Nα απαλειφθεί η διάταξη του σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’έγκληση», αυτού δηλαδή που σχηματικά ονομάστηκε ως ‘ασυλία» σε τραπεζικά στελέχη ζητούν με επιστολή τους στον Υπουργό Δικαιοσύνης , οι εισαγγελείς της ώρας. Η Ένωση Εισαγγελέων , χωρίς να αιτιολογεί τη θέση της , ούτε να απαντά στην αιτιολόγηση του υπουργού Δικαιοσύνης πως αυτό αφορά τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και τη δυνατότητα των υπαλλήλων να τα «κουρεύουν» ζητούν την κατάργηση της διάταξης.
Ταυτόχρονα ζητούν να επανέλθει η δικαστική απέλαση που εχει καταργηθεί καθώς και να μην ισχύει ως ελαφρυντικό η μη εύλογη διάρκεια δίκης. Ζητούν επίσης να επανέλθει η υποχρέωση καταβολής παραβόλου υπέρ Δημοσίου για την υποβολή μηνύσεων (θεωρούν πως η κατάργηση ήδη έχει αυξήσει την υποβολή εγκλήσεων για ήσσονος σημασίας αδικήματα και συνακόλουθα τον φόρτο εργασίας αλλά και έχει στερήσει έσοδα από το Δημόσιο από την είσπραξη του παραβόλου).
Επανέρχονται επίσης και ζητούν να καταργηθεί η διαδικασία του Συμβουλίου σε περιπτώσεις αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων και η υπόθεση να παραπέμπεται απευθείας από τον εισαγγελέα στο ακροατήριο. Όπως λένε «είναι γεγονός ότι το 90% και πλέον των βουλευμάτων είναι παραπεμπτικά. Η διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων, καθυστερεί την ποινική διαδικασία, συμπιέζει τις προθεσμίες».
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΠΡΌΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
ΠΡΟΣ : Τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα.
“Αξιότιμε κ. Υπουργέ, Λαμβάνοντας υπόψη, τις νέες υπηρεσιακές ανάγκες που δημιουργούνται από την αιφνιδιαστική εφαρμογή των κωδίκων τον περασμένο Ιούλιο, ενόψει της επικείμενης ψήφισης του νομοσχεδίου με τις τροποποιήσεις επί των κωδίκων αλλά και του εξαιρετικά περιορισμένου χρονικού διαστήματος της δημόσιας διαβούλευσης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος τονίζει τα εξής:
Δυστυχώς η μέχρι τούδε εφαρμογή των νέων κωδίκων δεν έχει συμβάλλει ουσιωδώς στην σκοπούμενη ποιοτική αναβάθμιση και επιτάχυνση της ποινικής δίκης. Είναι γεγονός πως οι νεοσύστατοι θεσμοί (ποινική διαπραγμάτευση, κοινωφελής εργασία ως κύρια ποινή, χρηματική ποινή σε ημερήσιες μονάδες) που αποτελούν την αιχμή του δόρατος της ευρείας ποινικής μεταρρύθμισης, ήδη έχουν αποδυναμωθεί ή και αδρανοποιηθεί λόγω νομοθετικών αστοχιών, αδυναμίας πρακτικής εφαρμογής τους και ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή.
Σημειωτέον ότι κατά το πρώτο τρίμηνο της εφαρμογής της διάταξης της ποινικής διαπραγμάτευσης, ενδεικτικά στη μεγαλύτερη Εισαγγελία της χώρας Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ουδεμία αίτηση έχει υποβληθεί, περαιτέρω η κοινωφελής εργασία παραμένει σε αναστολή ελλείψει υποδομών και κατάλληλου σχεδιασμού για την προσήκουσα υλοποίηση και εποπτεία της έκτισής της, ενώ η θεσμοθέτηση του τρόπου υπολογισμού της χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες όχι μόνο δεν συνέβαλλε στον εξορθολογισμό αλλά τουναντίον δημιούργησε πλείστα και ανούσια αδιέξοδα πρακτικής εφαρμογής τα οποία καλούνται καθημερινά να επιλύσουν χωρίς το κατάλληλο νομικό οπλοστάσιο οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων.
Οι Έλληνες Εισαγγελείς ως αυθεντικοί και αμερόληπτοι εφαρμοστές του δικαίου, μέσα από την πολυετή υπηρεσιακή εμπειρία μας σας παραθέτουμε νομοθετικές παρεμβάσεις που θα συμβάλλουν με ειλικρίνεια, ρεαλισμό και αποτελεσματικότητα στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης χωρίς ποιοτική υποβάθμισή της και θα διευκολύνουν κατά τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα της ποινικής δικαστηριακής πρακτικής.
Για να είναι όμως ειλικρινής, αποτελεσματική και πειστική αυτή η προσπάθεια και σε κάθε περίπτωση, επιτακτική ανάγκη καθίσταται: α) η δημιουργία νέων οργανικών θέσεων η πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων εισαγγελικών λειτουργών (ειδικά του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας που λόγω αύξησης των αρμοδιοτήτων τους και μεταφοράς δικαστηριακής ύλης είναι ανθρωπίνως αδύνατο υπό τις παρούσες συνθήκες να απορροφήσουν όλους τους υπηρεσιακούς κραδασμούς της εφαρμογής των κωδίκων), δικαστικών υπαλλήλων και επιμελητών κοινωνικής αρωγής, καθώς και η σύσταση δικαστικής αστυνομίας,
β)η ευρεία αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας ποινικών αδικημάτων. (για την οποία θα επανέλθουμε με συγκεκριμένες προτάσεις).
Σας επισυνάπτουμε τις προτάσεις μας επί των κατατεθέντων τροποποιητικών νομοσχεδίων του Π.Κ. και Κ.Π.Δ. Είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε διευκρίνιση”.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΕΕ ΕΠΙ ΤΩΝ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΩΝ ΤΩΝ ΚΩΔΙΚΩΝ
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1) ΑΝΑΣΤΟΛΗ του άρθρου 100 ΠΚ Η βούληση εν προκειμένω του Νομοθέτη να εκτελούνται πραγματικά οι εν λόγω ποινές (10 ημέρες με 3 μήνες) χωρίς δυνατότητα μετατροπής (ακόμα και κατόπιν συγχώνευσής τους με βαρύτερες μετατρέψιμες) ή αναστολής τους (ακόμα και κατόπιν εμπρόθεσμης άσκησης έφεσης) πρέπει να ενσωματωθεί στη διάταξη. Συνεπώς προτείνεται η ακόλουθη προσθήκη.
Άρθρο 100 Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής
“ 1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου. Σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η μετατροπή ή η αναστολή του ως άνω άμεσα εκτελεστού μέρους ποινής.”
- Οι παράγραφοι 2 έως 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ ανάλογη εφαρμογή. 2) Άρθρο 42 ΠΚ (έννοια απόπειρας). Η έκφραση «αρχίζει να εκτελεί» την περιγραφόμενη αξιόποινη πράξη δημιουργεί ερμηνευτικές δυσχέρειες. (π.χ την κλοπή αν ο δράστης καταληφθεί επ αυτοφώρω εντός ιδιοκτησίας για να θεωρηθεί απόπειρα θα πρέπει να έχει ξεκινήσει να αφαιρεί αντικείμενα δηλαδή να έχει πραγματώσει δηλαδή τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης). Προτείνεται η επαναφορά της διατύπωσης «επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχήεκτέλεσης».
3) Κατάργηση μέτρου ασφαλείας της δικαστικής απέλασης που προβλεπόταν στο Άρθρο 74 του προϊσχύοντος ΠΚ, όπως επίσης και το συναφές άρθρο 182 παρ. 2 ΠΚ (που προέβλεπε αυστηρές ποινικές κυρώσεις για την παραβίασή της πέραν από το ενδεχόμενο έκτισης του υπολοίπου της ποινής στις περιπτώσεις υφ’ όρον απόλυσης). Η διαδικασία της διοικητικής απέλασης αφενός αναχαιτίζεται ευχερώς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αφετέρου η παραβίασή της (παράνομη επανείσοδος) δεν επιφέρει αυστηρές κυρώσεις που τυχόν θα την απέτρεπαν. Σε κάθε δε περίπτωση η κατάργηση της δικαστικής απέλασης ως μέτρου ασφαλείας καταργεί ταυτόχρονα και τη nδυνατότητα του ποινικού δικαστή ως αρμοδιότερου να διαγνώσει τον κίνδυνο του καταδικασθέντος για τη δημόσια ασφάλεια (υπερισχύουσας της δικαστικής απέλασης της διοικητικής). Προτείνεται η επαναφορά σε ισχύ της διάταξης του άρθρου 74 προισχύοντος ΠΚ.
4) Άρθρο84 ΠΚ. Ελαφρυντικές περιστάσεις. α)Να απαλειφθεί η παράγραφος 3 της ελαφρυντικής περίπτωσης της υπέρβασης εύλογης διάρκειας δίκης που αποτελεί στοιχείο ex lege αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης που μειώνει το πλαίσιο ποινής, χωρίς να εξαρτάται από την εκτίμηση της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του δράστη.
β) Να αντικατασταθεί στην παρ.2 εδ.α)η λέξη «σύννομα» από τη λέξη «έντιμα» ω το προισχύον ΠΚ..5) Άρθρο94 ΠΚ. Προτείνεται να επανέλθουν
α) τα εκτιτέα 25 και 10έτη αντίστοιχα για κακούργημα και πλημμέλημα
β) η δυνατότητα επιβολής συνολικής ποινής 10 ετών σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας εξ αμελείας ως διατυπωνόταν στο άρθρο 94 παρ.2 ΠΚ. 3) 6) Άρθρο 105 ΠΚ. (Έκτιση της ποινής στην κατοικία)
Η παράγραφος 3 του άρθρου 105 παραπέμπει αποκλειστικά σε όρους που αναφέρονται στις περιπτώσεις δ’ έως στ’ του άρθρου 99 παρ.2. Ήτοι εκπλήρωση υποχρέωσης διατροφής, συμμετοχής σε πρόγραμμα απεξάρτησης, σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής κλπ η εκπλήρωση των οποίων σπανίως θα συνάδει με την ηλικία του καταδικασθέντος. Παράλληλα το εδ. ζ) του άρθρου 99παρ.2 που αφορά την υποχρεώση εμφάνισης στο ΑΤ (εκ του νόμου όρος σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ.2του προισχύοντος) ή ακόμα και το εδ.
η)που αφορά την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, έχουν ίσως εκ παραδρομής παραλειφθεί.
Παράλληλα, εν αντιθέσει με την αντίθεση υπόμνηση στην αιτιολογική έκθεση, δέον στις περιπτώσεις της κατ’οίκον έκτισης να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις της υφ όρον απόλυσης καθώς αυτές αφορούν κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης. Παράλληλα θα δημιουργηθεί ζήτημα αφενός μεν, υπολογισμού της εκτιθείσας ποινής με σύνταξη πίνακα έκτισης, αφετέρου δε, επιβολής όρων για το χρόνο δοκιμασίας ή συνεπειών παραβίασης τους ήτοι αν θα οδηγήσει πλέον σε πραγματική έκτιση στην φυλακή και όχι σε κατ’οίκον).
Προτείνεται επίσης να επανέλθει η διατύπωση του άρθρου 56 παρ.2 του προισχύοντος σε σχέση με τη διάρκεια της ποινής (με μέγιστο τα δέκα έτη) αφού ληφθεί υπόψη η μείωση του μεγίστου ύψους της κάθειρξης στο 15 έτη και το όριο ηλικίας (τα εβδομήντα πέντε έτη) να απαλειφθεί σε κάθε περίπτωση από την δεύτερη παράγραφο (που αφορά το δικαίωμα κατ οίκον έκτισης για τις μητέρες ανήλικου τέκνου έως 8 ετών) η έκφραση «ανεξαρτήτως ποινής» και να προστεθεί πριν τη λέξη επιμέλεια η λέξη «αποκλειστική» και εν συνεχεία η έκφραση «και δεν δύναται αιτιολογημένα να ανατεθεί η να ασκηθεί από τον έτερο γονέα».
Τέλος, χρησιμότερη για την εποπτεία εκτέλεσης των εν λόγω ποινών θα ήταν όχι η μηνιαία εμφάνιση του «κρατουμένου» στο Α.Τ του τόπου κατοικίας του αλλά και η μηνιαία μετάβαση αστυνομικού του Α.Τ του τόπου κατοικίας και η σύνταξη σχετικής έκθεσης για την ανεύρεσή του εκεί) . (ενέργεια στην οποία ήδη προβαίνουμε στο πλαίσιο της γενικότερης εποπτείας μας αλλά δέον να περιληφθεί και στη διάταξη).
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 105 ΠΚ με τις τροποποιήσεις θα έχει ως εξης: «1. Όποιος καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας έως δέκα έτη και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας εκτίει την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, εκτός αν το δικαστήριο, με ειδική αιτιολογία, κρίνει ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων. Αν το πιο πάνω όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών της περιοχής που εδρεύει το δικαστήριο αυτό, μετά από αίτηση του καταδικασθέντος.
2.Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει και για τις μητέρες που έχουν την αποκλειστική επιμέλεια ανήλικων τέκνων, τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει το όγδοο έτος της ηλικίας τους και δεν δύναται αιτιολογημένα να ανατεθεί η να ασκηθεί από τον έτερο γονέα.
- Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο εάν κατά τις προηγούμενες παραγράφους αντικαταστήσει την στερητική της ελευθερίας ποινή με έκτισή της στην κατοικία, μπορεί να επιβάλει στον καταδικασθέντα κατάλληλους κατά την κρίση του όρους από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 99 παρ. 2 περιπτώσεις δ` έως η’, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ή έκτιση με ηλεκτρονική επιτήρηση. Το δικαστικός συμβούλιο μπορεί να ανακαλέσει την έκτιση της ποινής στην κατοικία αν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2. 4.Οαρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής Εισαγγελέας, εποπτεύει για την τήρηση της υποχρέωσης του καταδικασθέντος παραμονής στην κατοικία του, παραγγέλλοντας το αρμόδιο Α.Τ του τόπου κατοικίας για την ανά μήνα μετάβαση στην κατοικία του και πιστοποίηση της παραμονής του με τη σύνταξη σχετικής έκθεσης.».
5.Γιατην ολοκλήρωση της έκτισης της ποινής στην κατοικία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 105Β ΠΚ. 7)Άρθρο106 παρ.1 ΠΚ. Να απαλειφθεί το «..Μόνη η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης…».
8) Προκειμένου να καταστεί εφικτή η προσαρμογή των χρηματικών ποινών των ειδικών ποινικών νόμων στις διατάξεις του άρθρου 80 ΠΚ που προβλέπουν την χρηματική ποινή σε ημερήσιες μονάδες προτείνεται τα προστεθεί στη διάταξη του άρθρου 465ΠΚ σε συνέχεια του προτεινόμενου στο κατατεθέν νομοσχέδιο «Σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος ΠΚ με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προ ισχύοντος ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν, αυτές εκτίονται αθροιστικά» το ακόλουθο τρίτο εδάφιο «Όπου σε ειδικούς ποινικούς νόμους προβλέπεται χρηματική ποινή σε ευρώ, νοείται η χρηματική ποινή ως αυτή ορίζεται στο άρθρο57 ΠΚ. Ειδικά για τα κακουργήματα που προβλέπονται στους νόμους αυτούς η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη των 1.000 ημερήσιων μονάδων».
ΕΙΔΙΚΟΜΕΡΟΣ 1) Άρθρο216 παρ.3 ΠΚ (πλαστογραφία), άρθρο 386 παρ.1β’ (απάτη), άρθρο 375 παρ.1 ΠΚ(υπεξαίρεση).
Με την κατάργηση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης και της διακεκριμένης μορφής του ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας οι ανωτέρω πράξεις εκπίπτουν σε πλημμελήματα. Προτείνεται να επανέλθει η κακουργηματική μορφή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης σε συνολική αξία άνω των 60.000 ευρώ που να προσδιορίζει και το αντίστοιχο ύψος της αξίας του αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας στο άρθρο 375 ΠΚ.2) Άρθρα216 παρ.1, 386 παρ.1 ΠΚ.
Να εξορθολογιστούν οι ποινές σε «τουλάχιστον 3μήνες» προκειμένου να είναι δυνατή η παραγγελία κυρίας ανάκρισης και η επιβολής περιοριστικών όρων (άρθρο 283 παρ.2 ΚΠΔ) για τα ανωτέρω αδικήματα ως συμβαίνει για άλλα αδικήματα ήσσονος απαξίας ως η συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο363 ΠΚ) που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μήνες.
3) Άρθρο374 παρ.1 ΠΚ ( διακεκριμένη κλοπή). Προτείνεται στο εδ. δ) του κατατεθέντος νομοσχεδίου να συμπληρωθεί «τελέστηκε με διάρρηξη από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών με διάρρηξη ή από δράστη που ενεργεί κατ’επάγγελμα διαρρήξεις».
4) Άρθρο405 ΠΚ. Προβλέπεται κατ ’έγκληση δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων390 παρ.1 εδ. α, 386 παρ.1 και 386Α παρ. 1 ΠΚ. Να επανέλθει η αυτεπάγγελτη δίωξη ειδικά σε περιπτώσεις με παθόν το δημόσιο. Η κατ’ έγκληση δίωξη δημιουργεί θέματα λόγω της ασφυκτικής 3μηνης προθεσμίας και στην νομιμοποίηση παθόντων νομικών προσώπων ή δημοσίου και στην κατ’ εξακολούθηση τέλεση με το 98παρ.2-1 ΠΚ όταν υπάρχουν πολλοί παθόντες.5) Nα απαλειφθεί η διάταξη του σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’έγκληση.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
1)Απαλείφθηκε το παράβολο υπέρ Δημοσίου από το άρθρο 51ΚΠΔ, κάτι που ήδη έχει αυξήσει την υποβολή εγκλήσεων για ήσσονος σημασίας αδικήματα και συνακόλουθα τον φόρτο εργασίας αλλά και έχει στερήσει έσοδα από το Δημόσιο από την είσπραξη του παραβόλου. Προτείνεται η διατήρηση του παραβόλου στα αμιγώς διωκόμενα κατ’έγκληση αδικήματα καθώς υπήρξε ανασχετικός παράγοντας για την υποβολή προπετών, αόριστων και προσχηματικών εγκλήσεων.
Σε κάθε περίπτωση στα αμιγώς κατ έγκληση αδικήματα η αξίωση της ποινικής δίωξης δεν έχει δημόσιο χαρακτήρα και ανήκει αποκλειστικά στον παθόντα ο οποίος ευλόγως επιβαρύνεται με την προκαταβολή μέρους της δημόσιας δαπάνης κίνησης της ποινικής διαδικασίας,
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 51 ΚΠΔ να έχει ως εξής: Άρθρο 51. – Έγκληση του παθόντος. 1.Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2 και 3.2. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ`έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.
Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας και τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης.
Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου».
- Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.
- Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξή του.
- Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1 και 6, 44, 45, 47, 48, 49 και 50 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση. 2) Επί του άρθρου 59 ΚΠΔ πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό μέρος των υποβαλλόμενων μηνύσεων και εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αφορά τα αδικήματα των άρθρων 224, 229, 363, 362 ΠΚ. Σημειωτέον ότι επί των συγκεκριμένων υποθέσεων βάσει στατιστικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών αφενός μεν μόνο το 10% αρχειοθετείται στην προδικασία, τουτέστιν το 90% παραπέμπεται με κλητήριο θέσπισμα στην ακροαματική διαδικασία, αφετέρου δε στις υποθέσεις που φτάνουν στο ακροατήριο μόνο το 5% καταλήγει σε καταδικαστική τελεσιδίκως απόφαση. Παράλληλα οι υποθέσεις που αφορούν τα εν λόγω αδικήματα «γεννούν» άλλες συναφείς με παρεμφερές περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται ως μοχλός ψυχολογικής πίεσης ή εκβιαστική μέθοδος προκειμένου να χειραγωγήσουν ή να ανακόψουν μάρτυρες να καταθέσουν ελεύθερα και ανεπηρέαστα στις κύριες δίκες .Προτείνεται σε κάθε περίπτωση η αναβολή του άρθρου 59 παρ.2 ΚΠΔ να διατάζεται όχι μετά την ασκηθείσα ποινική δίωξη της αντίθετης ποινικής δικογραφίας αλλά από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης όπου αυτή ευρίσκεται αλλά και όταν έχει ασκηθεί απόλυτα συναφής αγωγή και εκκρεμεί προς εκδίκαση και έκδοση απόφασης διότι ο δικονομικός αυτός χειρισμός θα μειώσει τον φόρτο των δικογραφιών των Εισαγγελέων, αφού μέχρι να ασκηθεί η αντίθετη ποινική δίωξη ή να εκδικαστεί τελεσιδίκως η απόλυτα συναφής αστική υπόθεση οι Εισαγγελείς αποστέλλουν τις δικογραφίες στους προανακριτικούς υπαλλήλους για χορήγηση πιστοποιητικών πορείας της αντίθετης μήνυσης ή αγωγής ενώπιον των αστικών δικαστηρίων και έτσι μια δικογραφία παραμένει προς επεξεργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα στα Εισαγγελικά γραφεία και τρέχει και ο χρόνος παραγραφής της. Ενώ με την προτεινόμενη ρύθμιση η κύρια δικογραφία θα αναβάλλεται αμέσως αναστελλομένης και της παραγραφής, έως την περάτωση της αντίθετης μήνυσης ή αγωγής. Επομένως η προτεινόμενη ρύθμιση δέον να έχει ως εξής.
΄΄ Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 225, 229, 362και 363 ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος, ή ο μάρτυρας ή έγινε αναφορά στην αρχή ή καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, ασκήθηκε ποινική δίωξη ή ενεργείται προκαταρκτική εξέταση ή εκκρεμεί προς εκδίκαση και έκδοση απόφασης αγωγή, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά την προτακαρκτική εξέταση αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το πέρας της αντίθετης μήνυσης ή αγωγής, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών ΄΄.
Αυτή η ρύθμιση θα είναι εναρμονισμένη και με την παράγραφο 2 του άρθρου 113 ΚΠΔ όπου συμπεριλήφθη και η διάταξη του άρθρου 61 ΚΠΔ (αναβολή της ποινική δίκης ένεκα εκκρεμούς συναφούς υπόθεσης πολιτικού δικαστηρίου) ως λόγος αναστολής τηςπαραγραφής.
3) Άρθρο 110 ΚΠΔ. Προτείνεται η επαναφορά της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου στην προυπάρχουσα μορφή και να καταλαμβάνει [πέραν των περιλαμβανόμενων στο νομοσχέδιο εγκλημάτων ήτοι ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ),διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), παράβασης κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά(ν.4139/2013), παράτυπης μετανάστευσης (ν.4251/2014)] επιπλέον τις παραβάσεις των Ν.4174/2013, 998/79, 2168/93, 2960/2001, 4002/2011.4) Άρθρο 115 ΚΠΔ. Προτείνεται στην δεύτερη παράγραφο που θεμελιώνεται εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου να προστεθούν και τα αδικήματα των Ν.4497/2017, 2168/1993, 2960/2001.5) Με το νέο άρθρο 246 ΚΠΔ θεσπίζεται για πρώτη φορά υποχρέωση του Εισαγγελέα για σύνταξη γραπτού κατηγορητηρίου μετά την από μέρους του άσκηση ποινικής δίωξης και διαβίβασης της δικογραφίας στον Ανακριτή με εξαίρεση τα αυτόφωρα εγκλήματα για προφανείς λόγους αντικειμενικής αδυναμίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι σύνταξη κατηγορητηρίου ιδιαίτερα από τους Εισαγγελείς του τμήματος Εξωτερικής ποινικής δίωξης των Αθηνών είναι ιδιαιτέρως δυσχερής λόγω του όγκου χρέωσης δικογραφιών ( 2.000 περίπου μηνιαίως ) και την αδυναμία τοποθέτησης περισσοτέρων Εισαγγελικών λειτουργών στο τμήμα αυτό λόγω έλλειψης προσωπικού, αλλά και τους Εισαγγελείς Εσωτερικής Ποινικής Δίωξης για τις μη αυτόφωρες υποθέσεις, κάτι που θα επιφέρει καθυστέρηση διεκπεραίωσης των κακουργηματικής φύσεως υποθέσεων λόγω της ανάγκης σύνταξης κατηγορητηρίου του οποίου η συγκρότηση ποσοτική και ποιοτική, απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη και προσοχή .
Προτείνεται η απάλειψη της εν λόγω διάταξης καθώς η αιτιολόγηση της (στην αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου Κ.Π.Δ, ότι δηλαδή θα εξαλείψει το φαινόμενο άσκοπων διώξεων) αφενός πιθανότατα βασίζεται σε πλασματικά στατιστικά στοιχεία και αφετέρου προσβάλλει τη φύση του εισαγγελικού λειτουργήματος. Σε κάθε περίπτωση, πέραν της αναφοράς των νομικών διατάξεων να περιλαμβάνει μόνο συνοπτική περιγραφή της κατηγορίας (τόπο, χρόνο, περιστάσεις) και των προσώπων που τους αποδίδεται κατά τα πρότυπα του άρθρου 244 παρ.1 εδ.γ’ προκειμένου να υποβοηθείται ο ανακριτής στην σύνταξη του.6) Με το άρθρο 303 ΚΠΔ εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη, προς το σκοπό αποσυμφόρησης της ποινικής δικαιοσύνης, ο αγγλοσαξωνικής προελεύσεως θεσμός του plae bargaining (ποινική διαπραγμάτευση).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 303 παρ.1, 245παρ.1,ΚΠΔ προκύπτει ότι η υποβολή αιτήματος διαπραγμάτευσης στο στάδιο της προδικασίας προυποθέτει ασκηθείσα ποινική δίωξη. Ωστόσο επί πλημμελημάτων η δυνατότητα άσκηση ποινικής δίωξης με παραγγελία προανάκρισης έχει εξαλειφθεί (πλην των εξαιρέσεων των άρθρων 322 παρ.2 εδ.γ’, 323 εδ.γ ΚΠΔ).Συνεπώς εν τοις πράγμασι η υποβολή αιτήματος ποινικής διαπραγμάτευσης κατά την προδικασία επί πλημμελημάτων είναι ανέφικτη. Παράλληλα δεν έχει προβλεφθεί η δυνατότητα υποβολής αιτήματος ποινικής διαπράγμάτευσης στην προπαρασκευαστική διαδικασία. Προς θεραπεία αυτού του αδιεξόδου προτείνονται οι εξής προσθήκες
α)στη διάταξη του άρθρου 245 παρ 1 τελευταίο εδάφιο: «Παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 322παρ.2 εδ.γ’ και 323 εδ.γ’ και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης έχει υποβληθεί αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης προκειμένου και μόνο αυτή να διενεργηθεί και χωρίς να ισχύει η υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου ως προς την περάτωσή της»
β)στη διάταξη του άρθρου 303 παρ. 1 να προστίθεται το εξής εδάφιο :«…ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κυρίας ανάκρισης ή της προανάκρισης ή με αυτοτελές αίτημά του εντός προθεσμίας 5ημερών από την επίδοση τους κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου..»7) άρθρο303 παρ.6. Επικύρωση Πρακτικού Διαπραγμάτευσης.
Στην εν λόγω διάταξη προβλέπεται δέσμια αρμοδιότητα του δικαστηρίου που κατ’ ουσίαν επικυρώνει το πρακτικό διαπραγμάτευσης
α)να μην επιβάλλει ποινή μεγαλύτερη από τη συμφωνηθείσα μεταξύ Εισαγγελέα και κατηγορουμένου,
β)να μην δύναται να μεταβάλλει το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης σε βάρος του κατηγορουμένου. Δεδομένου ότι με την ανωτέρω διατύπωση στην ουσία ένα μονομελές δικαστικό όργανο (ο Εισαγγελέας διαπραγμάτευσης) αποφασίζει αμετακλήτως(με τη συναίνεση του κατηγορουμένου) το μέγιστο ύψος της ποινής ακόμα και για κακουργήματα που επισύρουν ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης και προκειμένου να υπάρξει ασφαλιστική δικλείδα (επανάκρισης της υπόθεσης και δικονομικής θεραπείας τυχόν εσφαλμένης δικανικής κρίσης του Εισαγγελέα) προτείνεται α)να υπάρχει η δυνατότητα αναπομπής της υπόθεσης από το δικαστήριο στην τακτική διαδικασία (με σύμφωνη γνώμη και του Εισαγγελέα της έδρας) σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το ύψος της ποινής και το χαρακτηρισμό της πράξης(με παράλληλη καταστροφή του οικείου υλικού της διαπραγμάτευσης).
8) α)Άρθρο 308 παρ.1 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο η κύρια ανάκριση με ανήλικο κατηγορούμενο, εφόσον αφορά πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και για την οποία προβλέπεται η ποινή του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων, περατώνεται με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών.
Η εν λόγω διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων θα δημιουργήσει άσκοπο φόρτο εργασίας για πράξεις που ενέχουν ουσιαστικά χαρακτήρα πλημμελήματος (άρθρο 18 ΠΚ) και θα κινδυνεύσουν με παραγραφή λόγω πιθανής παρέλευσης 5 ετίας. Παράλληλα είναι παράδοξο σε κακουργήματα ενηλίκων όπως οι ληστείες και οι διακεκριμένες κλοπές να περατώνεται η κυρία ανάκριση κατ’ εξαίρεση κατ’ άρθρο 308Α ΚΠΔμε απευθείας κλήση, ενώ για τα αντίστοιχα των ανηλίκων να πρέπει να εκδοθεί βούλευμα. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να απαλειφθεί η συγκεκριμένη διάταξη καιη κυρία ανάκριση στα κακουργήματα των ανηλίκων να περατώνεται με απευθείας κλήση όπως ισχύει σήμερα, διαδικασία η οποία λειτουργεί πρωτίστως προς όφελος των ανηλίκων οι οποίοι παραπέμπονται σε δίκη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς ενδιάμεσες καθυστερήσεις.
9) Άρθρο 309 ΚΠΔ. Προτείνεται η κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων για όλα τα αδικήματα αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων και προσαρμογή της διάταξης 309 ΚΠΔ ως εξής «1.Στιςπεριπτώσεις των κακουργημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των Εφετείων, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών……………..». Είναι γεγονός ότι το 90% και πλέον των βουλευμάτων είναι παραπεμπτικά. Η διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων, καθυστερεί την ποινική διαδικασία, συμπιέζει τις προθεσμίες ειδικά όταν συμπληρώνονται όρια προσωρινής κράτησης και πολλές φορές οδηγεί τον χειριζόμενο Ανακριτή, συνυπολογίζοντας και το χρονικό διάστημα της παραμονής της δικογραφίας στη διαδικασία των συμβουλίων, στην ταχεία περαίωσή της χωρίς την εξάντληση των ανακριτικών ενεργειών με ότι αυτό συνεπάγεται. Με την ανωτέρω νομοθετική παρέμβαση, προτείνεται η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 309 ΚΠΔ να γίνει ο κανόνας για όλες τις πράξεις αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων και η διαδικασία των συμβουλίων να ακολουθείται μόνο σε περίπτωση μη συμφωνίας Εισαγγελέα ή Προέδρου Εφετών για τήρηση της διαδικασίας απευθείας παραπομπής. (άρθρο 309 παρ.3 ΚΠΔ).Αν δεν υιοθετηθεί το ανωτέρω προτείνεται η διάταξη να επανέλθει στην προγενέστερη μορφή της («μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα ανεξαρτήτως βαρύτητας») ή σε κάθε περίπτωση να προστεθεί «μαζί με τα τυχόν ήσσονος ή ίσης βαρύτητας συναφή εγκλήματα»).
10) Άρθρο 349 Κ.Π.Δ. Οι αναβολές των ποινικών δικών πέραν της καθυστέρησης επιφέρουν σημαντική δημόσια δαπάνη (κλήσεις, διαδίκων, μαρτύρων, επαναπροσδιορισμός πινακίων, γραφική ύλη κλπ ) αλλά και ταλαιπωρία για τους διαδίκους και τους μάρτυρες που απουσιάζουν για περαιτέρω χρονικό διάστημα από την εργασία τους (και ότι αυτό συνεπάγεται παράλληλα για τη συμμετοχή τους στην παραγωγική οικονομία). Η προτεινόμενη διάταξη της θέσπισης παραβόλου υπέρ δημοσίου και δη υπέρΤΑΧΔΙΚ ως προυπόθεση του παραδεκτού αιτημάτων αναβολών στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής (λόγω της ταυτόχρονης συμμετοχής του σε άλλη δίκη και μόνο ) θεωρούμε ότι είναι εύλογη και θα συμβάλλει αφενός στην εξάλειψη παρελκυστικών αιτημάτων, στη μείωση των αναβολών και στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης ενώ παράλληλα θα αποτελέσει ισοδύναμο αντισταθμιστικό μέτρο για την περιστολή εσόδων υπέρ Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (λόγω και της κατάργησης της μετατροπής των ποινών σε χρήμα, του παραβόλου των εγκλήσεων κλπ).
Ανάλογη διάταξη εξάλλου προβλέπεται και στο άρθρο 241 του ΚΠολΔ. Προτεινόμενη διάταξη με προσθήκη . Άρθρο 349. – Αναβολή της δίκης.1.Το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή καιαυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του διορισμένου κατ` άρθρο 340 παρ. 2 πληρεξουσίου δικηγόρου.
Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται με ιατρική πιστοποίηση.2. Για την παραδεκτή υποβολή αιτήματος αναβολής που αφορά λόγο που συνίσταται στην ταυτόχρονη συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης ή παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας σε άλλη δίκη ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής:
α)πενήντα(50) ευρώ, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, β)εκατό (100)ευρώ, ενώπιον των λοιπών δικαστηρίων .Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτημα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο
- Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης.
- Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν κλητεύονται μόνο οι απόντες. Αν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
- Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή.
11) Άρθρο 553 παρ. 3 ΚΠΔ. Aπό την επισκόπηση τηςπαρ.3 του άρθρου 553 ΚΠΔ προκύπτει ότι έχει τεθεί προκειμένου να μην αποτίονται με βεβαίωση στη ΔΟΥ οι χρηματικές ποινές σε ημερήσιες μονάδες αλλά μέσω των προβλέψεων του 80 παρ.4,5 ΠΚ (εξόφληση, δοσοποίηση κλπ) άλλως με παραγγελία φυλάκισης.(ως υποκατάστατης κύρωσης του 80 παρ.6 ΠΚ σε περίπτωση μη πληρωμής). Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση έχει τεθεί προκειμένου να εκτελούνται με παραγγελία σύλληψης και προσωπικής κράτησης (μέχρι 365 ημέρες) οι ποινές σε χρήμα άνω των 3.000 ευρώ σύμφωνα μετην Εγκ.Εισ.ΑΠ 13/2011 και το άρθρο 33 παρ.3 Ν.3904/10..Για να επιτευχθεί το τελευταίο πρέπει απαραιτήτως να επανέλθει ως προσθήκη τέταρτης παραγράφου στο 553 ΚΠΔ η προτέρα διατύπωση του άρθρου 588 παρ. 6 ΚΠΔ (στην οποία παραπέμπει και ο Εισ.ΑΠ την 13/2011 εγκύκλιο) προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες ως εξής :Άρθρο 553. – Βεβαίωση χρηματικών ποινών.1. Οι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν να βεβαιώσουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τα ποσά των χρηματικών ποινών, μαζί με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις, μέσα στον επόμενο μήνα από τότε που έγιναν αμετάκλητες οι αποφάσεις που τις επέβαλαν.
- Οι σχετικές με την είσπραξη δημοσίων εσόδων διατάξεις εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.
- Oι παραπάνω παράγραφοι δεν εφαρμόζονται για χρηματικές ποινές που υπολογίζονται σε ημερήσιες μονάδες.
- Η οφειλή για τη χρηματική ποινή που δεν έχει υπολογιστεί σε ημερήσιες μονάδες εξαφανίζεται ολικά ή μερικά με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ανάλογα με το χρόνο της διάρκειας της. Ο χρόνος υπολογίζεται με βάση το πηλίκο της διαίρεσης του οφειλόμενου ποσού δια του αριθμού 50.Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν αποκλείει να εφαρμοστεί κάθε άλλη ευνοικότερη γι αυτόν διάταξη σχετικά με το ανώτατο όριο της προσωπικής κράτησης.**π.χ για 5.000 ευρώ χρηματική ποινή ο χρόνος προσωρινής κράτησης θα είναι100 ημέρες καθώς (και αφού καταργήθηκε η μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρηματική) προτείνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας να διαιρείται η χρηματική ποινή με τον σταθερό αριθμό 50 (εννοείται με μέγιστο χρόνο προσωπικής κράτησης τις 365 ημέρες και πάντα για ποσά άνω των 3.000 ευρώ σύμφωνα με το 3904και την 13/11 εγκύκλιο Εισ.ΑΠ).