Προσβολή προσωπικότητας. Αυτή είναι παράνομη όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του προσβληθέντος. Για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Η προσβολή της προσωπικότητας ατόμου μπορεί να συνίσταται και σε ποινικά κολάσιμες πράξεις όπως η εξύβριση, η δυσφήμιση αλλά και η συκοφαντική δυσφήμιση. Αν το δυσφημιστικό γεγονός αποδειχθεί αληθές, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής ή της απλής δυσφήμησης, αλλά μπορεί να κριθεί πως τελέσθηκε απλή εξύβριση και κατ’ επέκταση προσβολή της προσωπικότητας του παθόντος, μόνον εάν από τις περιστάσεις προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη.
Αριθμός 451/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————-
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3544/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 233 επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 22-7-2016 (Γ.Α.Κ. …./2016, ειδ. αριθ. καταθ. …./2016) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων – αντεφεσίβλητων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει, να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της και η αντέφεση, την οποία ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών παραδεκτώς και εμπροθέσμως (άρθρο 523 του ΚΠολΔ), άσκησε, κατά της ίδιας προαναφερθείσας πρωτόδικης απόφασης, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου ενώπιον της γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου (Γ.Α.Κ. …/2018, ειδ. αριθ. καταθ. …/2018), το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους αντεφεσίβλητους (βλ. τις υπ’ αριθ. ../3-9-2018 και ../3-9-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……..), ενόψει του ότι αυτή (αντέφεση) αφορά σε κεφάλαιο της προαναφερθείσας αποφάσεως, το οποίο συνέχεται αναγκαστικώς, με αυτά που έχουν προσβληθεί με την ανωτέρω έφεση (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η Έφεση» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 523 αριθ.23 σελ. 208 – 209 ), συνεκδικαζόμενη με την ως άνω έφεση (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι για την ανωτέρω αντέφεση έχει καταβληθεί παράβολο (υπ’ αριθ. κωδ……./2018, ποσού 100 ευρώ), χωρίς όμως να υπάρχει σχετική νόμιμη υποχρέωση (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι αυτός και η δεύτερη των εναγομένων είναι ιατροί και είχαν υπηρετήσει, με την ιδιότητα αυτή, στο Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς «Μεταξά», διατηρώντας, τυπικές, συναδελφικές σχέσεις. Ότι στις 2-10-2015, η δεύτερη των εναγομένων, σε τηλεφωνική επικοινωνία με αυτόν (ενάγοντα), του ζήτησε να συναντηθούν προκειμένου να συζητήσουν κάποιο προσωπικό πρόβλημά της. Ότι, κατά την ίδια ημέρα, αυτοί συναντήθηκαν σε καφετέρια, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία τρίτου προσώπου. Ότι, κατά τη συνάντησή τους αυτή, συζήτησαν για το προσωπικό θέμα της δεύτερης εναγομένης, το οποίο αφορούσε στις σχέσεις της με το συνάδελφό τους, ιατρό στο ανωτέρω νοσοκομείο, ………. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, προσωπικός φίλος της δεύτερης εναγομένης, αν και δεν ήταν παρών στην ανωτέρω συνάντηση, στην από 26-2-2016 ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρος, ενώπιον του αρμοδίου αστυνομικού υπαλλήλου του Τμήματος Ασφαλείας Πειραιώς, στο πλαίσιο της προδικασίας επί σχετικής μηνύσεως του ….. κατά της δεύτερης εναγομένης, ανέφερε ψευδώς ότι ο τελευταίος (1ος εναγόμενος) είχε παρευρεθεί στην εν λόγω συνάντηση, και ότι αυτός (ενάγων) σε κατάθεσή του ως μάρτυρος, ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο της ανωτέρω προδικασίας, είχε καταθέσει διάφορα ψεύδη, όπως αυτά αναλύονται στην αγωγή και τα οποία, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την τιμή και της υπόληψή του. Ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην ως άνω ψευδή κατάθεσή του, εν γνώσει της αναλήθειας των αντίστοιχων γεγονότων, κατόπιν φορτικών πιέσεων της δεύτερης εναγομένης. Ακόμη, ότι η τελευταία (2η εναγομένη), στην υπ’ αριθ. πρωτ. …./15-03-2016 έγγραφη απάντησή της προς τον Ιατρικό Σύλλογο Πειραιώς, συμπεριέλαβε τα όσα ως άνω ψευδώς ανέφερε, ο πρώτος εναγόμενος σχετικώς με την εν λόγω συνάντησή τους, εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι, με τις προαναφερθείσες πράξεις τους, οι οποίες συνιστούν τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας (άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ, ως προς τον πρώτο εναγόμενο) και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 362 – 363 του ΠΚ, ως προς αμφότερους τους εναγομένους), καθώς και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία και συκοφαντικής δυσφήμησης (ως προς τη δεύτερη εναγόμενη), προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψή του, με συνέπεια να έχει υποστεί αυτός ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Επίσης, βάσει των προαναφερθέντων περιστατικών, ο ενάγων, με την αγωγή αυτή, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 44.956 ευρώ (αφού επιφυλάχθηκε για άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων για το ποσό των 44,00 ευρώ), ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη από την ανωτέρω υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και να απαγγελθεί εναντίον των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσον εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή, συγκεκριμένα υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν, και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, με την κρινόμενη έφεσή τους, μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται ότι η ένδικη αγωγή είναι αόριστη γιατί δεν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια τα στοιχεία της ποινικής υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας, όπως επικαλείται ο ενάγων, διενεργήθηκε η ανωτέρω από 26-2-2016 ένορκη εξέταση ως μάρτυρος του πρώτου απ’ αυτούς (1ου εναγομένου). Όμως, ο λόγος αυτός της εφέσεως (υπό στοιχεία 1.3) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ενόψει του ότι η αγωγή περιέχει όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία, δηλαδή εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των νομικών διατάξεων, στις οποίες και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αυτή δικαίωμα (άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτή, καθώς και ότι ο προσβαλών τελούσε σε υπαιτιότητα, ενώ, ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως οι λοιπές σχετικές συνθήκες, δηλαδή ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου, η κοινωνική θέση των διαδίκων, οι προσωπικές σχέσεις αυτών κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής (βλ. ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005 822, ΕφΘεσ 2582/2001 Αρμ 2003 208). Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος – ενάγων με την ως άνω αντέφεσή του παραπονείται κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά στο κεφάλαιο της περί του ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, ζητεί δε να μεταρρυθμισθεί, η απόφαση αυτή, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή του ως προς την προαναφερθείσα αξίωση του στο σύνολο της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (αντέφεση).
Ι. Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της ηθικής αξίας, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της κοινωνικής του αξίας, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Επίσης, προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Σημειωτέον ότι ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου, που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 285/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2008 500, Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΑ αρθρ. 57 αρ. 139-177 σελ. 811επ. Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ τομ. Ι. αρθρ. 57 αρ. 2-10 σελ. 138). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282-286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 367, 371 παρ. 4, 304 παρ. 4 και 5 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κλπ). Τέλος, από δικονομικής απόψεως, όσον αφορά το σχετικό βάρος της αποδείξεως, ο αιτών (ενάγων) την προστασία της προσωπικότητάς του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα, που συνιστούν την παράνομη προσβολή αυτής, ενώ, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη του λόγου, που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς του (βλ. Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ο.π. αρθρ. 57 αρ. 196 σελ. 829, Φουντεδάκη ο.π. αρθρ. 57 αρ. 50 σελ. 146).
ΙΙ. Εξάλλου, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Σημειωτέον ότι στην έννοια του τρίτου, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, διαλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (βλ. ΑΠ 841/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2015 ΠοινΔνη 2016 583). Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο, κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης εις βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση κατ’ άρθρον 362 του ΠΚ, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Μάλιστα, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο, γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερθείσα έννοια, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 του ΠΚ εφαρμόζονται, αναλογικώς, για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επίσης, κατά τα ανωτέρω και σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του ΠΚ, στην περίπτωση που το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 ΠΚ), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 του ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, δηλαδή από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου (βλ. ΑΠ 521/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1394/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 134/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝοΒ 2012 864).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 224 παρ. 2 σε συνδυασμό με την παρ. 1 του ΠΚ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3327/2005), με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α)ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας προς ένορκη εξέτασή του αρχής, β)τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και γ)να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα (περιστατικά) αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα (περιστατικά) που κατέθεσε. Επίσης, προϋπόθεση για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος αποτελεί και το ότι τα κατατεθέντα περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται σε γεγονότα, τα οποία έχουν σχέση με την υπόθεση και αναφέρονται, προκειμένου μεν για αστική διαφορά στα αποδεικτέα θέματα, προκειμένου δε για ποινική δίκη στα στοιχεία του εγκλήματος, που αποτελεί το αντικείμενο αυτής, ή σε άλλα περιστατικά συνδεόμενα αναπόσπαστα με τα γεγονότα αυτά, ανεξάρτητα από το αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη για την έκβαση της δίκης (ΑΠ 605/2017, ΑΠ 836/2016, ΑΠ 405/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΚ, «Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε …». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν α)πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξαρτήσεως ή την επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό κλπ και β) διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξεως αυτής, υποκειμενικώς δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού (βλ. ΑΠ 605/2017, ΑΠ 1304/2016, ΑΠ 836/2016, ΑΠ 450/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και των υπ’ αριθ. ../25-11-2016 και …./25-11-2016 ενόρκων βεβαιώσεων, που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια των εκκαλούντων – εναγομένων, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …/22-11-2016 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά . ……), των υπ’ αριθ. ../30-11-2016 και …/30-11-2016 ενόρκων βεβαιώσεων, που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια του εφεσιβλήτου – ενάγοντος, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των εναγόμενων (βλ. την υπ’ αριθ. …/25-11-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. και την υπ’ αριθ. …/25-11-2016 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων (………) και η δεύτερη εναγομένη (……) είναι ιατροί και απασχολούνταν, αμφότεροι, με την ιδιότητα αυτή, στο Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς (Ε.Α.Ν.Π.) «…..», διατηρώντας τυπικές συναδελφικές σχέσεις. Επίσης, ο ……. είναι ιατρός και απασχολείτο στο προαναφερθέν νοσοκομείο ως διευθυντής της Α΄ Χειρουργικής Κλινικής αυτού. Από το έτος 2010, η δεύτερη εναγομένη, ως εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης στην προαναφερθείσα Κλινική (Α’ Χειρουργική), είχε συνεργασθεί στενά με τον ……., συμμετέχοντας από κοινού με αυτόν στη διενέργεια χειρουργείων στο νοσοκομείο αυτό. Επίσης, από τις αρχές του ιδίου έτους (2010), η δεύτερη εναγομένη και ο ….. είχαν συνάψει μεταξύ τους ερωτικές σχέσεις, οι οποίες διακόπηκαν περί τα τέλη του έτους 2015, και έκτοτε η δεύτερη εναγομένη έπαυσε να συμμετέχει στη διενέργεια χειρουργείων στο προαναφερθέν νοσοκομείο, καθώς και να επισκέπτεται, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, αυτό. Στη συνέχεια, όμως, ο ……… άρχισε να παρενοχλεί, ερωτικώς, τη δεύτερη εναγομένη, με διάφορες ενέργειές του, όπως δια της συχνής παρακολούθησης αυτής και της αποστολής γραπτών μηνυμάτων («sms») στο κινητό τηλέφωνό της, προκαλώντας σ’ αυτήν (2η εναγομένη) σημαντική ψυχική πίεση. Μάλιστα, ήδη, υφίσταται μεταξύ των προαναφερθέντων (της δεύτερης εναγομένης και του ……..) σχετική δικαστική διένεξη και εκκρεμεί σημαντικός αριθμός συναφών υποθέσεων ενώπιον των ποινικών και των πολιτικών δικαστηρίων. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, στις 2-10-2015, η δεύτερη εναγομένη επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον ενάγοντα και του ζήτησε να συναντηθούν προκειμένου να συζητήσουν για το ζήτημα, το οποίο αφορούσε στην ανωτέρω συμπεριφορά του . …, με τον οποίο ο ενάγων διατηρούσε πολυετή φιλική σχέση και επαγγελματική συνεργασία. Έτσι, ο ενάγων και δεύτερη εναγόμενη συναντήθηκαν, την ίδια ημέρα (2-10-2015) περί την 20.00 ώρα, στην καφετέρια με την επωνυμία «…», που βρίσκεται στην περιοχή ……. Πειραιώς. Κατά τη συνάντηση αυτή, η δεύτερη εναγομένη ανέφερε στον ενάγοντα μερικά από τα συμβάντα, τα οποία, κατά την άποψή της, αφορούσαν στην ως άνω παρενόχλησή της από τον …….. Επίσης, κατά την ίδια συνάντηση, η δεύτερη εναγομένη ανέφερε ότι ουδέποτε συνδεόταν ερωτικώς με τον ……., αλλά αυτός την παρενοχλούσε σχετικώς με τρόπο ανάρμοστο, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του ως διευθυντή της ανωτέρω κλινικής και ως συντονιστή των χειρουργείων στα οποία αυτή λάμβανε μέρος, καθώς και υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιώς και επιβλέπων στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της. Επιπλέον, η δεύτερη εναγομένη, αφού ανέφερε στον ενάγοντα ότι αυτή (2η εναγομένη) αντιδρούσε στην ανωτέρω συμπεριφορά του ………., τον οποίο χαρακτήρισε ως ψυχικώς ασταθές άτομο, ζήτησε τη συνδρομή του ενάγοντος προκειμένου να παύσει η ανωτέρω παρενόχλησή της, εκφράζοντας την ανησυχία της για την εξακολούθησή της. Ο ενάγων συμβούλευσε τη δεύτερη εναγομένη να απευθυνθεί σχετικώς σε δικηγόρο, προτείνοντάς της να της συστήσει κάποιον γνωστό του, και να υποβάλει αντίστοιχη έγγραφη αναφορά στον Ιατρικό Σύλλογο. Ακολούθως, ο ενάγων μαζί με τη δεύτερη εναγομένη μετέβησαν στην περιοχή της οικίας του διοικητή του προαναφερθέντος νοσοκομείου (στον Πειραιά), τον οποίο ο ενάγων επισκέφθηκε και τον ενημέρωσε για το ως άνω αναφερθέν προς αυτόν πρόβλημα της δεύτερης εναγομένης. Στη συνέχεια, αφού ο ενάγων δήλωσε προς τη δεύτερη εναγομένη ότι εμμένει στην ανωτέρω συμβουλή του για τη συνδρομή δικηγόρου και την υποβολή έγγραφης αναφοράς στον Ιατρικό Σύλλογο, περατώθηκε η εν λόγω συνάντηση και αποχώρησαν ο καθένας για την οικία του. Σημειωτέον ότι στην ανωτέρω συνάντηση μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, αρχικώς, δεν συμμετείχε ο πρώτος εναγόμενος (……..), ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος αυτής (2ης εναγομένης), αλλά αυτός προσήλθε μεταγενεστέρως. Ειδικότερα, κατά την ανωτέρω ημέρα (2-10-2015), ο πρώτος εναγόμενος συνάντησε τον ενάγοντα και τη δεύτερη εναγομένη στο χώρο πλησίον της οικίας του διοικητή του προαναφερθέντος νοσοκομείου, όπου αυτός (1ος εναγόμενος) είχε προσέλθει με τη μοτοσυκλέτα την οδηγούσε. Το γεγονός της μη παρουσίας του πρώτου εναγομένου κατά την έναρξη της προαναφερθείσας συνάντησης της δεύτερης εναγομένης με τον ενάγοντα στην ανωτέρω καφετέρια συνάγεται, ιδίως, από τα σχετικώς αναφερθέντα στην ένορκη βεβαίωση του ……….., ο οποίος ευρίσκετο στο χώρο της καφετερίας αυτής, μαζί με το ………, κατά τον ως άνω χρόνο που προσήλθε εκεί ο ενάγων, οι οποίοι συνομίλησαν δια ολίγον με αυτόν (ενάγοντα), με τον οποίο διατηρούν φιλική σχέση, αμέσως πριν τη συνάντησή του με τη δεύτερη εναγομένη, η οποία, όπως αναφέρεται, προσήλθε στο χώρο αυτό, χωρίς να συνοδεύεται από κάποιο άτομο και αποχώρησε από εκεί μαζί με τον ενάγοντα. Επίσης, το γεγονός αυτό (της μη παρουσίας του 1ου ενάγοντος) επιβεβαιώνεται από τις από 6-6-2016 και από 22-6-2016 ένορκες εξετάσεις μάρτυρα του …… και του ……., αντιστοίχως, καθώς και από την ένορκη βεβαίωση του ………. (υιού του ενάγοντος), ο οποίος εργάζεται σε χώρο, ο οποίος βρίσκεται πλησίον της ανωτέρω καφετέριας και κατά την αποχώρηση από το χώρο της εργασίας του, παρατήρησε τον ενάγοντα του να συνομιλεί με τη δεύτερη εναγομένη, χωρίς την παρουσία κάποιου τρίτου ατόμου. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι στις ένορκες βεβαιώσεις της ……. και του ……. (μητέρας της δεύτερης εναγομένης και του συντρόφου της), αναφέρεται ότι, κατά τον ως άνω χρόνο της εν λόγω συνάντησης, αυτοί είχαν παρατηρήσει, από τον εξώστη (μπαλκόνι) της ευρισκομένης πλησίον της ανωτέρω καφετέριας οικίας τους, τον πρώτο εναγόμενο μαζί με τη δεύτερη εναγομένη στο συγκεκριμένο χώρο που πραγματοποιήθηκε η συνάντηση αυτή. Όμως, οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, κατά το αντίστοιχο μέρος τους, δεν κρίνονται πειστικές, ενόψει του ότι οι προαναφερθέντες είχαν περιορισμένη ορατότητα προς τον ως άνω χώρο της συνάντησης, λόγω της ύπαρξης σημαντικής απόστασης της οικίας τους από εκεί, σε συνδυασμό με το ότι, όταν πραγματοποιήθηκε αυτή, δεν υπήρχε φυσικός φωτισμός αφού ήταν νύκτα (περί ώρα 20.00 κατά το μήνα Οκτώβριο). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την ανωτέρω συνάντηση μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, η τελευταία ανέφερε κάποιο άλλο στοιχείο για τον ……… και συγκεκριμένα ότι αυτός διενεργεί χειρουργικές επεμβάσεις ενώ είναι σχεδόν τυφλός, εξαιτίας του διαβήτη από τον οποίο πάσχει, και πάσχει από καρκίνο του εντέρου σε τελικό στάδιο, ούτε ότι χρηματίζεται από τους ιατρούς, οι οποίοι παραπέμπονται στο πειθαρχικό συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιώς, προκειμένου να συνδράμει στην απαλλαγή τους για πειθαρχικά παραπτώματα. Το τελευταίο συνάγεται, ιδίως, από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων διατηρούσε με τον ……. πολυετή φιλική σχέση και επαγγελματική συνεργασία, έτσι δεν δικαιολογείται η δεύτερη εναγομένη να ζητεί την ως άνω συνδρομή του ενάγοντος αναφέροντας σ’ αυτόν τέτοια δυσμενή στοιχεία για το πρόσωπο του στενού φίλου και συνεργάτη του (………), σε συνδυασμό με το ότι αυτή (2η εναγομένη) ενδιαφερόταν να εκθέσει τα περιστατικά, τα οποία, κατά την άποψη της, συνδέονταν με την ανωτέρω παρενόχλησή της.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 17-12-2015, ο ενάγων κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς, κατά την προδικασία για υπόθεση, η οποία αφορά σχετική μήνυση του …….. κατά της δεύτερης εναγομένης και ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «… Η μηνυομένη [2η εναγομένη] μου είπε ότι ο μηνυτής […….] … τον τελευταίο ενάμισυ χρόνο την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Σε ερώτηση μου πως μπορεί να την παρενοχλεί σεξουαλικά κάποιος με τον οποίο έχει ερωτικό δεσμό μου απάντησε ότι ποτέ δεν είχε ερωτική σχέση μαζί του για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν ανίκανος σεξουαλικά, και διότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια η ίδια διατηρούσε ερωτικό δεσμό με κάποιο άλλο πρόσωπο. Το άτομο αυτό μου το συνέστησε η ίδια η μηνυομένη σε μεταγενέστερο χρόνο όταν ήλθε να την συναντήσει με την μηχανή του και ονομάζεται . … δικηγόρος. Επίσης, η μηνυομένη μου ανέφερε εφιστώντας μου την προσοχή ως μέλους του Ι.Σ.Π. ότι ο μηνυτής είναι σχεδόν τυφλός, πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο εντέρου έχοντας κατά το παρελθόν χειρουργηθεί για αυτό το λόγο. Επίσης, μου είπε ότι με την ιδιότητα του ως Προέδρου του Πειθαρχικού του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά ο μηνυτής χρηματιζόταν παράνομα για να αθωώνει γιατρούς …». Επίσης, στο πλαίσιο της ίδιας ανωτέρω προδικασίας, στις 26-2-2016, ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Υπαστυνόμου Α΄ …… και ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «…Την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015, με κάλεσε η ……. να παρευρεθώ σε μια συνάντησή της με τον γραμματέα του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά …….., για να του εκθέσει την πολύ σοβαρή και επικίνδυνη συμπεριφορά του …., τον οποίο γνώριζε διότι και ο ίδιος εργάζεται στο Νοσοκομείο Μεταξά, και είναι Διευθυντής της ΩΡΛ Κλινικής του ΕΑΝΠ Μεταξά και διότι αφορούσε μέλος του ιατρικού συλλόγου Πειραιά… Η συνάντηση έγινε νωρίς το βράδυ στην καφετέρια “….” στην … του Πειραιά. Καθίσαμε σε ένα γωνιακό τραπέζι αριστερά από την είσοδο και με σύστησε η …. ως απλό φίλο της που χειρούργησε εκείνη και ο ….. την μητέρα μου και δικηγόρο που γνωρίζει την κατάσταση. Η …. εξιστόρησε τα γεγονότα και τον ανήθικο πόλεμο καθώς και την ερωτική παρενόχληση που δέχεται από τον ……., λόγω της λύσης της συνεργασίας. Φοβόταν και δικαιολογημένα για την σωματική της ακεραιότητα, και το συμμεριζόμουν και εγώ. Ο …. άκουγε έκπληκτος. Όταν εν τέλει διάβασε κάποια από τα ερωτικά μηνύματα, μερικά απειλητικά και κάποια που έλεγε ο …. ότι την παρακολουθεί έπεσε από τα σύννεφα. Επίσης του ανέφερα τον ρόλο του ….. στην ιστορία της μητέρας μου και βρέθηκε σε αμηχανία, λέγοντας μου ότι αυτό είναι σοβαρό. Του ανέφερα ότι με παρουσιάζει σαν την ερωτική σχέση της ….., ενώ είμαστε απλοί φίλοι. Η ίδια ανέφερε στον …., ότι ουδέποτε είχε ερωτική σχέση με τον …….., ποτέ δεν είχε αυτός εκδηλωθεί ερωτικά, ούτε είχε συμβεί το παραμικρό μεταξύ τους και ότι είναι ακατανόητη και αδικαιολόγητη αυτή η ξαφνική ερωτική συμπεριφορά του και ειδικά μετά την λύση της συνεργασίας… ανέφερε [η …….] χωρίς κανένα δυσφημιστικό σκοπό την αλήθεια που δημοσίως μας είχε πεί άλλωστε και ο ίδιος ο …… για την υγεία του τον καιρό της νοσηλείας της μητέρας μου (σακχαρώδης διαβήτης και καρκίνος), και ότι πολλές φορές που ήταν αδιάθετος λόγων των προβλημάτων του, τον είχε βοηθήσει, αναλαμβάνοντας περισσότερη εργασία. Ο δε …. .. είπε πως και εκείνος ήξερε το πρόβλημα του …, τόσα χρόνια που συνεργάζονται στο Μεταξά… Ο ….. θορυβημένος από όλα αυτά κάλεσε τον φίλο του δικηγόρο ….. (εγώ μόνο συμβουλευτικά μπορούσα να παρίσταμαι στην υπόθεση της λόγω της παραίτησής μου από δικηγόρος τον Μάρτιο 2015) και παρακάλεσε να ενδιαφερθεί. Μας είπε ότι έχει εμπειρία με υποθέσεις παρακολουθήσεων. Έπειτα κάλεσε ενώπιον μας τον Διοικητή του ΕΑΝΠ Μεταξά, ……., ο οποίος βρισκόταν στην οικία του στον Πειραιά και τον ενημέρωσε. Τότε ο …… μας πρότεινε να μεταβούμε στο σπίτι του διοικητή …….. Εγώ ακολούθησα με την μηχανή μου το αυτοκίνητο του …. (κόκκινη alfa romeo) το οποίο οδηγούσε ο …. . και συνεπιβάτης η …… Στο Χατζηκυριάκειο, σε κεντρικό δρόμο και επί της οδού …., ο ….. στάθμευσε και μας υπέδειξε το σπίτι του .. .. και μας παρακάλεσε να περιμένουμε στο πεζοδρόμιο απέναντι από την πολυκατοικία του …… Ανέβηκε μόνος του στο διαμέρισμα του ……, να τον ενημερώσει. Όταν κατέβηκε ο …… μετά από 20λεπτά περίπου, μας συνάντησε και το μόνο που μας είπε, σαν να φαινόταν βιαστικός να φύγει, ήταν ότι ενημέρωσε για το θέμα τον …., επέμεινε να συμβουλευτεί η ……. τον φίλο δικηγόρο του, να προσέχει για τις παρακολουθήσεις και ότι ο …….. θα φέρει μάρτυρες να πουν ότι την είδαν γυμνή στο γραφείο του στο Μεταξά και πως τελικά θα έπρεπε να ξαναδεί η ίδια το θέμα της καταγγελίας και να την καταθέσει. Ο ….. …, φάνηκε αλλαγμένος όταν μας συνάντησε σε σχέση με την εικόνα του στην καφετέρια όπου ήταν εγκάρδιος και προστατευτικός προς την …, και έδειχνε φοβισμένος και σαν να ήθελε να αποστασιοποιηθεί. Προφανώς, είχαν μιλήσει με τον …., όσο διαρκούσε η συνάντησή του με τον …… Χωρίσαμε, ο ….. έφυγε με το αυτοκίνητό του. Η ….. έφυγε με ένα ταξί και εγώ με την μηχανή μου, αφού πρώτα κάναμε μια μικρή κουβέντα για το θέμα και ιδίως για την πληροφορία των ψευδομαρτύρων και τις παρακολουθήσεις. Αργότερα, με μεγάλη μου κατάπληξη έμαθα από την ….., ότι ο …. είχε καταθέσει ως μάρτυρας του …. και είχε ισχυριστεί κραυγαλέα ψεύδη, όπως ότι εγώ ήμουν η τετράχρονη σχέση της, ενώ εγώ την ….. την γνώρισα ταυτόχρονα με τον …. και με τον πατέρα μου μαζί, μόλις τον Ιούλιο του 2014, και δεν είχα ποτέ ερωτική σχέση μαζί της και αυτά τα γνώριζε ο …. από την συνάντησή μας και ότι δήθεν η …… αποκάλεσε τον .. τυφλό, ανίκανο σεξουαλικά και που εκβιάζει άλλους ιατρούς, λόγια που ποτέ δεν είπε η …….. Την παρουσία μου στην συνάντηση την επιβεβαίωνε ο ……, όπως και ότι η …. αρνήθηκε οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον …….. Η μεταστροφή του …. σε σχέση με το πώς είχε εμφανισθεί, στην συνάντησή μας με κατέπληξε αλλά–δεν είναι ανεξήγητη, λόγω των δεσμών του .…… και ……, στο Μεταξά και στον Ιατρικό Σύλλογο Πειραιώς…». Ο ενάγων, με την ανωτέρω αγωγή του, ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ψευδώς ανέφερε, στην προαναφερθείσα ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα, ότι αυτός (1ος εναγόμενος) ήταν παρών στην εν λόγω συνάντησή του με τη δεύτερη εναγομένη, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του πρώτου εναγομένου. Επίσης, ο ενάγων, με την αγωγή του αυτή, επικαλείται ότι ο πρώτος εναγόμενος, στην ίδια εξέτασή του ως μάρτυρα, αναφέρθηκε στα όσα αυτός (ενάγων) είχε εκθέσει στην ανωτέρω από 17-12-2015 ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς, τα οποία χαρακτήρισε ως ψευδή, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή του, καθώς και εν γένει την προσωπικότητά του, ενόψει του ότι παρουσιάζει αυτόν (ενάγοντα) ως μάρτυρα που κατέθεσε ψεύδη. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, η προαναφερθείσα προσβολή της προσωπικότητάς του προκλήθηκε, ιδίως, από τις ακόλουθες φράσεις που ανέφερε στην ανωτέρω κατάθεσή του ο πρώτος εναγόμενος, δηλαδή ότι «… ο ……. είχε καταθέσει ως μάρτυρας του …….. και είχε ισχυριστεί κραυγαλέα ψεύδη…» και ότι «…Όταν κατέβηκε ο …….. … επέμεινε να συμβουλευτεί η ….. τον φίλο δικηγόρο του, να προσέχει για τις παρακολουθήσεις και ότι ο ….. θα φέρει μάρτυρες να πουν ότι την είδαν γυμνή στο γραφείο του στο Μεταξά …», καθώς και ότι «… Ο ….. φάνηκε αλλαγμένος … σαν να ήθελε να αποστασιοποιηθεί …» και τέλος ότι «…Ο δε ……. είπε πως και εκείνος ήξερε το πρόβλημα του ………, τόσα χρόνια που συνεργάζονται στο Μεταξά…». Όμως, η ως άνω αναφορά από τον πρώτο εναγόμενο, περί του ότι ο ενάγων, στην ανωτέρω από 17-12-2015 ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα, είχε εκθέσει και ψευδή γεγονότα είναι αληθής. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων, στην κατάθεσή του αυτή, εξέθεσε ότι η δεύτερη εναγομένη, στην ανωτέρω συνάντησή τους, είχε αναφέρει σ’ αυτόν (ενάγοντα) ότι «… ο μηνυτής [……..] είναι σχεδόν τυφλός, πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο εντέρου έχοντας κατά το παρελθόν χειρουργηθεί για αυτό το λόγο… με την ιδιότητα του ως Προέδρου του Πειθαρχικού του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά ο μηνυτής χρηματιζόταν παράνομα για να αθωώνει γιατρούς …», όμως, το αληθές είναι ότι η δεύτερη εναγομένη δεν είχε προβεί στις αναφορές αυτές για τον ………, αλλά αυτή (2η εναγομένη) είχε εκθέσει στον ενάγοντα μόνον τα περιστατικά, τα οποία, κατά την άποψη της, συνδέονταν με την ανωτέρω παρενόχλησή της. Επίσης, οι λοιπές ανωτέρω φράσεις του πρώτου εναγομένου, τις οποίες ως άνω επικαλείται ο ενάγων, δεν αποδείχθηκε ότι αφορούν σε ψευδή γεγονότα και σε κάθε περίπτωση οι φράσεις αυτές δεν μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, καθώς και εν γένει την προσωπικότητα του τελευταίου, ενόψει του ότι αφορούν στο ότι ο ενάγων είχε εκδηλώσει τη βούληση να τηρήσει στάση ουδετερότητας στην ανωτέρω διένεξη μεταξύ της δεύτερης εναγομένης και του …….. Επιπλέον, όσον αφορά στην ως άνω αναφορά του πρώτου εναγομένου περί της παρουσίας του στην εν λόγω συνάντηση μεταξύ της δεύτερης εναγομένης και του ενάγοντος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο τελευταίος στην ανωτέρω από 17-12-2015 ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα, είχε αναφέρει ότι, τουλάχιστον σε ένα μέρος αυτής, υπήρξε παρουσία του πρώτου εναγομένου, δηλαδή κατά τη διάρκειά της (συνάντησης) είχε προσέλθει αυτός («…Το άτομο αυτό μου το συνέστησε η ίδια η μηνυομένη σε μεταγενέστερο χρόνο όταν ήλθε να την συναντήσει με την μηχανή του και ονομάζεται .. …. δικηγόρος…»). Έτσι, ούτε από την αναφορά αυτή του πρώτου εναγομένου μπορεί να συναχθεί ότι ο τελευταίος παρουσίασε τον ενάγοντα ως μάρτυρα που ψεύδεται, προσβάλλοντας την προσωπικότητά του, ενόψει και του ότι ο ενάγων, στην ανωτέρω κατάθεσή του, δεν προσδιόρισε επακριβώς το χρόνο κατά τον οποίο ο πρώτος εναγόμενος προσήλθε στην εν λόγω συνάντηση.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη, στην από 15-3-2016 (υπ’ αριθ. πρωτ. …/15-3-2016) «ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ», την οποία απεύθυνε προς τον Ιατρικό Σύλλογο Πειραιώς, ενόψει της από 7-1-2016 σχετικής καταγγελίας του ……, μεταξύ άλλων, εκθέτει ότι «… Επιπλέον, [ο . …] έχει εφεύρει ότι τον δυσφημώ, με βάση την συνάντησή μου με τον … …, του οποίου την βοήθεια ζήτησα μετά από μια σωρεία επικίνδυνων και αξιόποινων ενεργειών του καταγγέλλοντα σε βάρος μου … Τρομοκρατημένη και πιεσμένη από όσα διαδραματίζονταν, κάλεσα τον …… για να συζητήσουμε τα γεγονότα αυτά και ζήτησα την βοήθειά του, παρουσία του δικηγόρου ……. Ουδέποτε τον απεκάλεσα ‘τυφλό’ και ανίκανο να χειρουργήσει, ούτε απαίτησα να παύσει να χειρουργεί, ουδέποτε αναφέρθηκα ότι εκβιάζει ιατρούς εκ της θέσεως του προέδρου του πειθαρχικού και βεβαίως ουδέποτε ισχυρίστηκα σε αντίθεση με όσα γλαφυρά λέει, ότι πάσχει από καρκίνο τελικού σταδίου με απορία πως δεν έχει πεθάνει ακόμα!!! Δεν είναι του χαρακτήρα μου αυτές οι συμπεριφορές και πόσω μάλλον όταν εγώ είμαι το τρομοκρατημένο θύμα αυτής της κατάστασης, επειδή τόλμησα να διακόψω την συνεργασία!!! Είναι αληθές ότι έχει καρκίνο του εντέρου και σακχαρώδη διαβήτη, παθήσεις που ο ίδιος έχει κάνει γνωστές σε οικογένειες που χειρουργούσαμε μαζί στον ιδιωτικό τομέα και σε τρίτους δημοσίως και που γνώριζε και ο …… λόγω της συνύπαρξής του με τον καταγγέλλοντα στο ΜΕΤΑΞΑ …». Ο ενάγων, με την αγωγή του, ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω που εξέθεσε η δεύτερη εναγομένη στην προαναφερθείσα «ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ» σχετικώς με τη συνάντησή της με αυτόν (ενάγοντα) είναι ψευδή και αναφέρθηκαν με σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία του ως μάρτυρα, όσον αφορά στην ως άνω από 17-12-2015 ένορκη εξέτασή του ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς. Όμως, τα προαναφερθέντα, τα οποία εξέθεσε η δεύτερη εναγομένη στην από 15-3-2016 «ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ» δεν είναι ψευδή, όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, δοθέντος ότι, κατά την εν λόγω συνάντηση, η δεύτερη εναγομένη δεν είχε αναφέρει ότι ο …….. είναι σχεδόν τυφλός, ούτε ότι αυτός πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο εντέρου, καθώς και ότι με την ιδιότητα του ως Προέδρου του Πειθαρχικού του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιώς χρηματιζόταν παράνομα για να απαλλάσσονται από σχετικές πειθαρχικές διώξεις διάφοροι ιατροί. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, ο πρώτος εναγόμενος ήταν παρών τουλάχιστον σε ένα μέρος της συνάντησης αυτής, έτσι, η ως άνω γενική αναφορά για την παρουσία του πρώτου εναγομένου σ’ αυτή δεν είναι ψευδής.
Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ, ΙΙ και IV), δεν στοιχειοθετείται η τέλεση από τους εναγομένους των αντίστοιχων αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδορκίας μάρτυρα, ούτε της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδορκία μάρτυρα (άρθρα 362, 363 και 224 παρ. 2 του ΠΚ) εις βάρος του ενάγοντος, όπως, αντιθέτως αλλά αβασίμως, ισχυρίζεται ο τελευταίος με την ανωτέρω αγωγή του. Επίσης, ενόψει της αλήθειας των προαναφερθέντων, δεν στοιχειοθετείται η σχετική αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης (άρθρα 362 και 366 παρ. 1 του ΠΚ), αλλά ούτε και της εξύβρισης (άρθρο 361 του ΠΚ), αφού δεν πρόεκυψε από κάποιο στοιχείο σκοπός εξύβρισης από μέρους των εναγομένων. Ειδικότερα, τα ανωτέρω αναφερθέντα σχετικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος στην από 26-2-2016, ένορκη εξέταση του πρώτου εναγομένου ως μάρτυρα ενώπιον του Υπαστυνόμου Α΄ …….. και στην από 15-3-2016 «ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ» της δεύτερης εναγομένης, αφορούν στην περιγραφή περιστατικών στο πλαίσιο της δικαστικής και πειθαρχικής έρευνας, ως προς την τέλεση αξιόποινων πράξεων και πειθαρχικών παραπτωμάτων, που συνδέονται με αυτά, αντιστοίχως. Ως εκ τούτου, η αναφορά των ανωτέρω περιστατικών εκ μέρους των εναγομένων, αντιστοίχως, δεν έγινε από αυτούς, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του ενάγοντος, αλλά αφορούσε ως προς τον πρώτο εναγόμενο στην έννομη υποχρέωσή του έκθεσης αυτών ως μάρτυρα (άρθρο 209 του ΚΠοινΔ) και ως προς τη δεύτερη εναγομένη στην έννομη προστασία της έναντι της σχετικής καταγγελίας του ………… Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, για τους ίδιους ως άνω λόγους, δεν υφίσταται υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) των εναγομένων ως προς την ως άνω επικληθείσα προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα να παραλείψουν την αναφορά των ανωτέρω στοιχείων. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα προαναφερθέντα, οι εν λόγω ενέργειες των εναγομένων, οι οποίες αφορούν στην προσωπικότητα του ενάγοντος, δεν αντιβαίνουν στους κανόνες δικαίου που επικαλείται ο τελευταίος (άρθρα 362, 363, 224 παρ. 2 του ΠΚ και 57 του ΑΚ), δεν υφίσταται το στοιχείο του παρανόμου της αντίστοιχης προσβολής αυτής (προσωπικότητας), ανεξαρτήτως της μη επίκλησης από τους εναγομένους κάποιο λόγου ο οποίος να αίρει το παράνομο αυτό, ούτε υφίσταται κάποιας μορφής υπαιτιότητας των τελευταίων ως προς την προσβολή αυτή, ως εκ τούτου η ανωτέρω αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, την ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους, εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση του για τη σχετική ηθική βλάβη που αυτός υπέστη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά το σχετικό λόγο της εφέσεως (υπ’ αριθ. 2).
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Εξάλλου, η ως άνω αντέφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ακόμη, η δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αντέφεση.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3544/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 22-7-2016 αγωγή.
Απορρίπτει την ανωτέρω αγωγή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. ……… /2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 1-8-2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ