Κατηγορία: Εταιρικό Δίκαιο (ΑΕ-ΕΠΕ-ΙΚΕ)ΑΠ 906/2019
Η κατά την έννοια των άρθρων 35, 36, 39 και 44 ν. δ/τος 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη της πιστώτριας εταιρείας κατά τρίτου προς εξασφάλιση προγενέστερης απαιτήσεως αυτής λόγω δανείου, απλού ή υπό ανοικτό λογαριασμό, συνεπάγεται την εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια (άρθρα 455 επ. ΑΚ), η οποία δικαιούται να την εισπράξει ως εκδοχέας, το δε μετά την εξόφληση τυχόν υπόλοιπο οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1168/2015) από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (βλ. ΟλΑΠ 38/1988). Με τις διατάξεις αυτές, εισήχθη ως προς την ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό ή προγενέστερων απαιτήσεών τους εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από αυτές καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής, και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ. Επομένως, με τη σύσταση ενός τέτοιου ενεχύρου, σε συνδυασμό με την εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασμένης απαιτήσεως προς τον ενεχυρούχο δανειστή ο τελευταίος καθίσταται ειδικός διάδοχος του οφειλέτη (ΑΠ 1447/2018).
Αριθμός 906/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου – Εισηγητή και Αναστασία Περιστεράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Απριλίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της: 1) Ζ. Ε. και 2) Λ. Β.. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στο ….. και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε με τους νομίμους εκπροσώπους της Α. Χ. και Ι. Χ., οι οποίοι διόρισαν πληρεξούσιο δικηγόρο τον Ανδρέα Μακρή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις δύο από 9-10-2012 ανακοπές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4225/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 1215/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-5-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιες της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Συμφώνως προς την παρ. 4 του άρθρου 562 ΚΠολΔ – όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ο ‘Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο αναιρέσεως από εκείνους που αναφέρονται στους αριθ. 1,4, 14, 16,17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. “. Η αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναιρέσεως προϋποθέτει, αφ’ ενός ότι δεν προσκρούει σε δικονομικά απαράδεκτα της αναιρετικής διαδικασίας και αφ’ ετέρου ότι υπάρχουν στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστωμένες παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των αναφερομένων στην ιδία παράγραφο λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 287/2008). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντιστοίχως ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της εφαρμοσθείσας διατάξεως ουσιαστικού δικαίου, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφ’ όσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων( ΑΠ 1625/2018). Περαιτέρω, η κατά την έννοια των άρθρων 35, 36, 39 και 44 ν. δ/τος 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη της πιστώτριας εταιρείας κατά τρίτου προς εξασφάλιση προγενέστερης απαιτήσεως αυτής λόγω δανείου, απλού ή υπό ανοικτό λογαριασμό, συνεπάγεται την εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια (άρθρα 455 επ. ΑΚ), η οποία δικαιούται να την εισπράξει ως εκδοχέας, το δε μετά την εξόφληση τυχόν υπόλοιπο οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1168/2015) από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (βλ. ΟλΑΠ 38/1988). Με τις διατάξεις αυτές, εισήχθη ως προς την ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό ή προγενέστερων απαιτήσεών τους εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από αυτές καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής, και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ. Επομένως, με τη σύσταση ενός τέτοιου ενεχύρου, σε συνδυασμό με την εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασμένης απαιτήσεως προς τον ενεχυρούχο δανειστή ο τελευταίος καθίσταται ειδικός διάδοχος του οφειλέτη (ΑΠ 1447/2018).
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης εφετειακής αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι, εκτιμώντας αυτή το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτώς επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και κατά το ενδιαφέρον τον προκείμενο λόγο τμήμα της, τα ακόλουθα: ”…Η ανακόπτουσα, εταιρεία υπό την επωνυμία “…”, επέσπευσε κατά του οφειλέτη της Μ. Δ. του Α. αναγκαστική εκτέλεση των διαταγών πληρωμής 519/2012 και 328/ΠΙΤ/345/2012 των Δικαστών των Μονομελών Πρωτοδικείων Χανιών και Ρεθύμνου, αντιστοίχως, δι’ επιδόσεως των από 20-7-20-12 και 19.7.2012 επιταγών προς εκούσια συμμόρφωση που είναι γραμμένες κάτω από επικυρωμένα αντίγραφα των πρώτων εκτελεστών απογράφων των διαταγών αυτών, με τις οποίες τον επέταξε να της καταβάλει τα επιδικασθέντα υπέρ αυτής και εις βάρος εκείνου χρηματικά ποσά των 92.317,85 ευρώ και των 50.965,92 ευρώ, αντιστοίχως, ακολούθως δε με τα από 3.9.2012 κατασχετήρια έγγραφα, που επέδωσε στον καθού η εκτέλεση και στην καθής η ανακοπή την 6.9.2012, κατάσχεσε αναγκαστικά εις χείρας της καθής οι ανακοπές ως τρίτης, για τα ανωτέρω επιταχθέντα χρηματικά ποσά των 92.317,85 ευρώ και των 50.965,92 ευρώ, αντιστοίχως, τις απαιτήσεις του καθού η εκτέλεση που απορρέουν από χρηματικές καταθέσεις του που τηρούσε σε αυτήν. Η καθής οι ανακοπές, με τις υπ’ αριθμούς 38146/11.9.2012 κοα 38147/11.9.2012 δηλώσεις της που κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, δήλωσε μεν ότι ο καθού η εκτέλεση είχε ανοίξει και τηρούσε στα καταστήματα της …. και …. κοινούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου με υπόλοιπα 16.121,32 ευρώ, 24,10 ευρώ, 9,32 ευρώ, 7,06 λιρών Αγγλίας και 751,81 δολαρίων ΗΠΑ, παρέλειψε ωστόσο να δηλώσει και την υπ’ αριθμόν ….430 προθεσμιακή κατάθεση ποσού 422.461,79 δολαρίων ΗΠΑ που αυτός είχε ανοίξει και τηρούσε στο επί της Πλατείας 1866 κατάστημά της στα Χανιά. Την έναντι της καθής οι ανακοπές πιο πάνω απαίτησή του ο καθού η εκτέλεση την είχε ενεχυράσει υπέρ αυτής με την από 30.9.2009 σύμβαση ενεχύρασης προθεσμιακής κατάθεσης, την οποίαν και της επέδωσε την 12.1.2010 με δικαστικό επιμελητή, προς εξασφάλιση των έναντι αυτού απαιτήσεών της από την υπ’ αριθμόν 262/16.4.1996 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των μεταγενέστερων αυξητικών αυτής, με τις οποίες του είχε χορηγήσει πίστωση μέχρι του ποσού των 2.200.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 και 39 του ν. δ. 17.7/13.8.1923. Στην ενεχύραση υπήχθη και ο συνδεδεμένος με την προθεσμιακή κατάθεση υπ’ αριθμόν … – 109 λογαριασμός ταμιευτηρίου σε συνάλλαγμα, που ο καθού η εκτέλεση τηρούσε στην καθής οι ανακοπές, στον οποίο, κατά τους όρους της ενεχυρικής σύμβασης, θα πιστωνόταν το ποσό της προθεσμιακής κατάσχεσης κατά την ημέρα της λήξης της. Την ύπαρξη της προθεσμιακής αυτής κατάσχεσης γνωστοποίησε στην ανακόπτουσα ο ίδιος ο καθού η εκτέλεση, για να την πείσει ότι ήταν φερέγγυος με απώτερο σκοπό τη συνέχιση της συνεργασίας τους στον τομέα του τουρισμού, πλην όμως η καθής οι ανακοπές δεν την συμπεριέλαβε στις πιο πάνω υπ’ αριθμούς 38146/11.9.2012 και 38147/11.9.2012 δηλώσεις της που κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Την παράλειψή της αυτή η καθής οι ανακοπές επιχειρεί να την δικαιολογήσει ισχυριζόμενη ότι για την απαίτηση αυτή δεν είχε υποχρέωση δηλώσεως, γιατί με την ενεχυρίασή της αυτή είχε, δι’ αναγκαστικής εκχωρήσεως, αποκοπεί από την περιουσία του καθού η εκτέλεση και πλέον ανήκε στην ίδια και όχι σε εκείνον ώστε να δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης εις χείρας της ως τρίτης. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός είναι, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία I σκέψη, μη νόμιμος, διότι η υπέρ αυτής ενεχυρίαση της από τον καθού η εκτέλεση δεν στερεί την από άλλους δανειστές του, όπω-ς εν προκειμένω είναι η ανακόπτουσα, κατάσχεσή της, αφού ο καθού η εκτέλεση παραμένει δικαιούχος αυτής.
Συνεπώς οι δηλώσεις που υπέβαλε ήταν ανακριβείς, η ανακρίβεια δε αυτή και η ύπαρξη της αποκρυβείσης προθεσμιακής κατάθεσης κρίνονται, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία II σκέψη, κατά τον χρόνο κατά τον οποίον αυτή, αν την είχε δηλώσει, είχε υποχρέωση να την καταβάλει στην ανακόπτουσα, ο οποίος, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι η 15.9.2012, αφού τα κατασχετήρια επιδόθηκαν στον καθού η εκτέλεση την 6.9.2012, και συνεπώς η από το άρθρο 988 παρ. 1 του ΚΠολΔ οκταήμερη προθεσμία για την έναρξη της καταβολής είχε την 14.9.2012 παρέλθει. Πλην όμως την 21.11.2012, μετά πάροδον διμήνου, έλαβαν χώρα τα ακόλουθα περιστατικά, όπως αυτά προκύπτουν από την εκατέρωθεν επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 15.3.2012 βεβαίωση του καταστήματος της Πλατείας 1866 της καθής οι ανακοπές στα …. και του συνημμένου σε αυτήν αντιγράφου κίνησης του προαναφερόμενου υπ’ αριθμόν … – 109 ατομικού λογαριασμού του καθού η εκτέλεση κατά το διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012: α) Την 1.8.2012 υπήρχε κατατεθειμένο σε αυτόν το ποσό των 751,81 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο η καθής οι ανακοπές συμπεριέλαβε στις πιο πάνω δηλώσεις της, β) την 21.11.2012 πιστώθηκε στον πιο πάνω λογαριασμό το ποσό των 422.461,79 δολαρίων ΗΠΑ λόγω λήξεως της ενεχυρασμένης υπ’ αριθμόν …430 προθεσμιακής κατάθεσης καθώς και το ποσό των 4.752,70 δολαρίων των δεδουλευμένων συμβατικών τόκων αυτής, στη συνέχεια ήχθησαν εις χρέωση του καθού η εκτέλεση τα ποσά των δολαρίων ΗΠΑ 547,40, 420,53 και 127,62 για την αφαίρεση του προεξοφλητικού τόκου, του παρακρατούμενου φόρου επί των τόκων και των εξόδων διαχειρίσεως του λογαριασμού, αντιστοίχως, και το τελικό ποσό των 426.870,75 δολαρίων ΗΠΑ ήχθη εις χρέωση του καθού η εκτέλεση με συνέπεια ο λογαριασμός να μηδενιστεί. Οι ενέργειες αυτές εμφαίνουν ότι, με συμφωνία του καθ ού η εκτέλεση και της καθής οι ανακοπές, λύθηκε πρόωρα η σύμβαση προθεσμιακής κατάθεσης και ο καθού η εκτέλεση ανέλαβε το ποσό της. Με την εκ μέρους της καθής οι ανακοπές εξόφληση του καθού η εκτέλεση, όμως, αποσβήστηκε η εκ της επίδικης προθεσμιακή: κατάθεσης απαίτησή του και συνακόλουθα και το ενέχυρο που αυτός είχε υπέρ εκείνης συστήσει, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία II σκέψη, με συνέπεια η απαίτηση να καταστεί έκτοτε (21.11.2012) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Η δια καταβολής όμως απόσβεση της επίδικης απαίτησης, ενώ παρήγαγε τις έννομες συνέπειές της για τον καθού η εκτέλεση (δανειστή) και την καθής οι ανακοπές (οφειλέτρια), ουδόλως επέδρασε στις έννομες σχέσεις της ανακόπτουσας με την επίδικη απαίτηση για δύο λόγους: πρώτον, γιατί η ανακρίβεια των δηλώσεων της καθής οι ανακοπές και η ύπαρξη της επίδικης απαίτησης κρίνονται σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα την 15.9.2012, όπως εκτέθηκε παραπάνω, με συνέπεια η μεταγενέστερη δια καταβολής απόσβεσή της να στερείται έννομης επιρροής και δεύτερον γιατί η καταβολή αυτή, γενομένη μετά την αναγκαστική εκχώρηση της επίδικης απαίτησης στην ανακόπτουσα, ουδέν έναντι αυτής έννομο αποτέλεσμα παράγει. Από τα παραπάνω έπεται ότι η ανακόπτουσα έχει δικαίωμα, εκτός από την αναγνώριση της υπάρξεως της επίδικης απαίτησης που η καθής οι ανακοπές παρέλειψε να δηλώσει, να ζητήσει και την καταβολή των πιο πάνω χρηματικών ποσών των 92.317,85 ευρώ και των 50.965,92 ευρώ για τα οποία επέβαλε την κατάσχεση, αφού με την απόσβεση του ενεχύρου της καθής οι ανακοπές πάνω στην αποκρυβείσα απαίτηση, η τελευταία κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, το ποσό δε αυτής, ανερχόμενο σε 422.461,79 δολάρια ΗΠΑ, υπερκαλύπτει τα προαναφερόμενα ποσά της κατάσχεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς μεν με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε την ύπαρξη της αποκρυβείσας από την καθής η ανακοπή επίδικης προθεσμιακής κατάθεσης, κεφάλαιο το οποίο οι διάδικοι δεν έχουν δι’ εφέσεως προσβάλει, εσφαλμένα, όμως, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το καταψηφιστικό αίτημα των υπό κρίση ανακοπών, όπως βασίμως η ανακόπτουσα με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση έφεσής της υποστηρίζει…”. Ακολούθως, το Εφετείο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την από 7.11.2014 έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς τη διάταξή της, με την οποία απέρριψε το καταψηφιστικό αίτημα των υπό κρίση ανακοπών, ακολούθως δε δέχθηκε τις ανακοπές, και υποχρέωσε την καθ’ ης-αναιρεσείουσα να καταβάλει στην ανακόπτουσα-αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό των 143.083,77 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεώς τους.
Έτσι που έκρινε το ως άνω δικαστήριο διέλαβε, αναφορικώς προς την οφειλομένη αποζημίωση εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας λόγω παραλείψεως δηλώσεως χρηματικού ποσού, το οποίο κατά τον χρόνο της κατασχέσεως ευρίσκετο στον τραπεζικό λογαριασμό τού οφειλέτη του επισπεύδοντος την κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης, ασαφείς και ανεπαρκείς, προσέτι δε αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 986 ΚΠολΔ και εκείνων των του ν. δ/τος 17-7/13-8-1923, που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα: Υπό τις ως άνω παραδοχές ουδόλως εξηγείται γιατί, ενώ το ποσόν των 422.461,79 δολαρίων ΗΠΑ πιστώθηκε στον επίδικο λογαριασμό την 21-11-2012, η ανακρίβεια των δηλώσεων της καθ’ ης οι ανακοπές και η ύπαρξη της επίδικης απαιτήσεως κρίνονται σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένως την 15-9-2012( ημέρα παρελεύσεως της προθεσμίας προς υποβολή Δηλώσεως). Περαιτέρω, η προσβαλλομένη υποπίπτει σε αντίφαση, διότι ενώ δέχεται ότι, το τελικό ποσό των 426.870,75 δολαρίων ΗΠΑ ήχθη εις χρέωση του καθ’ ου η εκτέλεση, ακολούθως δέχεται ότι ο ειρημένος ανέλαβε το ποσό από τη σύμβαση προθεσμιακής καταθέσεως, εντεύθεν συνάγει ότι η εν λόγω απαίτηση της ενάγουσας αναιρεσίβλητης κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Στις παραδοχές της προσβαλλομένης συγχέονται περιστατικά, η ύπαρξη των οποίων ναι μεν δημιουργεί ανακρίβεια των Δηλώσεων της Τράπεζας, εν τούτοις συνδέονται με διαφορετικές έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένως, άλλο τυγχάνει το θέμα της παραλείψεως δηλώσεως περί υπάρξεως ενεχυρασμένης απαιτήσεως, η οποία ενδεχομένως να θεμελιώσει αξίωση σε περίπτωση υπάρξεως ζημίας, συνδεομένης αιτιωδώς με την παράλειψη, και άλλο το επίδικο ζήτημα περί παραλείψεως δηλώσεως χρηματικού ποσού, το οποίο κατά τον χρόνο της κατασχέσεως ευρίσκετο στον τραπεζικό λογαριασμό τού οφειλέτη του επισπεύδοντος την κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης. Η προσβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι λόγω παραλείψεως εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας να δηλώσει την ύπαρξη ενεχυρασμένης απαιτήσεως υποχρεούται αυτή να καταβάλει τα αξιούμενα από την ενάγουσα χρηματικά ποσά, παρά το ανελέγκτως γενόμενο δεκτό γεγονός ότι το ποσόν της ενεχυρασμένης απαιτήσεως των 422.461,79 ευρώ δεν ήταν κατατεθειμένο στον επίδικο ατομικό λογαριασμό του οφειλέτη κατά τον χρόνο επιβολής των κατασχέσεως εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης (6-9-2012) – οπότε θα θεμελιωνόταν η επίδικη αξίωση της ενάγουσας – αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο, και δη την 21-11-2012, όταν το ποσό τούτο πιστώθηκε στον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό. Οι ως άνω πλημμέλειες ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δη στην θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης, λόγω της αποδιδομένης σ’ αυτήν παραλείψεως να περιλάβει στη Δήλωση της ως τρίτης την ύπαρξη ενεχυρασμένης απαιτήσεως του οφειλέτη της ενάγουσας.
Συνεπώς, η πληττομένη απόφαση υπέπεσε στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο αναιρέσεως, εξεταζόμενο αυτεπαγγέλτως υπό του παρόντος Δικαστηρίου, εφ’ όσον με το αναιρετήριο διώκεται η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμφώνως και προς τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του κριθέντος ως βασίμου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που την είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 1215/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο Δικαστή είναι εφικτή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να επιστραφεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που αυτή κατέθεσε για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουλίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ