Σύμφωνα με το Νόμο 4635 (ΦΕΚ Α’ 167/30.10.2019) , η έναρξη ισχύος του οποίου είναι η 30η.11.2019, εκτός αν άλλως ορίζεται σε επιμέρους διατάξεις με Τίτλο: Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις, στο ΜΕΡΟΣ ΙΓ` αυτού ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ορίζεται η διαδικασία που θα ακολουθηθεί από 1η.1.2021 σχετικά με την υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι το ένδικο μέσο ή βοήθημα θα υποβάλλεται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021 και είναι έγκυρο εφόσον φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
Οι προβλεπόμενες επιδόσεις του δικαστηρίου προς τους διαδίκους γίνονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021 και είναι έγκυρες, εφόσον το δικόγραφο και η πράξη του Προέδρου περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
Εισάγεται μάλιστα και τεκμήριο, ότι το δικόγραφο και η πράξη του Προέδρου που έχουν διαβιβαστεί με ηλεκτρονικά μέσα στη δηλωθείσα με το δικόγραφο ηλεκτρονική διεύθυνση θεωρείται ότι επιδόθηκαν μετά την παρέλευση τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ηλεκτρονική αποστολή τους.
Συγχρόνως, στον εν λόγω νόμο υπάρχει πρόβλεψη ότι εάν η χρήση ηλεκτρονικών μέσων είναι τεχνικά αδύνατη και εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους επείγοντος, οι επιδόσεις διενεργούνται κατά τα έως σήμερα γνωστά σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του αρ. 21 πδ. 18/89, με κοινοποίηση αντιγράφου του δικογράφου με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Επιπλέον, σημαντική προσθήκη του νόμου 4635/2019 αποτελεί το ότι η έκθεση των απόψεων της Διοίκησης και ο φάκελος που τη συνοδεύει θα υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα, σε μορφή δεκτική περαιτέρω χρήσης και επεξεργάσιμη με αυτοματοποιημένα μέσα, από την 1η.01.2021 ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Η έκθεση απόψεων και το διαβιβαστικό έγγραφο, αν υπάρχει, φέρουν υποχρεωτικά προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
Ακόμη, το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων και τα υπομνήματα των διαδίκων, καθώς επίσης και το δικόγραφο της παρέμβασης θα υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Ακόμη, ο νόμος κάνει αναφορά στις αιτήσεις περί ευεργετήματος πενίας, όπου στις διατάξεις του παρόντος νόμου αναφέρεται η κατάθεση δικογράφου ή εγγράφου σε έντυπη μορφή, από την 1η.1.2021 νοείται αποκλειστικώς η ηλεκτρονική κατάθεσή τους, εφόσον τα δικόγραφα ή έγγραφα αυτά φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
Τα εν λόγω δικόγραφα ή έγγραφα που έχουν υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκαν, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του δικογράφου ή εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την ως άνω έννοια, και περιέχει την έκθεση κατάθεσης.
Περαιτέρω, στα κατατιθέμενα με ηλεκτρονικά μέσα δικόγραφα ή έγγραφα επισυνάπτονται, ως παραρτήματα, τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση και κατάλογος των στοιχείων αυτών. Η επιβεβαίωση της κατάθεσης δικογράφου ή εγγράφου, την οποία παρέχει το δικαστήριο, δεν προδικάζει το από δικονομική άποψη παραδεκτό των διαβιβαζόμενων εγγράφων. Το δικαστήριο παρέχει στους διαδίκους, με τη χρήση κωδικού, τη δυνατότητα εξ αποστάσεως πρόσβασης στα δικόγραφα ή έγγραφα που έχουν υποβληθεί ή που έχουν επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα.
Επιπλέον, και με δεδομένο ότι ήδη τα δικόγραφα που κατατίθενται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων θα πρέπει από 1.1.2016 (Ν. 4335/2015) να περιέχουν εκτός των απαραίτητων προσδιοριστικών στοιχείων του δικογράφου, και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαδίκου (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), η εν λόγω ρύθμιση επεκτάθηκε και στα δικόγραφα που κατατίθενται ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.
Συγκεκριμένα, από την έναρξη ισχύος του Ν.4635/2019, δηλαδή από τις 30.10.2019 θα πρέπει κατά την κατάθεση των δικογράφων ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας να περιέχονται υποχρεωτικώς, επί ποινής ακυρότητας, πέραν το βασικών στοιχείων προσδιοριστικών του δικογράφου, επιπλέον και η ηλεκτρονική διεύθυνση και ο αριθμός φορολογικού του μητρώου του διαδίκου (φυσικού ή νομικού προσώπου) και στην περίπτωση που υπάρχει δικαστικός πληρεξούσιος ή/και αντίκλητος διορισμένος από το διάδικο να αναγράφονται και η ηλεκτρονική διεύθυνση και ο αριθμός φορολογικού του μητρώου των τελευταίων.
Παρακάτω παρατίθενται αυτούσια τα σχολιαζόμενα άρθρα προς ανάγνωση:
Άρθρο 75 Υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση δικογράφων και λοιπών εγγράφων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ψηφιακός διοικητικός φάκελος
1. Στο άρθρο 19 του π.δ. 18/1989 (Α` 8) προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Το ένδικο μέσο ή βοήθημα υποβάλλεται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021 και είναι έγκυρο εφόσον φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 (ΕΕ L 257).».
2. Στο άρθρο 21 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Οι προβλεπόμενες από τις ανωτέρω παραγράφους επιδόσεις του δικαστηρίου προς τους διαδίκους γίνονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021 και είναι έγκυρες εφόσον το δικόγραφο και η πράξη του Προέδρου περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Το δικόγραφο και η πράξη του Προέδρου που έχουν διαβιβαστεί με ηλεκτρονικά μέσα στη δηλωθείσα με το δικόγραφο ηλεκτρονική διεύθυνση θεωρείται ότι επιδόθηκαν μετά την παρέλευση τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ηλεκτρονική αποστολή τους. Η παραγόμενη αυτόματα από το πληροφοριακό σύστημα του δικαστηρίου έκθεση για την ηλεκτρονική αποστολή φέρει προηγμένη ψηφιακή υπογραφή κατά την ως άνω έννοια. Μετά την 1η.1.2021, εάν η χρήση ηλεκτρονικών μέσων είναι τεχνικά αδύνατη και εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους επείγοντος, οι επιδόσεις διενεργούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του παρόντος άρθρου. Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων, ακολουθεί και η επίδοση με τα μέσα αυτά.».
3. Στο άρθρο 23 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η έκθεση των απόψεων της Διοίκησης και ο φάκελος που τη συνοδεύει υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα, σε μορφή δεκτική περαιτέρω χρήσης και επεξεργάσιμη με αυτοματοποιημένα μέσα, από την 1η.1.2021. Η έκθεση απόψεων και το διαβιβαστικό έγγραφο, αν υπάρχει, φέρουν υποχρεωτικά προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Στην έκθεση απόψεων πρέπει να επισημαίνονται διακριτά τα έγγραφα που αποτελούν περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που αποστέλλεται και περιέχουν στοιχεία στα οποία η Διοίκηση ζητά να μην επιτραπεί η πρόσβαση των λοιπών διαδίκων, για τον λόγο ότι παραβλάπτεται απόρρητο, το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.».
4. Στο άρθρο 25 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Το δικόγραφο πρόσθετων λόγων και τα υπομνήματα των διαδίκων υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021, λαμβάνονται δε υπόψη από το δικαστήριο, με την επιφύλαξη των λοιπών προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014.».
5. Στο άρθρο 49 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Το δικόγραφο της παρέμβασης υποβάλλεται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021, λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο, με την επιφύλαξη των λοιπών προϋποθέσεων των παραγράφων 1 έως 4, εφόσον φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014.».
6. Στο π.δ. 18/1989 προστίθεται άρθρο 70α ως εξής:
«Άρθρο 70α
Ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση δικογράφων και λοιπών εγγράφων, ψηφιακή δικογραφία
1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 15 παράγραφος 1, 27 παράγραφος 1 και των αιτήσεων περί ευεργετήματος πενίας, όπου στις διατάξεις του παρόντος αναφέρεται η κατάθεση δικογράφου ή εγγράφου σε έντυπη μορφή, από την 1η.1.2021 νοείται αποκλειστικώς η ηλεκτρονική κατάθεσή τους, εφόσον τα δικόγραφα ή έγγραφα αυτά φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Τα εν λόγω δικόγραφα ή έγγραφα που έχουν υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκαν, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του δικογράφου ή εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την ως άνω έννοια, και περιέχει την έκθεση κατάθεσης.
2. Στα κατατιθέμενα με ηλεκτρονικά μέσα δικόγραφα ή έγγραφα επισυνάπτονται, ως παραρτήματα, τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση και κατάλογος των στοιχείων αυτών. Αν παράρτημα δικογράφου ή εγγράφου δεν μπορεί, λόγω της φύσης του, να κατατεθεί με ηλεκτρονικά μέσα, διαβιβάζεται χωριστά ταχυδρομικώς ή παραδίδεται στη γραμματεία. Το παράρτημα κατατίθεται σε ένα αντίγραφο για το δικαστήριο και σε ισάριθμα των διαδίκων. Ο διάδικος που καταθέτει τα αντίγραφα αυτά βεβαιώνει ότι είναι πανομοιότυπα. Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου, στο δικόγραφο ή έγγραφο που κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του. Στο ηλεκτρονικό σύστημα του Δικαστηρίου καταχωρίζονται οι σχετικές πληροφορίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση όλων των διαδίκων στο στοιχείο αυτό.
3. Επί ηλεκτρονικής κατάθεσης κάθε είδους δικογράφου ή εγγράφου στο δικαστήριο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 40/2013 (Α` 75).
4. Εάν η κατάθεση δικογράφου ή εγγράφου με ηλεκτρονικά μέσα είναι τεχνικά αδύνατη για λόγους που αφορούν στο ηλεκτρονικό σύστημα του δικαστηρίου ή του φορέα που μεσολαβεί, ο χρήστης ενημερώνει αμέσως για την αδυναμία αυτή τη γραμματεία με κάθε πρόσφορο μέσο, σημειώνοντας:
α) το είδος του δικογράφου ή εγγράφου που επιθυμεί να καταθέσει,
β) κατά περίπτωση, την προθεσμία που προβλέπεται ή έχει ταχθεί για την κατάθεση του δικογράφου ή εγγράφου,
γ) τη φύση της διαπιστωθείσας τεχνικής αδυναμίας, προκειμένου οι υπηρεσίες του δικαστηρίου να εξακριβώσουν αν αυτή οφείλεται σε μη διαθεσιμότητα του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο ή του φορέα που μεσολαβεί. Σε περίπτωση επείγοντος, ο ενδιαφερόμενος καταθέτει αντίγραφο του δικογράφου ή άλλου διαδικαστικού ή σχετικού εγγράφου στη γραμματεία ή το διαβιβάζει με κάθε πρόσφορο μέσο (μέσω ταχυδρομείου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ). Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο ή ο φορέας που μεσολαβεί τη διαβίβαση αυτή ακολουθεί η κατάθεση μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος. Το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του οικείου δικαστικού σχηματισμού, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, αποφαίνονται επί της αποδοχής του δικογράφου ή εγγράφου που κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που επικαλείται ο καταθέτων για να αποδείξει ότι ήταν τεχνικά αδύνατη η εμπρόθεσμη κατάθεση του εγγράφου αυτού με ηλεκτρονικά μέσα για λόγους που αφορούσαν στο ηλεκτρονικό σύστημα του δικαστηρίου ή του φορέα που μεσολαβεί.
5. Η επιβεβαίωση της κατάθεσης δικογράφου ή εγγράφου, την οποία παρέχει το δικαστήριο, δεν προδικάζει το από δικονομική άποψη παραδεκτό των διαβιβαζόμενων εγγράφων.
6. Το δικαστήριο παρέχει στους διαδίκους, με τη χρήση κωδικού, τη δυνατότητα εξ αποστάσεως πρόσβασης στα δικόγραφα ή έγγραφα που έχουν υποβληθεί ή που έχουν επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα. Εξαίρεση αποτελούν τα δικόγραφα ή έγγραφα στα οποία έχει κριθεί από το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, κατά περίπτωση, ότι δεν επιτρέπεται η πρόσβαση, διότι παραβλάπτεται απόρρητο, το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η πρόσβαση στα δικόγραφα και στα έγγραφα κάθε υπόθεσης που έχουν υποβληθεί ή επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα είναι δυνατή μέχρι τη συμπλήρωση τριμήνου από την ημερομηνία της απόφασης ή πράξης με την οποία περατώνεται η υπόθεση αυτή ενώπιον του οικείου δικαστικού σχηματισμού.».
Άρθρο 76 Υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση δικογράφων και εγγράφων κατά τη διαδικασία του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α` 97), ψηφιακή δικογραφία
1. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 44 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 56 του ν. 2717/1999 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Τέτοια υπογραφή δεν απαιτείται στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 48 του παρόντος.».
2. Στο άρθρο 48 του ν. 2717/1999 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Οι προβλεπόμενες από τις ανωτέρω παραγράφους επιδόσεις του δικαστηρίου προς τους διαδίκους γίνονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1.1.2021 και είναι έγκυρες εφόσον τα προς επίδοση έγγραφα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 (ΕΕ L 257). Τα προς επίδοση έγγραφα που έχουν διαβιβαστεί με ηλεκτρονικά μέσα στη δηλωθείσα με το δικόγραφο ηλεκτρονική διεύθυνση θεωρείται ότι επιδόθηκαν μετά την παρέλευση τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ηλεκτρονική αποστολή τους. Η παραγόμενη αυτόματα από το πληροφοριακό σύστημα του δικαστηρίου έκθεση για την ηλεκτρονική αποστολή φέρει προηγμένη ψηφιακή υπογραφή κατά την ως άνω έννοια. Μετά την 1η.1.2021, εάν η χρήση ηλεκτρονικών μέσων είναι τεχνικά αδύνατη και εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους επείγοντος, οι επιδόσεις διενεργούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου. Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων, ακολουθεί και η επίδοση με τα μέσα αυτά.».
3. Στο άρθρο 126 του ν. 2717/1999 προστίθενται παράγραφοι 8 έως 12 ως εξής:
«8. Με την επιφύλαξη των άρθρων 26, 27 παράγραφοι 2 και 3, 29 παράγραφος 2, 30 παράγραφος 2 περίπτωση β`, 32 παράγραφος 2, 58 παράγραφος 2, 126Β και 276 παράγραφος 4 εδάφιο α` του παρόντος, τα δικόγραφα και τα λοιπά έγγραφα υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από την 1η.1.2021 και είναι έγκυρα εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Τα εν λόγω δικόγραφα και έγγραφα που έχουν υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκαν, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του δικογράφου ή εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την ως άνω έννοια, και περιέχει την έκθεση κατάθεσης.
9. Στα κατατιθέμενα με ηλεκτρονικά μέσα δικόγραφα ή έγγραφα επισυνάπτονται, ως παραρτήματα, τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση και κατάλογος των στοιχείων αυτών. Αν παράρτημα δικογράφου ή εγγράφου δεν μπορεί, λόγω της φύσης του, να κατατεθεί με ηλεκτρονικά μέσα, διαβιβάζεται χωριστά ταχυδρομικώς ή παραδίδεται στη γραμματεία. Το παράρτημα κατατίθεται σε ένα αντίγραφο για το δικαστήριο και σε ισάριθμα των διαδίκων. Ο διάδικος που καταθέτει τα αντίγραφα αυτά βεβαιώνει ότι είναι πανομοιότυπα. Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου, στο δικόγραφο ή έγγραφο που κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του.
10. Επί ηλεκτρονικής κατάθεσης κάθε είδους δικογράφου ή εγγράφου στο δικαστήριο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 40/2013 (Α` 75).
11. Εάν η κατάθεση δικογράφου ή εγγράφου με ηλεκτρονικά μέσα είναι τεχνικά αδύνατη, ο χρήστης ενημερώνει αμέσως για την αδυναμία αυτή τη γραμματεία με κάθε πρόσφορο μέσο, σημειώνοντας:
α) το είδος του δικογράφου ή εγγράφου που επιθυμεί να καταθέσει,
β) κατά περίπτωση, την προθεσμία που προβλέπεται ή έχει ταχθεί για την κατάθεση του δικογράφου ή εγγράφου,
γ) τη φύση της διαπιστωθείσας τεχνικής αδυναμίας, προκειμένου οι υπηρεσίες του δικαστηρίου να εξακριβώσουν αν αυτή οφείλεται σε μη διαθεσιμότητα του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο ή του φορέα που μεσολαβεί. Σε περίπτωση επείγοντος, ο ενδιαφερόμενος καταθέτει αντίγραφο του δικογράφου ή άλλου διαδικαστικού ή σχετικού εγγράφου στη γραμματεία ή το διαβιβάζει με κάθε πρόσφορο μέσο (μέσω ταχυδρομείου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ). Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο ή ο φορέας που μεσολαβεί τη διαβίβαση αυτή ακολουθεί η κατάθεση μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος. Το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του οικείου δικαστικού σχηματισμού, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, αποφαίνονται επί της αποδοχής του δικογράφου ή εγγράφου που κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που επικαλείται ο καταθέτων για να αποδείξει ότι ήταν τεχνικά αδύνατη η εμπρόθεσμη κατάθεση του εγγράφου αυτού με ηλεκτρονικά μέσα για λόγους που αφορούσαν στο ηλεκτρονικό σύστημα του δικαστηρίου ή του φορέα που μεσολαβεί.
12. Η επιβεβαίωση της κατάθεσης δικογράφου ή εγγράφου την οποία παρέχει το δικαστήριο δεν προδικάζει το από δικονομική άποψη παραδεκτό των διαβιβαζόμενων εγγράφων.».
4. Στο άρθρο 129 του ν. 2717/1999 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Η έκθεση των απόψεων της Διοίκησης και ο φάκελος που τη συνοδεύει υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα, σε μορφή δεκτική περαιτέρω χρήσης και επεξεργάσιμη με αυτοματοποιημένα μέσα, από την 1η.1.2021. Η έκθεση απόψεων και το διαβιβαστικό έγγραφο, αν υπάρχει, φέρουν υποχρεωτικά προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Στην έκθεση απόψεων πρέπει να επισημαίνονται διακριτά τα έγγραφα που αποτελούν περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που αποστέλλεται και περιέχουν στοιχεία στα οποία η Διοίκηση ζητά να μην επιτραπεί η πρόσβαση των λοιπών διαδίκων, για τον λόγο ότι παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.».
5. Στο άρθρο 130 του ν. 2717/1999 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Από την 1η.1.2021, το δικαστήριο παρέχει στους διαδίκους, με τη χρήση ειδικού κωδικού, τη δυνατότητα εξ αποστάσεως πρόσβασης στα δικόγραφα ή έγγραφα που έχουν υποβληθεί ή που έχουν επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα. Εξαίρεση αποτελούν τα δικόγραφα ή έγγραφα στα οποία έχει κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν επιτρέπεται η πρόσβαση, διότι παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η πρόσβαση στα δικόγραφα και στα έγγραφα κάθε υπόθεσης που έχουν υποβληθεί ή επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα είναι δυνατή μέχρι τη συμπλήρωση τριμήνου, από την ημερομηνία της απόφασης ή πράξης με την οποία περατώνεται η υπόθεση αυτή ενώπιον του οικείου δικαστικού σχηματισμού.».
6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 195 του ν. 2717/1999 τροποποιείται ως εξής:
«3. Η κοινοποίηση γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 48.».
7. Στο άρθρο 252 του ν. 2717/1999 προστίθεται εδάφιο β` ως εξής:
«Τα σχετικά έγγραφα και λοιπά στοιχεία του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται από την κατά την παράγραφο 8 του άρθρου 126 του παρόντος υποχρέωση υποβολής στο δικαστήριο με ηλεκτρονικά μέσα.».
Σύμφωνα με το Άρθρο 78 -Υποχρέωση αναγραφής ΑΦΜ και ηλεκτρονικής διεύθυνσης στα δικόγραφα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων- ορίζεται ότι
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του π.δ. 18/1989 τροποποιείται ως εξής:
«2. Το δικόγραφο πρέπει να περιέχει το όνομα εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τη διεύθυνση της κατοικίας του, τον αριθμό φορολογικού του μητρώου, την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται το ένδικο μέσο, χρονολογία και υπογραφή».
2. Η περίπτωση γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του ν. 2717/1999 τροποποιείται ως εξής:
«γ) αν υποβάλλεται μεν από φυσικό πρόσωπο, το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, αριθμό φορολογικού μητρώου, την ηλεκτρονική διεύθυνση και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του ίδιου, του νόμιμου αντιπροσώπου του και, αν υπάρχουν, του δικαστικού πληρεξούσιου και του αντικλήτου του, αν υποβάλλεται δε από νομικό πρόσωπο, ένωση προσώπων ή ομάδα περιουσίας, την επωνυμία και την έδρα τους, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, καθώς και το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, αριθμό φορολογικού μητρώου, ηλεκτρονική διεύθυνση και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου τους και, αν υπάρχουν, του δικαστικού πληρεξουσίου και του αντικλήτου τους, ενώ, αν υποβάλλεται από το Δημόσιο, τον τίτλο της δημόσιας υπηρεσίας, ηλεκτρονική διεύθυνση και το όργανο που το εκπροσωπεί.