Το 2008 η αστυνομία τον συνέλαβε και τον ξυλοφόρτωσε μπροστά στα μάτια της 9χρονης κόρης τους την ώρα που έφευγαν από τη σχολική γιορτή του κοριτσιού. Έντεκα χρόνια μετά, το Ευρωπαικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε τη Ρωσία όπου σημειώθηκε το βίαιο αυτό περιστατικό, υποχρεώνοντάς την να πληρώσει και αποζημίωση 25.000 ευρώ στην 20χρονη σήμερα κοπέλα για ηθική βλάβη. Όπως έκρινε, αυτό που ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια της συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε βάρος ανήλικης.
Η σύλληψη
Τον Μάιο του 2008 ο πατέρας της κοπέλας, η οποία και προσέφυγε στο Δικαστήριο, τότε αστυνομικός, συνελήφθη κατά τη διάρκεια μυστικής επιχείρησης η οποία διοργανώθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ελέγχου Φαρμάκων (“FSKN”). Η επιχείρηση έλαβε χώρα έξω από το σχολείο της, αφού ο πατέρας της την είχε συνοδεύσει στη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς και αυτή έμπαινε στο αμάξι του για να γυρίσουν στο σπίτι . Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η αστυνομία έριξε τον πατέρα της στο έδαφος και επανειλημμένα τον κλώτσησε στο σώμα του. Τελικά κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να τρέξει μακριά. Βρέθηκε σε κατάσταση σοκ σε ένα δρόμο πιο κάτω από τον θείο της και μεταφέρθηκε σπίτι.
Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε με νευρολογική διαταραχή, ενούρηση και μετατραυματική διαταραχή άγχους, κατάσταση η οποία ισχυρίζεται ότι βελτιώθηκε μόνο μερικά χρόνια αργότερα. Τον Ιούλιο του 2008 η μητέρα της προσφεύγουσας ενημέρωσε τον εισαγγελέα ότι η κόρη της ήταν παρούσα στην κακοποίηση του πατέρα της, γεγονός που είχε βλάψει την υγεία της.
Ξεκίνησε έρευνα, ωστόσο οι εισαγγελικές αρχές αρνήθηκαν να κινήσουν ποινική διαδικασία, υποστηρίζοντας ότι δεν χρησιμοποιήθηκε σωματική δύναμη εναντίον του και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται κανένα έγκλημα. Βασίστηκαν σε δηλώσεις από άτομα τα οποία ήταν παρόντες, κυρίως αστυνομικοί του FSKN και μάρτυρες της μυστικής επιχείρησης, καθώς και τα αρχεία από τον χώρο κράτησης όπου κρατούνταν ο πατέρας της 9χρονης μετά τη σύλληψή του, τα οποία δεν ανέφεραν τραυματισμούς.
Η μητέρα της κοπέλας προσέφυγε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά τον Οκτώβριο του 2008 αποφασίστηκε να μην πραγματοποιηθεί πλήρης έρευνα. Η ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του πατέρα της για την πώληση κάνναβης τελικώς τερματίστηκε τον Δεκέμβριο του 2009, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του είχαν ληφθεί παράνομα και ήταν επομένως απαράδεκτα.
Η απόφαση
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε πως ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι είχε παρακολουθήσει τη σύλληψη του πατέρα της, η οποία ακολουθήθηκε από ξυλοδαρμό, ήταν αξιόπιστος. Σε αντίθεση με τις δηλώσεις των αστυνομιών του FSKN στις οποίες οι εισαγγελικές αρχές και η κυβέρνηση είχαν στηριχθεί για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί καμία βία εναντίον του ΠΟΥ έρχονταν σε αντίθεση με τις δηλώσεις άλλων μαρτύρων. Ιδίως ενός αστυνομικού της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας, που ήταν παρών κατά τη σύλληψη, και ο οποίος είχε πει ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν βία.Η βία της σύλληψης είχε επίσης επιβεβαιωθεί ΚΑΙ από έναν ηλεκτρολόγο, ο οποίες εκτελούσε εργασίες συντήρησης φανών κοντά στο σχολείο της προσφεύγουσας.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι δηλώσεις των δύο αυτοπτών μαρτύρων στη μυστική επιχείρηση, σύμφωνα με τους οποίους δεν είχε χρησιμοποιηθεί καμία σωματική δύναμη εναντίον του πατέρα της προσφεύγουσας, δεν είχαν αξία. Ένας από αυτούς τους μάρτυρες αναγνώρισε αργότερα στην ποινική δίκη κατά του πατέρα της ότι είχε ψευδομαρτυρήσει, κατόπιν αιτήματος των αστυνομικών του FSKN. Αποδείχθηκε επίσης από τα λεγόμενά τους ότι δεν μπορούσαν να έχουν δει τη σύλληψη.
Η αδιαφορία των Αρχών
Κατά το ΕΔΔΑ ωστόσο, οι ρωσικές αρχές, απάντησαν στους αξιόπιστους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας μόνο με τη διεξαγωγή προδικαστικής έρευνας, αρνούμενες να ασκήσουν ποινική δίωξη και να διεξάγουν μια πλήρη δικαστική και αστυνομική έρευνα. Παρά του ότι η έρευνα που έγινε δεν παρείχε, κατά το Δικαστήριο, στην κυβέρνηση αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους αξιόπιστους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με την έκθεσή της στην βίαιη σύλληψη του πατέρα της.
Επιπλέον, οι αρχές δεν έλαβαν υπόψη τους ότι οι αστυνομικοί, οι οποίοι γνώριζαν ότι η κοπέλα ήταν παρούσα στη σκηνή της επιχείρησης, προχώρησαν χωρίς να δώσουν της δώσουν προσοχή, εκθέτοντάς την έτσι σε μια σκηνή βίας, η οποία στρέφονταν κατά του πατέρα της, ελλείψει οποιασδήποτε αντίστασης εκ μέρους του. Το συμβάν αυτό την έβλαψε και την επηρέασε σοβαρά και, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι αρχές απέτυχαν να αποτρέψουν την κακομεταχείριση της, κατά παράβαση της θετικής υποχρέωσης του κράτους βάσει του άρθρου 3.
Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι υπήρξε περαιτέρω παραβίαση του άρθρου 3 όσον αφορά την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας για το περιστατικό. Η απλή διεξαγωγή προδικαστικής έρευνας, η οποία δε συνεχίστηκε με την διενέργεια προκαταρκτικής, ήταν ανεπαρκής για τις αρχές αναφορικά με την υποχρέωση συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις μιας αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με αξιόπιστους ισχυρισμούς περί κακομεταχείρισης από την αστυνομία σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης.