Καταρχάς η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά καταδίκασε τον αναιρεσίοντα σε φυλάκιση 18 μηνών για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής.
Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναφέρθηκε αρχικά στις εφαρμοσθείσες διατάξεις. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 170 παρ.1 ΚΠΔ, “ η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στον νόμο”. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1, 2, 173 παρ.1, 174 παρ.2, 320 παρ.2, 321 παρ.4 του ΚΠΔ, μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο κατηγορούμενος, είχε γνωστή διαμονή, ενώ η σχετική αυτή ακυρότητα επίδοσης μπορεί να προταθεί από τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με την οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως εάν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Αν όμως η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής.
Επιπρόσθετα σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, ως λόγος αναίρεσης της απόφασης μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 170 παρ. 1), εφόσον αυτή δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Αν το δικαστήριο, χωρίς να απορρίψει αιτιολογημένα τον ισχυρισμό περί ακυρότητος της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος ή τον απορρίψει εσφαλμένα και προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και την καταδίκη του κατηγορούμενου, υποπίπτει στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της απόφασης, εφόσον στον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο, επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα ως αγνώστου διαμονής,ενώ αυτός, κατά τις παραδοχές της απόφασης, από εικοσαετίας και σε κάθε περίπτωση από τα τέλη του 2012, ήταν γνωστής διαμονής, η διαδικαστική αυτή πράξη ήταν άκυρη. Η ακυρότητα αυτή, η οποία προβλήθηκε με ειδικό λόγο έφεσης, δεν καλύφθηκε και δεν επήλθε αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο. Άρα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε την προβληθείσα ένσταση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ως απαράδεκτη, με συνέπεια την απόρριψη και του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης, και την καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του, καταδίκη του αναιρεσείοντος.
Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή, που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους ή ακόμη και σε άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και στην Αστυνομική Αρχή.
Για τους ανωτέρου λόγους το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου δέχτηκε τυπικά και ουσιαστικά την ασκηθείσα αναίρεση επικαλούμενη τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 Β’, Δ’ και Η’ ΚΠΔ και διέταξε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης και την παύση της ποινική δίωξης λόγω παραγραφής. Επιμέλεια: Ιωάννης Κοντούλης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις