Όπως απεφάνθη του δικαστήριο του Αρείου Πάγου,σύμφωνα με το άρθρο 211Α Κ.Ποιν.Δ., που προστέθηκε με το αρθρ. 2 παρ.8 Ν.2408/1996, “μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δ.), κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ Δ’ του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αποκλείεται η στήριξη της καταδίκης κατηγορουμένου σε μόνη τη μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου αλλά δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση της μαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουμένου μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Ειδικότερα, το ανωτέρω άρθρο 211 Α του Κ.Ποιν.Δ., δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα είναι κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ο οποίος λειτουργεί διευκρινιστικά και συμπληρωματικά στη βασική αρχή του άρθρου 177 του Κ.Ποιν.Δ., την οποία δεν καταλύει, ούτε άλλωστε απαγορεύει την αξιοποίηση της απολογίας ή της μαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται στη μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου για την αναζήτηση της αληθείας, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα τη δικανική του πεποίθηση.
Δεν παραβιάζεται όμως η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεως του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά συνδυαστικά τόσο σ’ αυτή όσο και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Ως συγκατηγορούμενος δε, για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, θεωρείται ο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 45 έως 49 Π.Κ., συναυτουργός, ηθικός αυτουργός και συνεργός, αλλά και κάθε άλλος, του οποίου η αξιόποινη πράξη που ακολούθησε, αν και αυτοτελής και διακεκριμένη, συνέχεται αμέσως με την προηγηθείσα αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε από άλλο πρόσωπο, επί της οποίας στηρίζεται αποκλειστικώς η μεταγενέστερη αξιόποινη συμπεριφορά του εν συνεχεία αυτουργού.
Η, κατά παραβίαση της άνω διατάξεως του άρθρου 211 Α του Κ.Ποιν.Δ., κρίση του δικαστηρίου που στηρίζεται σε μη επιτρεπόμενο κατά νόμο αποδεικτικό μέσο οδηγεί επίσης σε ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και την ίδρυση λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ.), καθ’ όσον με τον άνω λόγο αναιρέσεως ελέγχεται αναιρετικώς το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εάν όμως η περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου στηρίζεται, εκτός από τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία, και σε άλλες αποδείξεις, η συνεκτίμηση απλώς μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν δημιουργεί έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως.
Δεν νοείται δε αυτοτελής του κατηγορούμενου ισχυρισμός, ότι δεν πρέπει να λάβει το δικαστήριο υπόψη του, μόνη την απολογία συγκατηγορούμενου και δημιουργία λόγου αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., από την αναιτιολόγητη απόρριψή του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει, σε έναν τέτοιο ισχυρισμό.H προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ.1 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., όσον αφορά στο δεύτερο κατηγορούμενο νυν αναιρεσείοντα, σε σχέση με την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών υπό την ειδικότερη μορφή της κατοχής και παράδοσης. Περαιτέρω, στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα ότι δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του, παρά μόνο η προσπάθεια απόσεισης ευθυνών από μέρος του πρώτου κατηγορουμένου, το δικαστήριο εξάρτησε το συμπέρασμά του περί ενοχής από υποθέσεις και πιθανότητες.
Εάν όμως η περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου στηρίζεται, εκτός από τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία, και σε άλλες αποδείξεις, η συνεκτίμηση απλώς μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν δημιουργεί έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως.
Μετά την εξέταση της προσβαλλομένης απόφασης συμπεραίνεται ότι το Εφετείο για να απορρίψει τον ισχυρισμό, ο οποίος ναι μεν δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, πλην όμως, ενόψει και της ελλείψεως σαφούς παραδοχής της απόφασης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, περί της κατοχής ναρκωτικών ουσιών από μέρους του, καθίσταται κεφαλαιώδους σημασίας και ως εκ τούτου θα έπρεπε να απαντηθεί, καίτοι δέχτηκε ότι έλαβε υπόψη του πέραν της καταθέσεως του συγκατηγορουμένου του και τα στην αρχή του σκεπτικού κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, εντούτοις από την ως άνω περικοπή αυτή του σκεπτικού δεν συνάγεται με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο εξήγαγε τα συμπεράσματά του και από άλλα στοιχεία, εκτός της ως άνω κατάθεσης. Βάσει του ανωτέρου σκεπτικού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναίρεσε την προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου λόγω ελλιπούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ( άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ ).