Από τις διατάξεις 574, 596 ΑΚ προκύπτει ότι επί μίσθωσης ορισμένης διάρκειας ο μισθωτής, στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου, υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα στο μισθωτή, και αν ακόμη αδυνατεί από λόγους που αφορούν τον ίδιο ή δεν θέλει να κάνει χρήση του μισθίου. Έτσι, αν ο μισθωτής εγκαταλείψει το μίσθιο πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου χωρίς νόμιμο ή συμβατικό δικαίωμα, η μίσθωση δεν λύνεται και ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα για ολόκληρο το μέχρι τη λήξη υπόλοιπο χρόνο της μίσθωσης, έστω και αν δεν κάνει χρήση του μισθίου για λόγους που αφορούν τον ίδιο, ή δεν οφείλει κανένα μίσθωμα κατά το χρόνο της εγκατάλειψης του μισθίου (ΑΠ 1109/2013, ΑΠ 1730/2013 ΑΠ 760/2000, ΑΠ 617/2000). Ο μισθωτής απαλλάσσεται από το μίσθωμα εάν καταγγείλει τη μίσθωση για σπουδαίο λόγο, που, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 588, 672 και 766 ΑΚ, συντρέχει όταν δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η μίσθωση ή όταν η συνέχιση της είναι υπέρμετρα δυσβάστακτη γι’ αυτόν (ΑΠ 593/2000). Η συνδρομή ή μη σπουδαίου λόγου αξιολογείται με κριτήρια αντικειμενικά, δεν απαιτείται δηλαδή καταρχήν πταίσμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία. Επιβάλλεται, λοιπόν, να γίνει δεκτό ότι σπουδαίος λόγος συντρέχει στις περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καθιστούν την εξακολούθηση της μίσθωσης για το καταγγέλλοντα συμβαλλόμενο μη αξιώσιμη, σύμφωνα με την καλή πίστη. Τα πραγματικά δε περιστατικά που συνθέτουν τον σπουδαίο λόγο δεν είναι απαραίτητο να αφορούν μόνο εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να αναφέρονται και στη σφαίρα συμφερόντων του καταγγέλλοντος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του και τούτο διότι κατά γενική αρχή του δικαίου, κανείς δεν μπορεί να αποκομίσει ωφελήματα από την παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά του ή από δικό του πταίσμα (ΑΠ 1582/2014).
Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για την πρόωρη καταγγελία της ένδικης σύμβασης μισθώσεως ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, η οικονομική κρίση, η μείωση της κατανάλωσης των πετρελαιοειδών, αλλά και η απελευθέρωση της κλειστής αγοράς των βυτιοφόρων δημοσίας χρήσεως δυνάμει του ν.3887/30-9-2010, δεν συνιστούν λόγους που καθιστούν, σύμφωνα με την καλή πίστη, υπέρμετρα δυσβάσταχτη για τον εναγόμενο τη συνέχιση της ένδικης σύμβασης μισθώσεως βυτιοφόρου. Θα μπορούσε ενδεχομένως να θεμελιωθεί λόγος αναπροσαρμογής του μισθώματος με ανάλογη με τις επικρατούσες στην αγορά συνθήκες, μείωσή του. Ο εναγόμενος όμως όχι μόνο δεν ζήτησε τη μείωση του μισθώματος, αλλά αντίθετα και μετά την απελευθέρωση της κλειστής αγοράς των βυτιοφόρων με τον ανωτέρω νόμο, χωρίς να επικαλεστεί οποιαδήποτε δυσμενή για τον ίδιο μετατροπή των συνθηκών, αξίωσε από τον ενάγοντα την περαιτέρω αύξηση του μικτού βάρους του μισθίου καταδεικνύοντας έτσι τη βούλησή του για εξακολούθηση της μίσθωσης με τους ίδιους όρους. Μεταγενέστερα όμως μετέβαλε γνώμη και αρχικά ζήτησε την πρόωρη λύση της σύμβασης από τον ενάγοντα και επειδή αυτό αποκλείστηκε, ακολούθως την κατήγγειλε αιφνίδια και χωρίς συνδρομή σπουδαίου λόγου. Εξακολουθώντας δε να ασκεί το ίδιο επάγγελμα παρά το οικονομικά ασύμφορο τούτου, κατά τους ισχυρισμούς του στην ένδικη καταγγελία και έχοντας αποφασίσει να αντικαταστήσει το μίσθιο με ιδιόκτητο, αγόρασε τέτοιο βυτιοφόρο όχημα με τα ίδια χαρακτηριστικά. Κατόπιν τούτων απορρίφθηκε ο ανωτέρω, εκ των άρθρων 281,288,588,672 και 766 ΑΚ, ισχυρισμός του εναγομένου για λύση της ένδικης σύμβασης ορισμένου χρόνου με έγκυρη πρόωρη καταγγελία του λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου. Επομένως, ο αναιρεσείων, ο οποίος εγκατέλειψε το μίσθιο, στο χώρο στάθμευσης της επιλογής του, και δεν το χρησιμοποίησε έκτοτε για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο, οφείλει στον αναιρεσίβλητο τα μηνιαία μισθώματα, με το ΦΠΑ και τις επιπρόσθετες συμβατικές επιβαρύνσεις, μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης.
Επιμέλεια: Βασιλική Γεωργίου / Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις
Ο μισθωτής απαλλάσσεται από το μίσθωμα εάν καταγγείλει τη μίσθωση για σπουδαίο λόγο, που, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 588, 672 και 766 ΑΚ, συντρέχει όταν δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η μίσθωση ή όταν η συνέχιση της είναι υπέρμετρα δυσβάστακτη γι’ αυτόν.