Με τροπολογία της τελευταίας στιγμής στο νομοσχέδιο για τη διαμεσολάβηση
Την επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, προβλέπει τροπολογία που κατατάθηκε και ψηφίστηκε χθες το βράδυ στο νομοσχέδιο για τη διαμεσολάβηση.
Μάλιστα, η νέα διάταξη θα εφαρμοστεί και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020 καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.
Να σημειωθεί ότι ο τρόπος που προωθήθηκε η συγκεκριμένη αλλαγή αναδεικνύει μία σημαντική παθογένεια της νομοθετικής διαδικασίας (εκπρόθεσμη τροπολογία), καθώς ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής, αλλά η ενημέρωση σχετικά με την ύπαρξή της ήρθε μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δικηγόρων.
Σύμφωνα με την αιτιολογικη έκθεση της τροπολογίας, με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής, ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό.
Οφείλει, συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της δiκης (αιτούμενου κεφαλαίου και των επ’ αυτού τόκων).
Η πρακτική αυτή οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της δικαιοσύνης, ενώ στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑΧΔΙΚ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα.
Η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου (το οποίο είχε επιβληθεί και στο πρόσφατο παρελθόν με ευρύτατη αποδοχή) και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικειων, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφιστικές μετά τη μετατροπή τους οε αναγνωριστικές θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας και στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Αναλυτικά η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει:
1. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν, 3994/3022, το άρθρο 21 του 4055/20212 και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016, αντικαθίσταται ως εξής:
3. Στο τέλος, που επιβέλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωσης πλειστηριασμού.
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020 καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.