ΑΠΟΦΑΣΗ
Τσιγαράς κατά Ελλάδας της 14-11-2019(12576/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Χωρίς την καταβολή ενός εύλογου ποσού αποζημίωσης αναλογικού προς την αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου, η στέρηση της ιδιοκτησίας αποτελεί κατά κανόνα υπερβολική προσβολή του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσής της. Η καταλληλόλητα της αποζημίωσης θα μειωνόταν εάν επρόκειτο να καταβληθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη διάφορες καταστάσεις που θα μπορούσαν να μειώσουν την αξία της, όπως η αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η αποζημίωση θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού, όποτε ερευνάται η ουσία της υπόθεσης και όχι αυτός κατά τον οποίο εκφωνήθηκε η υπόθεσή και ακολούθως αναβλήθηκε από το πινάκιο ή για οιοδήποτε άλλο λόγο. Συνεπώς κρίσιμος χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης, δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκη ο χρόνος της πρώτης συζήτησης, αλλά εκείνος που βρίσκεται εγγύτερα στο χρόνο της καταβολής.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1964 και ζει στην Αμφιθέα.
Στις 31 Δεκεμβρίου 2002, το Ελληνικό Δημόσιο, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Περιβάλλοντος, Περιφερειακής Ανάπτυξης και Δημοσίων Έργων, απαλλοτρίωσε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και ένα που ανήκε στον προσφεύγοντα, με σκοπό να προβεί σε βελτιώσεις στην Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Αντιρρίου κοντά στην Αμφιλοχία. Το ακίνητο του προσφεύγοντος που απαλλοτριώθηκε περιλάμβανε ένα οικόπεδο 2.033 τ.μ. που ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου τεμαχίου γης μήκους 2.991 τ.μ. Στο μέρος του οικοπέδου που δεν απαλλοτριώθηκε, υπήρχε μια μονοκατοικία την οποία ο προσφεύγων χρησιμοποιούσε ως την οικία του, με εμβαδόν 101,60 τ.μ., με ισόγειο υπόγειο.
Στις 30 Απριλίου 2004, το Ελληνικό Δημόσιο αιτήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου Άρτας την προσωρινή τιμή μονάδας της αποζημίωσης ανά τετραγωνικό μέτρο κάθε απαλλοτριωμένου ακινήτου. Η υπόθεση είχε αρχικά προγραμματιστεί να εξεταστεί στις 4 Ιουνίου 2004, αλλά αναβλήθηκε. Το Πρωτοδικείο προέβη σε συζήτηση της υπόθεσης την 1η Οκτωβρίου 2004 και εξέδωσε την απόφασή του με την οποία καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης στις 12 Νοεμβρίου 2004 (απόφαση αριθ. 798/2004).
Στις 10 Μαΐου 2005, ο προσφεύγων προσέφυγε ενώπιον του Εφετείου Ιωαννίνων για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης. Ζήτησε επίσης ιδιαίτερη αποζημίωση για το υπόλοιπο της περιουσίας του, δηλαδή για το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου του με έκταση 958 τ.μ. και για το κτίριο επ’ αυτού. Δικάσιμος ενώπιον του Εφετείου ορίστικε στις 21 Σεπτεμβρίου 2005. Στις 2 Φεβρουαρίου 2006, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση αριθ. 70/2006, αναστέλλοντας την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης με το σκεπτικό ότι απαιτήθηκε η πραγματογνωμοσύνη για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου. Στη συνέχεια ορίστηκε νέα δικάσιμο για την υπόθεση η 17η Μαΐου 2006. Την ημερομηνία αυτή, το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση για τις 18 Απριλίου 2007 και έπειτα την ανέβαλε για τις 16 Απριλίου 2008. Μετά από άλλη αναβολή, η συζήτηση τελικά πραγματοποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2008. Όλες οι αναβολές οφείλονταν στο γεγονός ότι η έκθεση του εμπειρογνώμονα δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.
Με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2009 (αριθ. 224/2009) το Εφετείο Ιωαννίνων καθόρισε την οριστική μονάδα αποζημίωσης στα 40 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Καθορίστηκε επίσης η ιδιαίτερη αποζημίωση για το υπόλοιπο της γης που δεν είχε απαλλοτριωθεί στα 10 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Τέλος, αξιολόγησε την αξία του κτιρίου που βρίσκεται στο εν λόγω τμήμα του οικοπέδου του προσφεύγοντος στα 125.000 ευρώ και την απολεσθέντα αξία του στα 50.000 ευρώ. Συνολικά, ο προσφεύγων έλαβε 140.900 ευρώ. Το υλικό που έλαβε υπόψη το δικαστήριο ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης ήταν η 1η Οκτωβρίου 2004, δηλαδή η ημερομηνία της συζήτησης σχετικά με την προσωρινή αποζημίωση, διότι η πρώτη ακρόαση σχετικά με τον καθορισμό της τελικής αποζημίωσης είχε πραγματοποιηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου του 2005, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την ημερομηνία της ακρόασης σχετικά με την προσωρινή αποζημίωση (άρθρο 17 § 2 του Συντάγματος).
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το Εφετείο έκρινε εσφαλμένα ότι η ημερομηνία της συζήτησης σχετικά με την προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης θεωρήθηκε ως η κρίσιμη στιγμή για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Ισχυρίστηκε ότι κατά τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης, το δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει υπόψη την ημερομηνία της συζήτησης σχετικά με την οριστική αποζημίωση, στις 5 Νοεμβρίου 2008, όταν έγινε πράγματι η εξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης, με αποτέλεσμα την έκδοση της απόφασης αριθ. 224/2009, με την οποία του καταβλήθηκε αποζημίωση. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 2 του Συντάγματος, έχει παρέλθει περισσότερο από ένα έτος μεταξύ της ακρόασης σχετικά με τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης και εκείνης που αφορά τον καθορισμό της τελικής αποζημίωσης. Με βάση τα ανωτέρω, η τελευταία αποζημίωση θα έπρεπε να είχε καθοριστεί σε σχέση με την συζήτηση της 5ης Νοεμβρίου 2008. Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η συζήτηση της 25ης Σεπτεμβρίου 2005 δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι δεν είχε οδηγήσει σε απόφαση επί της ουσίας, αλλά στην απόφαση 70/2006, με την οποία αναβλήθηκε η εξέταση επί της ουσίας και διατάχθηκε έκθεση εμπειρογνώμονα.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 28 Απριλίου 2011 από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου , διότι το διακυβευόμενο ζήτημα έχει σημαντικό νομικό συμφέρον. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος (απόφαση αριθ. 14/2011). Όσον αφορά τον χρόνο για τον καθορισμό της αποζημίωσης, παραπέμποντας στα άρθρα 111, 223, 224 και 281 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η πλειοψηφία των είκοσι τριών δικαστών του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η πρώτη συζήτηση (της 21ης Σεπτεμβρίου 2005) έπρεπε να ληφθεί υπόψη – ανεξάρτητα από το αν η εξέταση επί της ουσίας είχε πραγματοποιηθεί την ίδια ημερομηνία – με το σκεπτικό ότι “κατά την συζήτηση αυτή καθορίστηκε το αντικείμενο της διαδικασίας τεκμηρίωσης και της δικαστικής έρευνας». Μία μειοψηφία δεκατριών δικαστών διαφώνησε με το προαναφερθέν συμπέρασμα με το σκεπτικό ότι το άρθρο 17 § 2 του Συντάγματος έχει ως σκοπό οι πολίτες που είχαν στερηθεί την ιδιοκτησία τους να λάβουν πλήρη αποζημίωση που αντιστοιχεί στην αξία του ακινήτου σε ημερομηνία πλησιέστερη με την ημερομηνία καταβολής. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ο χρόνος που πρέπει να ληφθεί πρέπει να είναι η τελευταία συζήτηση πριν από την έκδοση της απόφασης επί της ουσίας.
Η απόφαση θεωρήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2011 και αρχειοθετήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2011, ημερομηνία κατά την οποία κατέστη δυνατή η λήψη αντιγράφου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο εγγυάται ουσιαστικά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, περιλαμβάνει τρεις διαφορετικούς κανόνες. Ο πρώτος κανόνας, ο οποίος περιλαμβάνεται στην πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου, είναι γενικής φύσεως και διατυπώνει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας. Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος περιλαμβάνεται στη δεύτερη περίοδο της πρώτης παραγράφου, καλύπτει τη στέρηση των περιουσιακών στοιχείων και το θέτει υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ο τρίτος κανόνας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το γενικό συμφέρον, εφαρμόζοντας τους νόμους που κρίνουν αναγκαίους για το σκοπό αυτό. Ωστόσο, οι κανόνες δεν είναι “διακριτοί” με την έννοια ότι δεν είναι συνδεδεμένοι. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις προσβολής του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας και πρέπει συνεπώς να ερμηνευθούν υπό το φως της γενικής αρχής που διατυπώνεται στον πρώτο κανόνα (βλ., Μεταξύ άλλων, Fábián v. Ουγγαρία [GC], αριθ. 78117/13, § 60, ΕΣΔΑ 2017 (αποσπάσματα)).
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος δεν αφορά τη στέρηση της περιουσίας αλλά τον καθορισμό της αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη φράση, του πρωτοκόλλου αριθ. 1, το οποίο ορίζει γενικά την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας (βλ., Μεταξύ άλλων, Almeida Garrett, Mascarenhas Falcão και άλλοι κατά Πορτογαλίας, αριθ. 29813/96 και 30229/96, § 48, ΕΣΔΑ 2000-Ι). Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει αν έχει επιτευχθεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων του ατόμου και του συνόλου (βλ., Προπαρατεθείσα απόφαση Πουλήμενος, § 31).
Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το επίμαχο μέτρο συνιστά δίκαιη ισορροπία και, ειδικότερα, αν ο προσφεύγων επιβαρύνθηκε δυσανάλογα, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύστημα αποζημιώσεως που προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι χωρίς την καταβολή ενός ποσού εύλογα αναλογικού προς την αξία του ακινήτου, η στέρηση περιουσίας αποτελεί κατά κανόνα υπερβολική προσβολή του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσής του (βλ. Μάλαμα κατά Ελλάδας, αριθ. 43622/98, § 48, ΕΣΔΑ 2001-II). Ειδικότερα, η καταλληλόλητα της αποζημίωσης θα μειωνόταν εάν επρόκειτο να καταβληθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη διάφορες καταστάσεις που θα μπορούσαν να μειώσουν την αξία της, όπως αδικαιολόγητη καθυστέρηση (βλέπε Angelov κατά Βουλγαρίας, αριθ. 44076/98, § 39, 22 Απριλίου 2004 , και Almeida Garrett, Mascarenhas Falcão κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 54). Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο επιδίωξε κυρίως να εξακριβώσει αν η διοίκηση επανεκτίμησε την αποζημίωση που πρέπει να αποδοθεί λόγω της υποτίμησής της λόγω της εκπνοής του χρόνου (βλ., Μεταξύ άλλων, Akkuş κατά Τουρκίας, 9 Ιουλίου 1997, § § 29-31, Αναφορές Αποφάσεων και Αποφάσεων 1997-IV, και Ζαχαράκης κατά Ελλάδος, αρ. 17305/02, § 31, 13 Ιουλίου 2006).
Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ευθύς εξαρχής ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 2 του Ελληνικού Συντάγματος, εάν παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος μεταξύ της ημερομηνίας συζήτησης σχετικά με τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης και της ημερομηνίας συζήτησης που αφορά τον τελικό καθορισμός της αποζημίωσης, τότε η αξία πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με την τελευταία ημερομηνία. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να εκτιμήσει την αποζημίωση σε σχέση με την κατάλληλη ημερομηνία προκειμένου να καταβληθεί “πλήρης αποζημίωση”, όπως απαιτείται από τη διατύπωση της ίδιας της διάταξης. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής, θεώρησε ότι η συζήτηση που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης ήταν η πρώτη ορισθείσα συζήτηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από το αν είχε η υπόθεση αναβληθεί ή η υπόθεση δεν είχε εξεταστεί ως προς το βάσιμο για οποιονδήποτε λόγο, διότι «κατά την συζήτηση αυτή καθορίστηκε το αντικείμενο της διαδικασίας τεκμηρίωσης και της δικαστικής έρευνας».
Το Δικαστήριο αξιολόγησε την προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης βάσει της ημερομηνίας της επ ‘ακροατηρίου συζητήσεως, ήτοι την 1η Οκτωβρίου 2004. Η συζήτηση για τον καθορισμό του οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης είχε οριστεί να πραγματοποιηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου 2005. Ωστόσο, κατά την επ ‘ακροατηρίου συζήτηση της ημερομηνίας αυτής, το δικαστήριο δεν προσδιόρισε την τελική τιμή μονάδας αποζημίωσης αλλά εξέδωσε την απόφαση αριθ. 70/2006 αναστέλλοντας την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και διατάσσοντας τη σύνταξη πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την αξία του ακινήτου. Μετά από πολλές αναβολές με την αιτιολογία ότι η έκθεση εμπειρογνωμόνων δεν είχε ακόμη παραδοθεί, η συζήτηση στην οποία εξετάστηκε η υπόθεση επί της ουσίας πραγματοποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2008. Με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2009, το Εφετείο εξέτασε την οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία της συζήτησης σχετικά με την προσωρινή αποζημίωση ως την κρίσιμη ημερομηνία. Υποστήριξαν ότι η πρώτη συζήτηση σχετικά με τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης είχε πραγματοποιηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, δηλαδή λιγότερο από ένα έτος μετά την ημερομηνία της συζήτησης σχετικά με την προσωρινή αποζημίωση.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν είναι καθήκον του να υποκαθιστά τις εθνικές αρχές για τον καθορισμό του ακριβούς ποσού της αποζημίωσης που θα έπρεπε να λάβει ο προσφεύγων λόγω των διακυμάνσεων στην αγορά ακινήτων, του πληθωρισμού ή άλλων παραγόντων. Εντούτοις, δεδομένου ότι έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα έτη από την ημερομηνία που θεωρήθηκε σημαντική ημερομηνία για την εκτίμηση της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης και την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η πραγματική συζήτηση επί της ουσίας, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι εθνικές αρχές δεν έλαβαν υπόψη στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν καταστήσει την αποζημίωση πλέον ανάλογη με την αξία του ακινήτου κατά την ημερομηνία της απόφασης του, δηλαδή της 29ης Ιουνίου 2009 (βλ. Πουλιμένος). Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η καθυστέρηση στον καθορισμό της τελικής αποζημίωσης δεν μπορεί να αποδοθεί στον προσφεύγοντα, ο οποίος έκανε κανονική χρήση των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε να λάβουν υπόψη τις διάφορες περιστάσεις που ενδέχεται να μειώσουν την αξία της αποζημίωσης που χορηγήθηκε.
Το Δικαστήριο σημειώνει το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν από εκείνες της υποθέσεως Πουλημένος, στην οποία διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης διότι είχαν παρέλθει δώδεκα χρόνια από την ημερομηνία που θεωρήθηκε ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της αποζημίωσης και την ημερομηνία κατά την οποία της είχε καταβληθεί. Ωστόσο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι σε μια περίπτωση η εκπνοή της προθεσμίας ήταν πολύ μεγαλύτερη, τα πραγματικά περιστατικά των δύο υποθέσεων παραμένουν παρόμοια, διότι και στις δύο περιπτώσεις τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη την επίδραση της παρέλευσης του χρόνου που θα μπορούσε να έχει ως προς την αξία των απαλλοτριωμένων περιουσιακών στοιχείων.
Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο προσφεύγων επιβαρύνθηκε υπερβολικά και ατομικά, γεγονός το οποίο διατάραξε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος αφενός και αφετέρου της προστασίας του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας (βλ. Πουλημένο). Συνεπώς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης ότι η καταγγελία είναι απαράδεκτη ratione personae και διαπιστώνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 6 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ήταν ασυμβίβαστη με την απαίτηση “εύλογης προθεσμίας” που προβλέπεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Επίσης, παραπονέθηκε ότι, εκείνη την εποχή, δεν υπήρξε αποτελεσματικό εγχώριο ένδικο μέσο για την καταγγελία του σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
α) Περίοδος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη
Η περίοδος που έπρεπε να ληφθεί υπόψη άρχισε στις 30 Ιουνίου 2004, ημέρα κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση καθορισμού προσωρινής τιμής αποζημίωσης. Τερματίστηκε στις 4 Νοεμβρίου 2011, όταν ο Άρειος Πάγος εξέδωσε οριστική απόφαση στην υπόθεση (αριθ. 14/2011). Ως εκ τούτου, η διαδικασία διήρκεσε συνολικά επτά έτη, έξι μήνες και τέσσερις ημέρες σε τρία επίπεδα δικαιοδοσίας.
β) Η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, υπό το πρίσμα των συνθηκών της υπόθεσης και με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των προσφευγόντων και των αρμόδιων αρχών και τι διακυβεύεται για τους πρσοφεύγοντες στη διαφορά (βλ., μεταξύ άλλων, Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, § 43, ΕΣΔΑ 2000- VII, Lupeni Ελληνική Καθολική Ενορία και άλλοι κατά Ρουμανίας [GC], αρ. 76943/11, § 143, ΕΣΔΑ 2016 (αποσπάσματα) και Βασίλειος Αθανασίου και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. 50973/08, 21 Δεκεμβρίου 2010).
Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως εξετάσει υποθέσεις που εγείρουν ερωτήματα παρόμοια με αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, δηλαδή τη διάρκεια της αστικής δίκης, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (βλ. Γλύκαντζη κατά Ελλάδας, αριθ. 40150 / 09, § 71, 30 Οκτωβρίου 2012, και τις περιπτώσεις που αναφέρονται εκεί).
Ακόμη και αν γίνει δεκτό το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η υπόθεση παρουσιάζει ορισμένη πολυπλοκότητα και ότι η πραγματογνωμοσύνη είναι απαραίτητη για την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διαδικασία διήρκεσε επτά χρόνια σε τρία επίπεδα δικαιοδοσίας. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα γεγονός ή επιχείρημα που να δικαιολογεί διαφορετικό συμπέρασμα στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική.
Συνεπώς, υπήρξε παράβαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Όσον αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 13 εγγυάται αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής για παραβίαση της υποχρέωσης του άρθρου 6 § 1 να εκδικάσει μια υπόθεση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος( Kudła κατά Πολωνίας [GC], αριθ. 30210/96, § 156, ΕΣΔΑ 2000-XI).
Εξάλλου, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να παρατηρήσει ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η ελληνική έννομη τάξη δεν προσέφερε στα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, κατά την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης, που τους επέτρεπε να διαμαρτύρονται για τη διάρκεια. Υπό το φως των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 13 της Σύμβασης, καθόσον ο προσφεύγων δεν διέθετε ένδικα μέσα για την άσκηση του δικαιώματός του για «ακρόαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος», όπως εγγυάται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη Ικανοποίηση
Ο προσφεύγων ζήτησε 49.315 ευρώ (EUR)ως αποζημίωση. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 35% μεταξύ Οκτωβρίου 2004 και Νοεμβρίου 2008. Κατά συνέπεια, η αποζημίωση που είχε λάβει, δηλαδή 140.900 ευρώ, θα έπρεπε να υπολογιστεί εκ νέου στο προαναφερθέν ποσοστό και πρέπει να λάβει τη διαφορά, η οποία στην περίπτωσή του ανέρχονταν σε 49.315 ευρώ. Ο προσφεύγων ζήτησε επίσης 85.000 ευρώ για ηθική βλάβη για παραβίαση των δικαιωμάτων του βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης και 15.000 ευρώ για την παραβίαση των δικαιωμάτων του βάσει των άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης.
Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν καθήκον του Δικαστηρίου να εκτιμήσει την αποζημίωση που θα έπρεπε να απονείμει στον προσφεύγοντα. Εν πάση περιπτώσει, θεωρούσαν τα αιτούμενα ποσά ως αδικαιολόγητα και υπερβολικά.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα εγχώρια δικαστήρια χορήγησαν στον αιτούντα 140.900 ευρώ με βάση την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου περιουσιακού του στοιχείου τον Οκτώβριο του 2004. Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες και τα έγγραφα που υπέβαλαν οι διάδικοι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι εύλογο και δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 41, να χορηγήσει στον αιτούντα 35.000 ευρώ ως αποζημίωση. Επιπλέον, αξιολογώντας την σε δίκαιη βάση, του απονέμει ποσό ύψους 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Έξοδα και δαπάνες
Ο προσφεύγων ζήτησε επίσης 1.500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα και δαπάνες τα οποία επιβαρύνθηκε για να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι όλα τα αιτούμενα έξοδα ήταν αναγκαία. Επιπλέον, υποστήριξε ότι το ποσό που ζητήθηκε για τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν υπερβολικό.
Λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που διαθέτει και της νομολογίας του, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να καταβάλει το ποσό των 1.200 ευρώ για τα έξοδα του ενώπιον του Δικαστηρίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ,
Απορρίπτει την προκαταρκτική ένσταση της κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.
Απορρίπτει την προκαταρκτική ένσταση της Κυβέρνησης ότι η προσφυγή είναι ασυμβίβαστη ratione personae με τη Σύμβαση και την απορρίπτει.
Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή.
Δέχεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Δέχεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης.
Κρίνει
α) ότι το εναγόμενο κράτος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα εντός τριών μηνών τα ακόλουθα ποσά:
(i) 35.000 ευρώ (τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ), προσαυξημένο με οποιοδήποτε φόρο που ενδέχεται να είναι απαραίτητος, ως αποζημίωση,
(ii) 4.000 ευρώ (τέσσερις χιλιάδες ευρώ), προσαυξημένο με οποιοδήποτε φόρο, για ηθική βλάβη,
iii) 1.200 ευρώ (χίλια διακόσια ευρώ), προσαυξημένα με κάθε φόρο που μπορεί να καταβληθεί στον προσφεύγοντα, για έξοδα και δαπάνες.
β) ότι, από την εκπνοή των προαναφερθέντων τριών μηνών μέχρι τον διακανονισμό, καταβάλλονται απλοί τόκοι επί των ανωτέρω ποσών με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες ·
Απορρίπτει το υπόλοιπο αίτημα του προσφεύγοντος για δίκαιη ικανοποίηση.