Στις 19 Νοεμβρίου 2019, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα από την Ελλάδα για γνωμοδότηση σχετικά με τις διατάξεις που προβλέπονται στο φορολογικό νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση και αναμένεται να κατατεθεί τις επόμενες ημέρες στη Βουλή.
Σε ό,τι αφορά στις διατάξεις που περιέχονται στο νομοσχέδιο και αφορούν στην αύξηση του ελαχίστου ορίου για τις ηλεκτρονικές πληρωμές, αλλά και τις διατάξεις που προβλέπουν α) την μείωση του ορίου (από 500 σε 300) για δαπάνες οι οποίες θα πρέπει να εξοφλούνται με ηλεκτρονικά μέσα προκειμένου να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και β) την εξαίρεση από την έκπτωση των δαπανών ενοικίων οι οποίες δεν έχουν καταβληθεί μέσω ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η ΕΚΤ γνωμοδότησε ως εξής:
Γενικές παρατηρήσεις
Η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι οι ελληνικές αρχές δεν διαβουλεύθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 4 και το άρθρο 282 παράγραφος 5 της συνθήκης, σχετικά με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί φόρου εισοδήματος που εγκρίθηκαν το 2016, προκειμένου να προωθηθεί η ευρύτερη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) υποχρεούται να ενεργεί, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Το ΕΣΚΤ έχει ως βασικό καθήκον την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών και η ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ εντός της Ένωσης. Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που εκδίδει η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που έχουν το καθεστώς νόμιμου χρήματος εντός της ζώνης του ευρώ.
Η σύσταση 2010/191/ ΕΕ της Επιτροπής (εφεξής «σύσταση της Επιτροπής») αναφέρει ότι η αποδοχή πληρωμών σε μετρητά πρέπει να αποτελεί τον κανόνα, αλλά αναγνωρίζει ότι τα μετρητά μπορούν να απορριφθούν για λόγους που σχετίζονται με την αρχή της καλής πίστης γεγονός που συνιστά παραβίαση της κατάστασης νόμιμου χρήματος. Ούτε το δίκαιο της Ένωσης, ούτε η σύσταση της Επιτροπής εξετάζουν ρητά αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να επιτραπεί η εισαγωγή γενικότερου περιορισμού στην υποχρέωση αποδοχής πληρωμών σε μετρητά ευρώ. Συνεπώς, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται προκειμένου να εξακριβώνονται οι όροι που πρέπει να πληροί ένας περιορισμός στις πληρωμές σε χαρτονομίσματα και κέρματα σε ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των όρων που πρέπει να πληρούνται για τη συμμόρφωση με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ, όταν γενικοί περιορισμοί στην επιβάλλεται η υποχρέωση αποδοχής πληρωμών σε μετρητά.
Τα σχέδια τροπολογιών (νόμων) πρέπει να είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, κάθε περιορισμός στις πληρωμές σε μετρητά πρέπει να συμμορφώνεται με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου25, σύμφωνα με την οποία «οι περιορισμοί στις πληρωμές σε χαρτονομίσματα και κέρματα, οι οποίοι καθορίζονται από τα κράτη μέλη για δημόσιους λόγους, δεν είναι ασυμβίβαστοι με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν άλλα νόμιμα μέσα για τον διακανονισμό των νομισματικών οφειλών », έχει ληφθεί υπόψη στις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της ΕΚΤ σχετικά με την εισαγωγή περιορισμών σε μετρητά βάσει των σχεδίων εθνικών νόμων. Ενώ η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι τα νόμιμα μέσα για την εξόφληση των νομισματικών απαιτήσεων εκτός από τις πληρωμές σε μετρητά είναι γενικά διαθέσιμα στην Ελλάδα, η διαθεσιμότητα τους σε όλα τα μέρη της κοινωνίας, με συγκρίσιμο κόστος με πληρωμές σε μετρητά, θα πρέπει να επαληθευθεί προσεκτικά από τις ελληνικές αρχές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά τα άλλα μέσα μπορεί να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις πληρωμές σε μετρητά και συνεπώς να μην είναι πλήρως ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις.
Από την άποψη αυτή, η ΕΚΤ σημειώνει ότι η οδηγία 2014/92 / ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου28 διευκόλυνε τους καταναλωτές της Ένωσης να αποκτούν λογαριασμούς πληρωμών και συναφείς υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών ως εναλλακτικές λύσεις σε μετρητά.
Στην Ελλάδα, η οδηγία 2014/92/ΕΕ μεταφέρθηκε με το νόμο 4465/2017, ο οποίος θεσπίζει το νομικό πλαίσιο για τη δημιουργία των συνθηκών για τη δημιουργία ενός ελάχιστου συνόλου τραπεζικών υπηρεσιών προσιτών σε όλους τους καταναλωτές. Ωστόσο, τέτοιες τραπεζικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών που προσφέρονται από εμπορικές οντότητες ενδέχεται να υπόκεινται σε τέλη.
Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι οι στόχοι των σχεδίων τροποποίησης (i) της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και (ii) η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική ισορροπία μετά τις μειώσεις του φόρου εισοδήματος και του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, «που δικαιολογούν την αποθάρρυνση από τη φορολόγηση και τον περιορισμό της χρήσης των πληρωμών σε μετρητά. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός πρέπει να είναι σύμφωνος με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ που κατοχυρώνεται στο άρθρο 128 παράγραφος 1 και στο άρθρο 282 παράγραφος 3 της συνθήκης.
Επομένως, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι προτεινόμενοι περιορισμοί των πληρωμών σε μετρητά που επηρεάζουν το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ θα είναι αποτελεσματικοί όσον αφορά την επίτευξη των δημοσίων στόχων που επιδιώκονται νόμιμα από τους περιορισμούς. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τέτοιοι περιορισμοί είναι πιθανόν να επιτύχουν τον δηλωμένο δημόσιο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Οι άμεσοι ή έμμεσοι περιορισμοί των πληρωμών σε μετρητά θα πρέπει επίσης να είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους στόχους και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα σχέδια τροπολογιών επηρεάζουν τις συναλλαγές των φορολογουμένων είναι φυσικά πρόσωπα και βασίζονται σε ήδη υπάρχοντα νομοθετικά μέτρα που εγκρίθηκαν το 2016 και επιβάλλουν άμεσους περιορισμούς στα μετρητά, απαγορεύοντας όλες τις πληρωμές σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 500 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων. Οποιαδήποτε δυσμενή επίδραση των προτεινόμενων περιορισμών θα πρέπει συνεπώς να σταθμιστεί προσεκτικά έναντι των αναμενόμενων δημόσιων οφελών. Κατά την εξέταση του κατά πόσο ένας περιορισμός είναι ανάλογος, θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς συνέπειες του εν λόγω περιορισμού, καθώς και εάν θα μπορούσαν να υιοθετηθούν εναλλακτικά μέτρα που θα πληρούσαν τον σχετικό στόχο και θα είχαν λιγότερο δυσμενείς επιπτώσεις.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ικανότητα πληρωμής σε μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες, για διάφορους θεμιτούς λόγους, προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά αντί για άλλα μέσα πληρωμών.
Τα μετρητά γενικά εκτιμώνται επίσης ως μέσο πληρωμών, επειδή είναι, ως νόμιμο χρήμα, ευρέως αποδεκτά, γρήγορα και διευκολύνουν τον έλεγχο των δαπανών του πληρωτή.
Επιπλέον, αποτελούν μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους πολίτες να ρυθμίζουν άμεσα μια συναλλαγή και είναι η μόνη μέθοδος διακανονισμού σε χρήματα και ονομαστική αξία κεντρικής τράπεζας, η οποία δεν έχει τη νόμιμη δυνατότητα επιβολής τέλους για τη χρήση της.
Επίσης, οι πληρωμές σε μετρητά δεν απαιτούν λειτουργική τεχνική υποδομή και σχετικές επενδύσεις και είναι πάντα διαθέσιμες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περίπτωση διακοπής των ηλεκτρονικών πληρωμών. Επιπλέον, οι πληρωμές σε μετρητά διευκολύνουν την ένταξη ολόκληρου του πληθυσμού στην οικονομία, επιτρέποντάς του να διευθετήσει κάθε είδους χρηματοπιστωτική συναλλαγή με αυτόν τον τρόπο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία (ΕΕ) αριθ. 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, επιβεβαιώνοντας την ευπάθεια των μεγάλων πληρωμών σε χρήμα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, απαιτεί τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ταξινομηθούν ως υποχρεωμένες οντότητες και να εφαρμόσουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη μόνο κατά το μέτρο που οι πληρωμές πραγματοποιούνται ή λαμβάνονται σε μετρητά ποσού 10 000 ευρώ ή περισσότερο. Αυτό συνεπάγεται ότι το σχέδιο νόμου πρέπει να καθορίζει ένα αναλογικό όριο για τα όρια των πληρωμών σε μετρητά, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους αυτών των ορίων.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ θεωρεί ότι το υφιστάμενο όριο πληρωμών σε μετρητά 500 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και τα νέα φορολογικά κίνητρα που αποθαρρύνουν τις εταιρείες να ξοδεύουν μετρητά που υπερβαίνουν τα 300 ευρώ είναι δυσανάλογα σε σχέση με τις δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις στο σύστημα πληρωμών σε μετρητά.
Σε περίπτωση που ο νομοθέτης επιθυμεί να διατηρήσει τους περιορισμούς πληρωμών σε μετρητά, θα πρέπει να επιλεγούν υψηλότερα όρια και να προβλεφθεί κάποια ευελιξία στο σχέδιο νόμου. Οι συναλλαγές σε μετρητά που υπερβαίνουν τα καθορισμένα κατώτατα όρια θα πρέπει να επιτρέπονται, εφόσον τα μέρη είναι σε θέση να εξασφαλίσουν ότι η πληρωμή είναι ανιχνεύσιμη προσδιορίζοντας το ποσό, τον λόγο της συναλλαγής και τα εμπλεκόμενα μέρη.
Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να αξιολογήσουν κατά πόσον οι εναπομένοντες περιορισμοί όσον αφορά τις πληρωμές σε μετρητά είναι αναλογικοί και συμβατοί με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.