Συστάσεις προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων δημοσίευσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι Συστάσεις απευθύνονται στα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης και απηχούν τις διατάξεις του τίτλου 3 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Υπενθυμίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και τα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εθνικά δικαστήρια πριν υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, παρέχουν δε ταυτόχρονα στα δικαστήρια αυτά πρακτικές υποδείξεις σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο των αιτήσεων αυτών.
Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως επιδίδονται κατά κανόνα, αφού μεταφραστούν, σε όλους τους κατά το άρθρο 23 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους, οι δε αποφάσεις του Δικαστηρίου που περατώνουν τη δίκη δημοσιεύονται καταρχήν σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να δίδεται μεγάλη προσοχή στην παρουσίαση των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και, ειδικότερα, στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αυτές περιέχου
Η προδικαστική παραπομπή, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 19, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αποτελεί θεμελιώδη μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σκοπός της είναι η διασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου αυτού στην Ένωση, με την παροχή στα δικαστήρια των κρατών μελών ενός μέσου το οποίο τους επιτρέπει να υποβάλλουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή το κύρος των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής βασίζεται στη στενή συνεργασία του Δικαστηρίου με τα δικαστήρια των κρατών μελών. Για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της διαδικασίας αυτής, είναι σκόπιμη η υπενθύμιση των ουσιωδών χαρακτηριστικών της και η παροχή ορισμένων διευκρινίσεων με στόχο την αποσαφήνιση των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας σε ό,τι αφορά, μεταξύ άλλων, το όργανο που ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αντικείμενο της σχετικής αιτήσεως, καθώς και τη μορφή και το περιεχόμενό της.
Οι διευκρινίσεις αυτές, οι οποίες αφορούν όλες τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, συμπληρώνονται από ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που απαιτούν επίσπευση της εκδικάσεως της υποθέσεως (και από ένα παράρτημα, στο οποίο παρατίθενται συνοπτικά τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει κάθε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
Το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να αφορά την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης και όχι την ερμηνεία κανόνων του εθνικού δικαίου ή ζητήματα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μόνον εφόσον το δίκαιο της Ένωσης είναι εφαρμοστέο στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκθέτει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία που το οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ενδέχεται να έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
Όσον αφορά τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, αυτού, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Αν και οι περιπτώσεις τέτοιας εφαρμογής μπορεί να ποικίλλουν, εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο, ότι ένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης, πλην του Χάρτη, έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Στο μέτρο που το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όταν μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση από το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αφεαυτών, την αρμοδιότητα αυτή.
Τέλος, μολονότι για την έκδοση της αποφάσεώς του το Δικαστήριο λαμβάνει, κατ’ ανάγκην, υπόψη το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται από το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εντούτοις δεν εφαρμόζει το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης στην εν λόγω διαφορά.
Το Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, επιχειρεί να δώσει απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις συγκεκριμένες συνέπειες της απαντήσεως αυτής, αφήνοντας ενδεχομένως ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα που κρίνεται αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης.
Δείτε αναλυτικά τις συστάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ.