ΕΦΕΤΕΙΟ Τόπος: ΛΑΡΙΣΗΣ Αριθ. Απόφασης: 35 Ετος: 2014
Περίληψη Κυριότητα – Ακίνητο – Παράγωγη κτήση κυριότητας – Διεκδικητική αγωγή – Αοριστία – Οροφοκτησία – Χρησικτησία -. Για παράγωγη κτήση κυριότητας ακινήτου (με κληρονομική διαδοχή ή σύμβαση) πρέπει ο αποβιώσας ή μεταβιβάσας να ήταν κύριος. Επί αγωγής κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε παράγωγη κτήση, ανάγκη μνείας όσων περιστατικών απαιτούνται για τη μεταβίβαση της κυριότητας στον ενάγοντα, επί δε αμφισβήτησης κατά τη συζήτηση της κυριότητας του δικαιοπαρόχου, υποχρέωση ενάγοντος να επικαλεσθεί και αποδείξει αυτή, κατʼ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής. Δυνατή σύσταση οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μόνο με δικαιοπραξία ή δικαστική απόφαση, όχι με χρησικτησία. Η επιτρεπόμενη νομή επί συστατικού μέρους πράγματος (ορόφου, διαμερίσματος) δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητάς του με χρησικτησία, άρα ούτε σε σύσταση οροφοκτησίας.
Κείμενο Απόφασης 35/2014
Με την από 3-1-2012 κλήση του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου Σ. Π. νόμιμα φέρονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά το άρθρο 581 ΚΠολΔ οι από 7-10-2007 και 7-12-2007 εφέσεις των διαδίκων κατά της 263/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 28-8-2001 αγωγής του ενάγοντος Σ. Π., μετά την έκδοση της 1272/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία αναιρέθηκε η 480/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1710§1, 1712, 1721, 1724, 1813, 1846, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1033 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως με κληρονομική μεν διαδοχή από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας με τους τρόπους αυτούς, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσαντας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Έτσι, στη διεκδικητική και αναγνωριστική ή αρνητική κυριότητας αγωγή ακινήτου, με την οποία ο ενάγων ζητεί την προστασία της κυριότητάς του επί ακινήτου, στηρίζεται σε κτήση της κυριότητας με παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας του επιδίκου στον ενάγοντα. Όταν όμως ο εναγόμενος με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ο τελευταίος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση του δικαιώματος στο πρόσωπό του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση, αν δε στηρίζεται σε χρησικτησία, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας με τον τρόπο αυτόν περιστατικά (Παπαδοπούλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 363 επ., ΑΠ 999/2009 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 953, 954, 993, 1002, 1117 ΑΚ, 1, 14 του ν. 3741/1929, 1, 2 του ν.δ. 1024/1971, 1, 6 του ν. 1562/1985 και 480 Αʼ του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έννομη σχέση της οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία (μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του ακινήτου, σύμβαση του κυρίου με τρίτο ή τρίτους, σύμβαση των συγκυρίων είτε μεταξύ τους είτε με τρίτο ή τρίτους, δωρεά αιτία θανάτου ή διαθήκη του κυρίου) ή με δικαστική απόφαση (σε δίκη διανομής κοινού ακινήτου ή μετά από αίτηση συγκυρίου ή συγκυρίων ακινήτου κατά ποσοστό τουλάχιστον 65%). Σύσταση της εν λόγω έννομης σχέσεως με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) δεν είναι δυνατή. Και τούτο, διότι, πέραν του προβλεπόμενου ως άνω περιορισμένου κύκλου των τρόπων συστάσεως της, η επιτρεπόμενη κατʼ άρθρο 993 ΑΚ νομή επί συστατικού μέρους πράγματος (ορόφου, διαμερίσματος κ.α.) δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας του με χρησικτησία, άρα ούτε στη σύσταση οροφοκτησίας (ΑΠ 642/2012 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση στην υπό κρίση αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει της …/3-10-1995 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Ε.Κ.-Κ.. που έχει μεταγραφεί νόμιμα περιήλθε σε αυτόν κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία του κατά την 15-12-1959 αποβιώσαντος πατέρα του Χ. Π., ο οποίος δεν κατέλιπε διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από αυτόν (ενάγοντα) τη μητέρα του Μ. Π. και τα αδέλφια του Τ. Π. και Β. Π., οι οποίοι και αποδέχθηκαν την εν λόγω κληρονομία με την ίδια ως άνω πράξη αποδοχής, το περιγραφόμενο λεπτομερώς στην αγωγή ακίνητο εμβαδού 1.909,37 τμ. που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης Α. Β. και εμφαίνεται με τα στοιχεία 23.24.17.16.15.14.13.12.11.10.9.5.4.22.21.23 στο από του μηνός Αυγούστου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Κ.Μ.. Στις 24.6.1996 απεβίωσε στην Α. η ως άνω Μ.Χ.Π., η οποία δεν κατέλιπε διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τέκνα της και δη τον ενάγοντα και τους προαναφερθέντες Τ.Χ. Π. και Β. συζ. Θ.Π., οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιαία περιουσία της, στην οποία περιλαμβάνεται και ποσοστό 1/4 ή 3/12 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου, κατά ποσοστό 1/3 ή 1/12 εξ αδιαιρέτου καθένας απ’ αυτούς, οι οποίοι και την αποδέχθηκαν δυνάμει της …/26.4.2000 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Ε. Κ.-Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α.. Δυνάμει της …/26.4.2000 πράξης σύστασης διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Ε.Κ.Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α., το ως άνω κληρονομιαίο ακίνητο υπήχθη από τους συγκυρίους του (ενάγοντος και τα αδέλφια του Τ. Χ. Π. και Β. συζ. Θ. Π.), στις διατάξεις του Ν.Δ. 1024/1971 «περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου» και στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, και συστήθηκαν δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες διηρημένες και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, μία εκ των οποίων αποτελεί και η ευρισκόμενη στην νότια πλευρά του ως άνω ενιαίου οικοπέδου, η οποία, εμφαινόμενη στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Κ. Μ. με τα στοιχεία 43.17.16.15.14. 13.12.11.10.9.5. 422.21.47.52.44.43, έχει εμβαδόν 1.071,10 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας σ’ αυτό (ενιαίο οικόπεδο) 560,97/1000, περιλαμβάνει δε μία ισόγεια οικία, εμβαδού 114,09 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά, σε πλευρά μήκους 33,77 μ, με ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου, σε άλλη πλευρά μήκους 20,72 μ, με ιδιοκτησία της Α. Γ. και σε άλλη πλευρά, μήκους 1,00 μ. με ιδιοκτησία του Δ. Γ., δυτικά, σε πλευρά τεθλασμένη μήκους 19,96 μ. + 4,13 μ., με ιδιοκτησία του δεύτερου εναγομένου, σε άλλη πλευρά, μήκους 22,12 μ., με ιδιοκτησία του Α. Γ. και σε άλλη πλευρά, μήκους 6,95 μ. με την δημοτική οδό Α. Σ., βόρεια, σε πλευρά τεθλασμένη, μήκους 24,35 μ. + 9,64 μ. + 22,33 μ. με το δεύτερο (υπόλοιπο) τμήμα του ως άνω ενιαίου οικοπέδου και σε πλευρά, μήκους 1,36 μ. με ιδιοκτησία του Δ. Γ. και νότια σε πλευρά, μήκους 4,19 μ. με την δημοτική οδό Μ., σε άλλη πλευρά, μήκους 10,69 μ. με ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου, σε άλλη τεθλασμένη πλευρά, μήκους 7,57 μ. + 9,74 μ, με ιδιοκτησία του δευτέρου εναγομένου, σε άλλη πλευρά, μήκους 7,31 μ., με ιδιοκτησία του Σ. Χ. και σε άλλη πλευρά, μήκους 28,25 μ. με ιδιοκτησία Α.Γ., , ενώ δυνάμει των …/26-4-2000 και …/26-4-2000 πωλητηρίου και δωρητηρίου εν ζωή αντίστοιχα, συμβολαίων της συμβολαιογράφου Ε.Κ.-Κ., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α., οι προαναφερόμενοι αδελφοί του ενάγοντος Τ. Π. και Β. Π.η μεταβίβασαν σε αυτόν λόγω πώλησης και λόγω δωρεάς αντίστοιχα, τα ιδανικά τους μερίδια επί του ως άνω τμήματος του προπεριγραφομένου ενιαίου ακινήτου το οποίο (τμήμα) περιήλθε έτσι εξολοκλήρου στον ενάγοντα ο οποίος και κατέστη κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο. Περαιτέρω ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή ότι επί της ως άνω αυτοτελούς και διακεκριμένης ιδιοκτησίας ασκεί από το έτος 1959 μέχρι την αγωγή (2001) συνεχώς πράξεις νομής ανεγείροντας και κατοικώντας την εντός αυτής οικία, χρησιμοποιώντας τους αποθηκευτικούς χώρους, περιποιούμενος την αυλή, τα δέντρα και φυτά κ.λ.π Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής αμφισβήτησαν την κυριότητα του ως άνω δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ισχυριζόμενοι ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα των ιδιοκτησιών τους και δη κατά το ήμισυ ανατολικό τμήμα του ακινήτου του πρώτου από αυτούς στο οποίο υφίσταται δουλεία διόδου υπέρ του ακινήτου του δευτέρου και κατά το ήμισυ δυτικό τμήμα του ακινήτου του δευτέρου από αυτούς, στο οποίο υφίσταται δουλεία διόδου υπέρ του ακινήτου του πρώτου, γενόμενοι κύριοι αυτών με έκτακτη χρησικτησία, αφού από τότε που αγόρασαν τις ως άνω ιδιοκτησίες τους (1975 και 1980 αντίστοιχα) αλλά και πριν από αυτούς οι δικαιοπάροχοί τους(από το 1935 και 1920 αντίστοιχα) ασκούσαν συνεχώς πράξεις νομής, άλλως (ισχυρίζονται) ότι από την πλέον των είκοσι ετών διέλευσή τους από το επίδικο με διάνοια δικαιούχου απέκτησαν δικαίωμα δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία. Ο ενάγων επικαλούμενος κατά τα εκτεθέντα παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας στο επίδικο, παρότι αμφισβητήθηκε κατά τα άνω από τους εναγομένους η κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, πατέρα του και των λοιπών συγκληρονόμων του σε αυτό, δεν συμπλήρωσε με τις προτάσεις του την έλλειψη αυτή που υπάρχει στην αγωγή του, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθιστώντας έτσι αόριστη την αγωγή του κατά τη σχετική της βάση. Αλλά και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί κτήσης κυριότητας στο επίδικο με πρωτότυπο τρόπο είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κι αυτό διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή το επίδικο αποτελεί τμήμα διηρημένης ιδιοκτησίας κατά την έννοια των διατάξεων του ν.δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, που συνεστήθη μεταξύ του ενάγοντος και των συγκληρονόμων του αδελφών του την 26-4-2000 με το …/26-4-2000 συμβόλαιο της Συμβ/φου Ε.Κ.-Κ. που έχει μεταγραφεί νόμιμα και επομένως κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας η νομή επʼ αυτού κατά τον προγενέστερο της νομικής σύστασης της διηρημένης ιδιοκτησίας χρόνο δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την αγωγή, εσφαλμένα ερμήνευσε το Νόμο. Πρέπει λοιπόν κατά παραδοχή των εφέσεων ως τυπικά και ουσιαστικά βασίμων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179).
Πρόεδρος: Νικ. Παπαδούλης