Tάχιστα κινητοποιείται η γερμανική κυβέρνηση για να θωρακίσει τη χώρα και να αποτρέψει το ενδεχόμενο να εξαγοραστούν ζωτικής σημασίας επιχειρήσεις από ξένους. Η σύσταση ειδικής για το θέμα αυτό επιτροπής είναι μια ένδειξη ότι το Βερολίνο ανησυχεί εντόνως για τον κίνδυνο να περιέλθει η τεχνολογία της Γερμανίας σε ξένους και δη Κινέζους. Η ολοκληρωμένη στρατηγική που παρουσίασε ο υπουργός Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ, έχει και έναν ακόμη στόχο: να εμποδίσει τη διάλυση της βιομηχανίας, που λειτούργησε ως το θεμέλιο του πλούτου της Γερμανίας. Η προαναφερθείσα επιτροπή –ως τελευταίο καταφύγιο– θα μπορεί να αγοράζει μερίδια σε εταιρείες τεχνολογίας, η οποία είτε είναι ευαίσθητη είτε σχετίζεται με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.
Τα εν λόγω μερίδια θα τα αποκτά το γερμανικό δημόσιο διαμέσου της κρατικής αναπτυξιακής τράπεζας KfW, ενώ θα τα κρατά για μικρό διάστημα. Αυτό, εν τω μεταξύ, μπορεί ήδη να γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις με την υπάρχουσα νομοθεσία, αλλά, κατά τον Πέτερ Αλτμάιερ, η διαδικασία είναι βραδεία. «Πρέπει να δημιουργηθούν δομές τέτοιες, όπως μια ειδική επιτροπή, οι οποίες να μπορούν να λάβουν τις αναγκαίες αποφάσεις πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από ό,τι γινόταν μέχρι σήμερα», αναφέρει στο έγγραφό του με τον τίτλο «Βιομηχανική Στρατηγική 2030». Στη σχετική συνέντευξη Τύπου, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας δήλωσε ότι η επιτροπή θα συνεργαστεί στενά με την KfW, αλλά δεν θα υπάρξει νέο χρηματοδοτικό ίδρυμα για την αγορά μεριδίων. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Αλτμάιερ είχε παρουσιάσει τις αρχικές ιδέες του σε επιχειρηματικές ενώσεις της Γερμανίας φέτος τον Φεβρουάριο, αλλά είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις. Πάντως, διευκρίνισε ότι δεν είναι στις προθέσεις του να διευρύνει τον κρατικό τομέα.
Να αναφερθεί στο σημείο αυτό πως στη βιομηχανική στρατηγική της Γερμανίας με ορίζοντα το 2030 δεν διευκρινίζεται επακριβώς ποιες είναι οι εταιρείες που χρήζουν προστασίας, ενώ στην αρχική παρουσίασή του ο Αλτμάιερ είχε κατονομάσει εταιρείες-ορόσημα, όπως οι βιομηχανικοί όμιλοι της ThyssenKrupp και της Siemens, καθώς και ο τραπεζικός της Deutsche Bank. Η κινητοποίηση αυτή της Γερμανίας συμπίπτει με το γεγονός πως η οικονομία της, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, χάνει τον βηματισμό της σε έναν βαθμό, ενώ έχει προηγηθεί μία δεκαετία ζωηρής ανάπτυξης. Πέραν όμως της Γερμανίας, όπως παρατηρεί σε σχετικό δημοσίευμά του το Reuters, υπάρχει διεθνώς επίταση του προστατευτισμού. Τι πιο οφθαλμοφανές από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας; Η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο έχουν εμπλακεί σε μια καταστρεπτική διένεξη με όπλο τους δασμούς, ενώ επικρατεί διάχυτη αβεβαιότητα για τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στο πλαίσιο του σχεδίου του Πέτερ Αλτμάιερ, η Γερμανία θέλει να επισπεύσει την εξέταση των επενδυτών που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρώπης και έχουν ενδιαφέρον να αγοράσουν εγχώριες επιχειρήσεις σε τομείς-κλειδιά. Εκτιμάται πως η πρωτοβουλία αυτή αφορά κυρίως τους εκ Κίνας ορμώμενους επενδυτές, οι οποίοι έχουν κρατική οικονομική στήριξη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε φάση αναθεώρησης τόσο των σχέσεών της με την Κίνα όσο και της βιομηχανικής στρατηγικής έναντι αυτής, με αφορμή τις αυξανόμενες επενδύσεις της τελευταίας σε κρίσιμους κλάδους. Χαρακτηριστική είναι, τέλος, η εξαγορά της Kuka, της γερμανικής κατασκευάστριας ρομπότ, το 2016, από Κινέζους, η οποία και λειτούργησε ως «καμπανάκι» για το Βερολίνο. Το 2018 η KfW παρενέβη και εμπόδισε την κρατική κινεζική State Grid να αποκτήσει ποσοστό στη 50Hertz, που διαχειρίζεται δίκτυο παραγωγής ενέργειας.
Ανεργία σε ιστορικό χαμηλό
Aπροσδόκητη πτώση εμφάνισε η ανεργία στη Γερμανία τον Νοέμβριο, κυρίως διότι η αποδυνάμωση στον κλάδο της μεταποίησης έδειξε ότι σταθεροποιείται και η ένταση στις σινοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις αποκλιμακώθηκε. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία, όπως αναφέρει το Bloomberg, μάλλον θα εξαλείψουν τις όποιες προσδοκίες υπήρχαν για μέτρα στήριξης της οικονομίας, οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 16.000, όταν οι προβλέψεις των αναλυτών τούς έφεραν να αυξάνονται κατά 6.000, ενώ ο δείκτης διαμορφώνεται στο 5% – πρόκειται για ιστορικό χαμηλό. Η ελάττωση του αριθμού των ανθρώπων που βρίσκονται εκτός παραγωγικής διαδικασίας είναι καλά νέα για την οικονομία, ειδικά μετά τα στοιχεία που έδειξαν δραστική πτώση στις λιανικές πωλήσεις. Πέραν τούτου, βέβαια, έχουμε και τα στοιχεία από τις εργοστασιακές παραγγελίες, οι οποίες ανέκαμψαν, ενώ ελαφρά βελτίωση παρατηρήθηκε και στον δείκτη εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων. Ολες αυτές οι εξελίξεις πιστώνονται στην εμμονή της κυβέρνησης της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ, η οποία είναι της άποψης ότι δεν υπάρχει ανάγκη άμεσης αλλαγής προσανατολισμού στα δημοσιονομικά – το Βερολίνο τάσσεται απαρεγκλίτως υπέρ του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, παρά τις ισχυρές πιέσεις εντός και εκτός συνόρων να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες. Την ίδια θέση με την κυβέρνηση τηρεί και ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank), Γενς Βάιντμαν. Ωστόσο, τέλος, ύστερα από δέκα και πλέον χρόνια που παρατηρείται πτώση της ανεργίας, ο κίνδυνος να βρίσκεται σε σημείο καμπής η αγορά εργασίας παραμένει – από τις αρχές του 2019 έχουν ανακοινωθεί στη μεταποίηση άνω των 80.000 περικοπών θέσεων εργασίας.