Η νέα πάγια ρύθμιση των 24-48 δόσεων, είναι ανοιχτή και στους φορολογούμενους με βεβαιωμένες οφειλές στην Εφορία που δεν είχαν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής εξόφλησης έως και την 1η Νοεμβρίου 2019, ανεξάρτητα αν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή όχι.
Όποιος έχει αφήσει απλήρωτες δόσεις ΕΝΦΙΑ ή φόρου εισοδήματος του 2019 (ή παλαιότερων ετών) χωρίς να τις έχει ρυθμίσει έως και την 1η Νοεμβρίου 2019, θα μπορέσει στις αρχές του 2020 να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με την Εφορία, εντάσσοντας τις οφειλές του στο νέο σχήμα των 24 ή 48 δόσεων.
Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε η νέα πάγια ρύθμιση να αφορά μόνο τα χρέη που βεβαιώνονται από την 1η Ιανουαρίου 2020 και μετά, αλλά το φορολογικό νομοσχέδιο που βρίσκεται στη Βουλή δίνει τελικά τη δυνατότητα στους οφειλέτες να ρυθμίσουν κάθε είδους οφειλή ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της, αρκεί η οφειλή να μην είναι ενταγμένη σε οποιαδήποτε προηγούμενη ρύθμιση (πάγια ρύθμιση 12-23 δόσεων, 120 δόσεων, 100 δόσεων) την 1η Νοεμβρίου 2019.
Το υπουργείο Οικονομικών έθεσε τη συγκεκριμένη προθεσμία διότι ήθελε να αποφύγει φαινόμενα εγκατάλειψης υφιστάμενων ρυθμίσεων, ώστε να ενταχθούν οι φορολογούμενοι στη νέα που προβλέπει διπλάσιο αριθμό δόσεων.
Από την 1η Ιανουαρίου 2020, καθιερώνεται μια νέα πάγια ρύθμιση φορολογικών και τελωνειακών οφειλών η οποία προβλέπει έως 24 δόσεις για τακτικούς φόρους (ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, φόρο εισοδήματος κλπ) και έως 48 δόσεις για έκτακτους φόρους όπως οι φόροι κληρονομιάς ή αυτοί που βεβαιώνονται μετά από έλεγχο.
Για τη ρύθμιση των τακτικών οφειλών δεν υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια, ενώ για τις έκτακτες οφειλές ο αριθμός των δόσεων εξαρτάται από το εισόδημα του οφειλέτη. Η νέα πάγια ρύθμιση προβλέπει διπλάσιο αριθμό δόσεων αλλά με «πέναλτι» αυξημένου επιτοκίου για όσους επιλέξουν να εξοφλήσουν τα χρέη τους σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις. Το επιτόκιο προσαυξάνεται κατά 1,5% και ανεβαίνει στο 6,5% από 5% που ανέρχεται σήμερα ενώ η νέα ρύθμιση προβλέπεται ελάχιστη μηνιαία δόση 30 ευρώ.
Το επιτόκιο
Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 12 δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%.
Το επιτόκιο αυτό ανέρχεται σε 5%. Έτσι, για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο προσαυξάνεται κατά 1,5% και με βάση τα σημερινά δεδομένα διαμορφώνεται στο 6,5%.
Οι συνεπείς στη ρύθμιση οφειλέτες κερδίζουν «μπόνους» επιστροφής τόκων. Όσοι τηρούν τους όρους της νέας ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων και έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το ποσό που θα επιστραφεί δεν παρακρατείται, δεν κατάσχεται και δεν συμψηφίζεται με άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη προς το Δημόσιο ή τρίτους.
Σε περίπτωση απώλειας και υπαγωγής των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, το επιτόκιο προσαυξάνεται κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα ακόμα και εάν οι δόσεις είναι λιγότερες από 12.
Σύμφωνα με τη νέα διάταξη του φορολογικού νομοσχεδίου:
1. Οφειλές βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία, δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:
-σε 2 έως 24 μηνιαίες δόσεις,
-σε 2 έως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές.
2. Ο αριθμός των δόσεων για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 48 δόσεις καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης των 30 ευρώ.
Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα, με βάση:
-το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματός τους (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή
-το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για το οποίο έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο, και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής ως εξής:
Το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή ως εξής:
4% για εισόδημα από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ
6% από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ
8% από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ
10% από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ
12% από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ
15% από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ
20% από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ
25% πάνω από 100.000 ευρώ.
Οι συντελεστές μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά 1 εκατοστιαία μονάδα για ένα παιδί, κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες για δύο παιδιά και κατά 3 μονάδες για τρία παιδιά και άνω.
Υπολογισμός δόσεων
Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης.
3. Στην περίπτωση που κάποιος οφειλέτης του δημοσίου σταματήσει να πληρώνει τις δόσεις για την εξόφληση του χρέους (τακτικής ή έκτακτης οφειλής) για να μπορέσει να επανενταχθεί στη ρύθμιση θα πρέπει να πληρώσει διπλή προκαταβολή, θα αφαιρεθούν οι δόσεις που ήταν συνεπής, ενώ το επιτόκιο θα είναι προσαυξημένο κατά 1,5 μονάδες.