O ενάγων ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε προφορικά η μόνιμη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, με την καταβολή αμοιβής για κάθε υπόθεση που εφέρετο εις πέρας
Αγωγή ερειδόμενη σε προφορική σύμβαση και επικουρικώς στις διατάξεις του 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. – Δικαιοδοσία Πολιτικών Δικαστηρίων.
ΔΠΑ 3141/2019, 25ο Τμήμα
O ενάγων ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε με τον τότε υποδιευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης της «Ελληνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» (Ε.Υ.Π.) και τον τότε αστυνόμο Β΄ η μόνιμη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές με την καταβολή αμοιβής για κάθε υπόθεση που εφέρετο εις πέρας, από τα ειδικά κονδύλια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και της Ε.Υ.Π..
Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, αν και παρείχε τις υπηρεσίες του στις διωκτικές αρχές συμβάλλοντας στην εξάρθρωση και στην πάταξη εγκληματικών ενεργειών, όπως αναλυτικά ιστορεί στο δικόγραφο της αγωγής, δεν του καταβλήθηκε η συμφωνηθείσα αμοιβή του.
Συνεπεία των ανωτέρω, ζητά από το εναγόμενο να του καταβληθεί η αμοιβή που συμφωνήθηκε για τις υπηρεσίες που παρείχε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο εξάρθρωσης διάφορων εγκλημάτων. Επικουρικώς, ζητά το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή του ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., λόγω της παράνομης παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου να του καταβάλλουν το ανωτέρω ποσό.
Όταν επιδιώκεται αποζημίωση από παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., η διαφορά που γεννάται υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αν η παράνομη ενέργεια ή παράλειψη, στην οποία ερείδεται η αξίωση αποζημίωσης, συντελέσθηκε μέσα στο πλαίσιο ή έχει ως υπόβαθρο έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. ΑΕΔ 3/2004, 11/1992, 42/1990, πρβλ. ΣτΕ 2358/2012, 409/2010, 1697/2009, 400/2009).
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) δεν καταρτίστηκε εγγράφως, μεταξύ του ενάγοντος και των αρμοδίων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου σύμβαση παροχής υπηρεσιών, β) η προφορική σύμβαση που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητική, αφού, ελλείψει του έγγραφου τύπου σύναψής της, και ανεξαρτήτως του εάν έχει συναφθεί με το Ελληνικό Δημόσιο και χάριν δημοσίου σκοπού, δεν είναι δυνατή ούτε η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την εν λόγω προφορική συμφωνία, ούτε η διαπίστωση της πρόβλεψης ή μη σε αυτήν ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, συνακόλουθα, της ύπαρξης σχέσης δημοσίου δικαίου που να συνδέει τον ενάγοντα με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ, εξάλλου, ούτε ο ενάγων επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων ρητρών ή όρων, κρίνει ότι η απορρέουσα από την ως άνω συμφωνία ένδικη διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως του σκοπού στον οποίο αυτή αποβλέπει.
Κατά συνέπεια, τόσο οι αξιώσεις από τη σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή, όσο και οι τυχόν προκύπτουσες αποζημιωτικές αξιώσεις δημιουργούν, ομοίως, διαφορά υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ενώπιον των οποίων δύναται να ασκηθεί εκ νέου η αγωγή αυτή), αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η υποκείμενη σχέση, δηλαδή η προφορική σύμβαση από την οποία, κατά τον ενάγοντα, απορρέουν αποζημιωτικές αξιώσεις, είναι ιδιωτικού δικαίου και η εκδίκασή της ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.