Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α/1.11.2019) ο Νόμος 4636/2019 “Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις”.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με το νέο νόμο επιχειρείται μια σημαντική τομή στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς συστηματοποιείται και αναπροσαρμόζεται σε ένα ενιαίο νομοθέτημα το σύνολο των διατάξεων, που διέπουν την αναγνώριση και το καθεστώς των πολιτών τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών, ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, το καθεστώς των προσφύγων ή των ατόμων που δικαιούνται επικουρική προστασία, την υποδοχή των ανωτέρω αιτούντων, τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και τη διαδικασία παροχής δικαστικής προστασίας.
Η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο νομοθέτημα των εθνικών ρυθμίσεων, με τις οποίες ενσωματώνονται οι Οδηγίες που συγκροτούν, κατά κύριο λόγο, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου, επιβλήθηκε ως αναγκαιότητα για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι επιβάλλεται η ύπαρξη ενός νομοθετικού πλαισίου εύχρηστου για τους εφαρμοστές του δικαίου, Δικαστικούς Λειτουργούς και Δικηγόρους. Πλέον, στη διάθεσή τους θα έχουν ένα νομοθέτημα, το οποίο θα ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν εν γένει τη διεθνή προστασία, χωρίς να υποχρεώνονται να ανατρέχουν σε διάσπαρτα νομοθετικά κείμενα.
Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος συνάπτεται εν πολλοίς και με τον πρώτο, αφορά στην ουσία των ρυθμίσεων.
Τα διάσπαρτα μέχρι σήμερα νομοθετικά κείμενα, με τα οποία είχαν μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο οι σχετικές Οδηγίες, περιλάμβαναν αφενός διατάξεις όχι σύμφωνες με το σκοπό, το πνεύμα και το γράμμα των Οδηγιών, και αφετέρου, διατάξεις που τα τελευταία χρόνια είχαν υποστεί διαδοχικές τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα συνονθύλευμα διατάξεων, που κάθε άλλο παρά σαφήνεια προσέδιδε στο νόμο.
Η τυχόν εισαγωγή νέων διατάξεων και η τροποποίηση των μέχρι τώρα υφιστάμενων, θα οδηγούσε σε ένα νομικό τερατούργημα, το οποίο απλώς θα καθιστούσε αδύνατη την εφαρμογή του στην πράξη, θα αποτελούσε δε επανάληψη της μέχρι τώρα κακής νομοθετικής πρακτικής.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ο νέος νόμος στοχεύει στο να:
α) να εισαγάγει στην ελληνική έννομη τάξη ένα σαφές νομικό πλαίσιο,
β) να διορθώσει τα εγγενή σχεδιαστικά σφάλματα του έως σήμερα αδόμητου, εν πολλοίς, ελληνικού συστήματος παροχής ασύλου,
γ) να επανασχεδιάσει ένα νέο σύστημα το οποίο θα είναι σε αρμονία με τις επιταγές του ενωσιακού νομοθέτη και το οποίο θα σέβεται πράγματι στην πράξη τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο και όχι απλώς θα διακηρύσσει νομοθετικά τον σεβασμό αυτών. Ταυτόχρονα, το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει όλα αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που θα επιτρέπουν στο ελληνικό σύστημα ασύλου να αντιμετωπίζει την σημερινή πραγματικότητα, μέσα στην οποία εξάλλου καλείται να λειτουργήσει: κλειστά σύνορα, αυξημένες ροές, έλλειψη φέρουσας ικανότητας της Ελλάδας, να υποδεχθεί όλους του υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, οι οποίοι επιθυμούν, για λόγους που δεν συνάπτονται όμως με το πνεύμα και τον σκοπό της διεθνούς προστασίας, να εισέλθουν και να παραμείνουν στην Ελληνική Επικράτεια,
δ) να θέσει κανόνες, σαφείς και συγκεκριμένους, βάζοντας τέλος στην μέχρι σήμερα ασάφεια ως προς το τί πραγματικά ισχύει σε νομοθετικό επίπεδο, ασάφεια που επηρέαζε τόσο την λειτουργία των διοικητικών υπηρεσιών όσο και τους ίδιους τους αιτούντες, οι οποίοι ενόψει και της δυσχερούς θέσης στην οποία, αδιαμφησβήτητα, βρίσκονται αδυνατούσαν μέχρι σήμερα να κατανοήσουν ουσιαστικά, ποια είναι ακριβώς η διαδικασία στην οποία θα υποβληθούν και ποια είναι επακριβώς τα δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις, τις οποίες αυτονόητα πρέπει να τηρούν, όπως εξάλλου γενικότερα οποιοσδήποτε πολίτης ή διαμένων σε ένα κράτος υποχρεούται να τηρεί,
ε) να εξαλείψει τις συνέπειες μίας νομοθέτησης που οδήγησε σε έναν αριθμό αιτούντων, οι οποίοι στην πράξη δεν προστατεύονται καθόσον αφήνονται σε ένα σύστημα ασαφές, δυσλειτουργικό, με αργούς ρυθμούς, περίπλοκες διαδικασίες, και ουσιαστικά μη αποτελεσματικό, με συνέπεια στην πραγματικότητα να εγκλωβίζονται σε μία κατάσταση in limbo για μεγάλα χρονικά διαστήματα,
στ) να εξαλείψει τις συνέπειες μίας νομοθέτησης που αγνοούσε ότι το δίκαιο της διεθνούς προστασίας είναι ποιοτικώς και ουσιωδώς διάφορο του εν ευρεία εννοία δικαίου αλλοδαπών. Μιας νομοθέτησης, που αγνοούσε ότι το δίκαιο διεθνούς προστασίας σκοπό έχει να προστατέψει μόνον τους «ικέτες» ως ύψιστη πράξη ανθρωπισμού, και όχι να διευρύνει τα όρια της έννοιας και να συμπεριλάβει πρόσωπα που στερούνται των ποιοτικών αυτών χαρακτηριστικών του πρόσφυγα,
ζ) να εξαλείψει τις συνέπειες μίας νομοθέτησης, που οδήγησε σε έναν απροσδιόριστο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι παραμένουν στη χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, που δεν προστατεύονται αλλά αφήνονται σε κυκλώματα που τους εκμεταλλεύονται, που δεν εντοπίζονται από τις αρχές και κατά συνέπεια δεν επιστρέφονται στις χώρες καταγωγής τους.
Δείτε το Νόμο 4636/2019, όπως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.