1844/2009, ΑΠ 264/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίαση εκ του αρ. 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η αναιρεσιβαλλόμενη δεν έλαβε υπόψη τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της, οι οποίοι οδηγούν υποχρεωτικά, σύμφωνα και με τους κανόνες της λογικής στην ερμηνευτική άποψη ότι η σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται μεταξύ της εταιρίας και του αναιρεσιβλήτου και όχι μεταξύ της εταιρίας και αυτής (πρώτο σκέλος) και δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της περί ακαταλληλότητας των προτεινόμενων από τον αναιρεσίβλητο προσώπων ως προσωρινή διοίκηση και καταλληλότητας αντίστοιχα των προσώπων που η ίδια πρότεινε με τις κύριες παρεμβάσεις της (δεύτερο σκέλος). Ο λόγος αυτός της αναίρεσης (ως προς αμφότερα τα σκέλη του), σύμφωνα με τα προηγούμενα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού απαραδέκτως προτείνεται σε υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας και πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αυτοτελείς, αλλά αρνητικοί της ένδικης αίτησης και επομένως δεν αποτελούν “πράγματα” κατά την έννοια του άρθρου 560 αρ. 5 ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην ως άνω απόφαση η πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το κεφάλαιο που αφορά την εταιρία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… ΑΕΒΕ” και συγκεκριμένα: 1) Ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τα άρθρα 21 § 5, 32 § 3, 35α, 35β και 35γ του Ν. 2190/1920 κρίνοντας, αναφορικά με την από 8-1-2014 απόφαση της ΓΣ της εταιρίας και τις αποφάσεις του εκλεγέντος απ’ αυτή ΔΣ, ότι η έλλειψη υπογραφής μετόχου σε πρακτικό δια περιφοράς συνεπάγεται το ανυπόστατο αυτής αντί για ακυρωσία της ληφθείσας απόφασης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 Σ.), η οποία στο εταιρικό δίκαιο εξειδικεύεται με τις αρχές της προσωρινότητας, της φειδούς και επικουρικότητας και παραλείπει να προβεί σε τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 του ν. 2190/1920 στην περίπτωση ειδικά των οικογενειακών ΑΕ. 2) Ότι εσφαλμένα ερμήνευσε το άρθρο 32 § 3 Ν. 2190/1920 αναφορικά με την έννοια, τον τρόπο και χρόνο κατάρτισης και υπογραφής ενός πρακτικού δια περιφοράς και 3) εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τα άρθρα 236 και 238 ΑΚ, δεδομένου ότι αμφότεροι τελικά οι μέτοχοι υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό έστω και σε ξεχωριστά αντίγραφα και σε διαφορετικούς χρόνους, η δε επιγενόμενη υπογραφή αυτού από την αναιρεσείουσα συνιστά αναδρομική έγκρισή της, το δε ελάττωμα καθιστά την πράξη ακυρώσιμη κατ’ άρθρο 35α του ν. 2190/1920 και έχει ιαθεί. 4) Ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τα άρθρα 21, 32 § 3, 35α, 35β και 35γ του Ν. 2190/1920, αναφορικά με την εγκυρότητα της από 18-12-2014 απόφασης της ΓΣ (όπως και της προηγηθείσας από 9-1-2014 απόφασης ΔΣ της εταιρίας) διότι οι προσκλήσεις του ΔΣ για σύγκληση ΓΣ, ακόμα και όταν προέρχονται από μη νόμιμα εκλεγμένο ΔΣ αλλά περιέχουν ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου σύγκλησής της πάσχουν από ακυρωσία και όχι από ακυρότητα. Και 5) ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 35β § 3, 39 § 3 Ν. 2190/1920 και 281 ΑΚ (εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου) αναφορικά με την αποδοχή της νομιμότητας της από 18-12-2014 συνεδρίασης της ΓΣ από τον αναιρεσίβλητο, διότι με τη συμπεριφορά που επέδειξε, παραιτήθηκε από το δικαίωμα να επικαλεστεί την εν λόγω ελαττωματικότητα κατ’ άρθρο 35β § 3 Ν. 2190/1920, άλλως (επικουρικά) ασκεί το δικαίωμά του καταχρηστικά.
Το δικάσαν ως Εφετείο Πρωτοδικείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του Συντάγματος, του ΑΚ και του Ν. 2190/1920, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς, ενώ διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και συνεπώς δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφορικά με το 1ο, 2ο και 3ο σκέλος του λόγου αυτού, σύμφωνα με όσα ελέγχθηκαν στη μείζονα σκέψη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 21 § 5, 32 § 3, 35α, 35β, 35γ Ν. 2190/1920, 236 και 238 ΑΚ και 25 § 1 εδ. γ’ του Συντάγματος και δεν έσφαλε, καθόσον υπό τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά ως αποδειχθέντα περιστατικά, η επίμαχη από 8-1-2014 απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρίας, η οποία λήφθηκε με πρακτικό δια περιφοράς, που δεν υπέγραψαν όμως όλοι οι μέτοχοι της εταιρίας (το ίδιο το πρακτικό μέχρι την καταχώρησή του στο ΓΕΜΗ), δεν ισοδυναμούσε με απόφαση ΓΣ, αλλά ήταν ανυπόστατη, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη.
Συνεπώς, δεν παράγει έννομες κατά νόμο συνέπειες και δεν μπορεί επ’ αυτής, να θεμελιωθεί οποιοδήποτε δικαίωμα, να εφαρμοστεί η αρχή της αναλογικότητας κ.λπ. που επικαλείται η αναιρεσείουσα με τον παρόντα λόγο ή το ανυπόστατο να ιαθεί με τη συναίνεση ή εκ των υστέρων έγκρισή της κατ’ άρθρα 236 και 238 ΑΚ, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν δικαιοπραξία ανενεργή, όχι όμως και ανύπαρκτη κατά το δίκαιο, όπως εν προκειμένω. Περαιτέρω, επί του τέταρτου σκέλους του λόγου αυτού αναίρεσης, αναφορικά με την ακυρότητα της από 18-12-2014 απόφασης της ΓΣ, το δικάσαν ως Εφετείο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις του ν. 2190/1920, διότι η από 18-12-2014 ΓΣ συνεκλήθη από ανυπόστατο όργανο (ΔΣ), καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη παραπάνω, η απόφαση των μετόχων για των ανάδειξη μελών του ΔΣ δια περιφοράς του πρακτικού, χωρίς ωστόσο να έχουν τεθεί οι υπογραφές όλων των μετόχων επί του αυτού πρακτικού είναι ανυπόστατη, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει έννομες συνέπειες και συνεπώς να μην υφίσταται νομίμως εκλεγέν ΔΣ. Οπότε, θεωρείται ότι δεν υπάρχει πρόσκληση προερχόμενη από την εταιρία, όπως απαιτεί το άρθρο 35β παρ. 2 ν. 2190/1920 και η απόφαση της ΓΣ ληφθείσα κατόπιν προσκλήσεως αυτού τυγχάνει άκυρη, κατ’ άρθρο 35β § 1 Ν. 2190/1920, εφόσον δε δεν έχει παρέλθει η ενιαύσια κατ’ άρθρο 35β παρ. 5 του ν. 2190/1920 προθεσμία ίασης, η ακυρότητα αυτής μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Τέλος, επί του πέμπτου σκέλους του λόγου αυτού αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση των άρθρων 35β παρ. 3, 39 παρ.3 ν. 2190/1920 και 281 ΑΚ, αναφορικά με την προβολή της ακυρότητας εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου λόγω έλλειψης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης της 18-12-2014, διότι με τη συμπεριφορά που επέδειξε, παραιτήθηκε από το δικαίωμα να επικαλεστεί την εν λόγω ελαττωματικότητα κατ’ άρθρο 35β § 3 Ν. 2190/1920, άλλως (επικουρικά) ασκεί το δικαίωμά του καταχρηστικά, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, απορρίπτοντας (σιωπηρά) τον κύριο ισχυρισμό, αφού τα εκτιθέμενα στην έφεση (και την αναίρεση) περιστατικά δεν συνιστούν, συμπεριφορά, από την οποία να προκύπτει, όπως ορίζει το άρθρο 35β παρ.3 ν. 2190/1920, ότι ο αναιρεσίβλητος δήλωσε προς την εταιρεία εγγράφως ή με δήλωσή του στα πρακτικά, ότι η γενική συνέλευση συνεδρίασε νομίμως. Περαιτέρω δε, σε αναφορά με την επικουρική ένσταση καταχρηστικότητας (ΑΚ 281), ορθά το Δικαστήριο έκρινε αυτή ως μη νόμιμη, αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (ΚΠολΔ 578), αφού κατά τη μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται, όταν ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται κατά ακυρότητας, η οποία επήλθε λόγω παράβασης του νόμου. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (5ος), καθ’ όλα τα σκέλη αυτού είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από όλα αυτά και μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (ΚΠολΔ 495 § 4) και να καταδικαστεί η τελευταία λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (ΚΠολΔ 176, 183, 189 § 1, 191 § 2), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-9-2017 και με αριθμό καταθέσεως 111129/28-9-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 13701/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ