«H χρήση καταθέσεων μαρτύρων έναντι αμοιβής ή άλλων πλεονεκτημάτων μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τη δίκαιη διαδικασία εναντίον του κατηγορουμένου, και μπορεί να εγείρει σημαντικά προβλήματα στο βαθμό που από τη φύση τους οι καταθέσεις αυτές γίνονται υπό το καθεστώς χειραγώγησης και αποκλειστικά για να αποκτήσει αυτός που καταθέτει τα πλεονεκτήματα που προσφέρονται σε αντάλλαγμα ή για προσωπική εκδίκηση».
Το σκεπτικό αυτό διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε απόφαση του θέτοντας ευθέως εν αμφίβωλο την αξιοπιστία την μαρτυρική κατάθεση έναντι αμοιβής, ή άλλων εξασφαλίσεων… ζήτημα επίκαιρο και μείζον στη χώρα μας το τελευταίο χρονικό διάστημα με τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων στην πολύκροτη έρευνα για την υπόθεση Novartis.
Τι λένε οι Ευρωπαίοι δικαστές για αυτό το είδος των μαρτυρικών καταθέσεων και τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην διασφάλιση της δίκαιης δίκης;
«Ο κίνδυνος σύμφωνα με τον οποίο ένα άτομο θα μπορούσε να κατηγορηθεί και να δικαστεί με βάση μη επαληθευμένους ισχυρισμούς οι οποίοι δεν είναι απαραιτήτως απαράδεκτοι, δεν πρέπει να υποτιμάται».
Το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης – η οποία υπερέχει της εθνικής νομοθεσίας- πρέπει να μελετήσουν τα εγχώρια δικαστήρια που κυρίως σε υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος ακόμα και αν η νομοθεσία δεν προβλέπει αμοιβή, προβλέπει ωστόσο ευνοϊκή μεταχείριση ή ακόμα και αμνηστία!
Μάρτυρες έναντι αμοιβής
Η απόφαση που εξέδωσε πριν από λίγες μέρες το ΕΔΔΑ (Adamčo κατά Σλοβακίας) εξετάζει ουσιαστικά το μείζονος σημασίας νομικό ζήτημα, του δικαστικού ελέγχου των ζητημάτων που αφορούν τις συμφωνίες περί απαλλαγής!
Ο προσφεύγων αθωώθηκε πρωτόδικα από την κατηγορία της συνέργειας σε ανθρωποκτονία. Ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα ο οποίος μετέτρεψε την κατηγορία από απλό συνεργό σε αυτουργό και καταδικάστηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο βάσει κατάθεσης μάρτυρα ο οποίος ενοχοποίησε μεταγενέστερα τον προσφεύγοντα, αναιρώντας την αρχική του κατάθεση. Επιπλέον δεν είχε πρόσβαση στην έφεση του Εισαγγελέα. Τα εγχώρια δικαστήρια ακόμα και το Συνταγματικό Δικαστήριο, απέρριψαν τα ένδικά μέσα που άσκησε.
Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι η χρήση καταθέσεων μαρτύρων έναντι αμοιβής ή άλλων πλεονεκτημάτων θέτει σε αμφισβήτηση τη δίκαιη διαδικασία και επισημαίνει ότι η ένταση του ελέγχου που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία από έναν συνεργό, συσχετίζεται με τη σπουδαιότητα του πλεονεκτήματος που αποκομίζει ο συνεργός ως αντάλλαγμα για τα αποδεικτικά στοιχεία που δίνει. Στην προκειμένη περίπτωση, το πλεονέκτημα που απέκτησε ο Μ. σήμαινε ατιμωρησία και επειδή όλες οι αποφάσεις σχετικά με τη δίωξη του Μ. ελήφθησαν χωρίς κανένα στοιχείο δικαστικού ελέγχου το Στρασβούργο έκρινε ότι η χρήση της μαρτυρίας του Μ. υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και η στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στην εισαγγελική έφεση, δεν διασφάλισαν την δίκαιη δίκη. Παραβίαση της δίκαιης δίκης (Άρθρο 6 παρ. 1).
Πραγματικά περιστατικά
Η συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να μην αφορά μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος αλλά μπήκε σε καθεστώς ευνοϊκής μεταχείρισης σε υπόθεση ανθρωποκτονίας, όπου από συνεργός μετατράπηκε σε καταγγέλλων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Σλοβάκος προσφεύγων Branislav Adamčo, 41 ετών αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό κράτηση στο Leopoldov (Σλοβακία), για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Στο ΕΔΔΑ καταγγέλλει μέσα από τη φυλακή ότι δεν είχε δίκαιη δίκη όταν είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Ενώ αρχικά απαλλάχθηκε από την κατηγορία της συνέργειας στη δολοφονία, η εισαγγελική αρχή άσκησε έφεση και η κατηγορία μεταβλήθηκε και κατηγορήθηκε πλέον ως φυσικός αυτουργός.
Η μεταβολή της κατηγορίας στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη μαρτυρία ενός μάρτυρα που είχε δώσει κατάθεση σε προηγούμενα στάδια της δίκης, αλλά που μεταγενέστερα άλλαξε την εκδοχή των γεγονότων και την κατάθεσή του, ενοχοποιώντας τον προσφεύγοντα. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και η επακόλουθη έφεση καθώς και αναίρεση απορρίφθηκαν.
Το 2011 υπέβαλε καταγγελία στο Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι οι μεταβολή στην κατηγορία που έλαβε χώρα σχετικά με την υπόθεσή του ενώπιον της δίκης και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ήταν παράτυπες και ότι δεν είχε πρόσβαση στο ένδικο μέσο της εισαγγελικής αρχής και στην δικογραφία που σχηματίστηκε μετά την πρωτοβάθμια απόφαση. Υποστήριξε επίσης ότι ο μάρτυρας της εισαγγελικής αρχής δεν ήταν αξιόπιστος, καθώς αυτός είχε επωφεληθεί από την αλλαγή της κατάθεσής του, διότι η εισαγγελική αρχή είχε αποσύρει την ποινική δίωξη σε βάρος του.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία του ως απαράδεκτη.
Βασιζόμενη ειδικότερα στο άρθρο 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία μετά την άσκηση της έφεσης και της αναίρεσης και ότι η καταδίκη του βασίστηκε σε αποφασιστικό βαθμό στη μαρτυρία ενός μάρτυρα που είχε προφανές κίνητρο να καταθέσει υπέρ της δίωξης και όχι να πει την αλήθεια.
Tο Στρασβούργο αποφασίζει…
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η δίκη του ήταν άδικη, καθώς η καταδίκη του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στον μάρτυρα Μ., ο οποίος είχε αλλάξει την κατάθεσή του κατά τη διάρκεια της δίκης για να επωφεληθεί από μια συμφωνία με την εισαγγελική αρχή.
Το κύριο μέλημα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 6 § 1 είναι η αξιολόγηση της συνολικής ποινικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει, αρχικά, το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η κατάθεση του μάρτυρα Μ. ήταν απλώς ένα αποδεικτικό στοιχείο από ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που ενοχοποιούσαν τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, δεν αμφισβητήθηκε ότι τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία ήταν έμμεσα, ότι αποτελούν μέρος ενός συνόλου μόνο όταν εκτιμηθούν σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα Μ. και ότι ένα καθοριστικό σημείο καμπής στη δίκη ήρθε όταν ο M. άλλαξε την κατάθεσή του και άρχισε να ενοχοποιεί τον προσφεύγοντα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κατάθεση του μάρτυρα M. αποτελούσε, αν όχι το μοναδικό, τουλάχιστον το αποφασιστικό αποδεικτικό στοιχείο κατά του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η χρήση καταθέσεων μαρτύρων έναντι αμοιβής ή άλλων πλεονεκτημάτων μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τη δίκαιη διαδικασία εναντίον του κατηγορουμένου, και μπορεί να εγείρει σημαντικά προβλήματα στο βαθμό που από τη φύση τους οι καταθέσεις αυτές γίνονται υπό το καθεστώς χειραγώγησης και αποκλειστικά για να αποκτήσει αυτός που καταθέτει τα πλεονεκτήματα που προσφέρονται σε αντάλλαγμα ή για προσωπική εκδίκηση. Ο κίνδυνος σύμφωνα με τον οποίο ένα άτομο θα μπορούσε να κατηγορηθεί και να δικαστεί με βάση μη επαληθευμένους ισχυρισμούς οι οποίοι δεν είναι απαραιτήτως απαράδεκτοι, δεν πρέπει να υποτιμάται.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που αμφισβητούν την αξιοπιστία του μάρτυρα Μ. ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων εξετάστηκαν μόνο από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ότι δεν έλαβε συγκεκριμένη απάντηση από τα δικαστήρια που εξέτασαν την υπόθεσή του ούτε και συνέχεια από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει αρχικά ότι ο έλεγχος του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου φαίνεται να περιοριζόταν σε οποιοδήποτε πλεονέκτημα μπορεί να είχε λάβει ο μάρτυρας Μ. στο πλαίσιο της δίκης για τη δολοφονία του K. και ουδόλως εξέτασε το πλεονέκτημα που θα μπορούσε να έχει λάβει στο πλαίσιο της δίωξης για τη δολοφονία του Ο που κατηγορείτο ο μάρτυρας. Δεν έχουν γνωστοποιηθεί στο Δικαστήριο στοιχεία σχετικά με την εν λόγω δίωξη. Αλλά παρέμεινε ένας αδιαμφισβήτητος ισχυρισμός ότι, αφού άλλαξε την κατάθεσή του, η σχετική κατηγορία αποσύρθηκε, η έρευνα έκλεισε και αφέθηκε ελεύθερος (κρατείτο προσωρινά). Κανένα από τα εθνικά δικαστήρια που ασχολήθηκαν με την υπόθεση του προσφεύγοντα δεν έλαβε θέση ως προς το γεγονός αυτό.
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να λεχθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν διεξοδικά το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με την πραγματική της βάση στο σύνολό της.
Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υποστηρίχθηκε ούτε αποδείχθηκε άλλως ότι δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που κατατέθηκαν από τον Μ. στη δίκη του προσφεύγοντα λόγω του γεγονότος ότι προέρχεται από μάρτυρα ο οποίος, ο ίδιος εμπλέκεται στο αδίκημα. Αντιθέτως, φαίνεται μάλλον ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, όπως θα ήταν κάθε συνηθισμένο αποδεικτικό στοιχείο.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το μέγεθος του ελέγχου που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία από έναν μάρτυρα συσχετίζεται με τη σπουδαιότητα του πλεονεκτήματος που αποκομίζει ο μάρτυρας αυτός ως αντάλλαγμα για τα αποδεικτικά στοιχεία που καταθέτει. Στην προκειμένη περίπτωση, το πλεονέκτημα που απέκτησε ο μάρτυρας Μ. υπερβαίνει τη μείωση της ποινής ή του οικονομικού οφέλους, αλλά ουσιαστικά ισοδυναμεί με ατιμωρησία για το αδίκημα που κατηγορείτο.
Όσον αφορά το δικαστικό έλεγχο των ζητημάτων που αφορούν τις συμφωνίες περί απαλλαγής του Μ. στη δίκη του ίδιου του προσφεύγοντα, όπως προαναφέρθηκε, ο έλεγχος του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν ανεπαρκής, ενώ τα ανώτερα δικαστήρια δεν απάντησαν πλήρως στο επιχείρημά του. Επιπλέον, σημειώνεται ότι όλες οι αποφάσεις σχετικά με τη δίωξη του Μ. ελήφθησαν υπό την αποκλειστική ευθύνη της εισαγγελικής αρχής χωρίς κανένα στοιχείο δικαστικού ελέγχου.
Κατά συνέπεια, ενόψει της σημασίας των αποδεικτικών στοιχείων που απέδειξε ο μάρτυρας Μ. στη δίκη του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, λόγω των συγκεκριμένων περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, η χρήση τους στη δίκη δεν συνοδεύεται από κατάλληλες διασφαλίσεις, ώστε να διασφαλίζεται συνολικά η δίκαιη δίκη στη διαδικασία.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δίκη του προσφεύγοντα δεν κάλυπτε την εγγύηση της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης