Πάγιο ποσό κοινοχρήστων σε πολυκατοικία με κοινό ποσοστό συμμετοχής όλων των ιδιοκτησιών. Εν τοις πράγμασι χωρισμός ενιαίου κτιρίου σε δύο τμήματα με ξεχωριστή διαχείριση έκαστο (προσφυγικές πολυκατοικίες Ταύρου). Στοιχεία ορισμένου αγωγής κατά διαχειριστή για φθορές σε οριζόντια ιδιοκτησία. Στοιχεία ορισμένου αγωγής κοινοχρήστων που δεν αναφέρει συγκεκριμένη απόφαση Γ.Σ. για έγερση αγωγής.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ
Αριθμός Απόφασης 201/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παναγιώτα Πετροπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα Θοδωρή Βλαχάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Ιανουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου Ταύρου Αττικής, οδός …, με Α.Φ.Μ. …, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της ένωσης συνιδιοκτητών της κείμενης επί της αυτής διεύθυνσης πολυκατοικίας, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Σταματίνας Παπαμιχάλη του Σπυρίδωνα (ΑΜΔΣΑ 35577), κατοίκου Κορωπίου Αττικής, οδός Αλαγιάννη αρ. 6.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Ταύρου Αττικής, οδός …, με Α.Φ.Μ. …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νικολίτσα Σκουφή του Γεωργίου (ΑΜΔΣΑ 11557), κάτοικο Αθηνών, οδός Ακαδημίας αρ. 95.
Ο ενάγων – αντεναγόμενος ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.12.2015 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2015 προσδιορίστηκε προς συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 19.1.2017, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία συνεδρίασης του Δικαστηρίου και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό Χ – . και η αντενάγουσα – εναγομένη ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.12.2018 ανταγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του αυτού Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2306/2018, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ..
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται στα εισαγωγικά δικόγραφα της αγωγής και της ανταγωγής και τα εμπεριεχόμενα στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας του παρόντος Δικαστηρίου.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ένδικες εκκρεμείς (Α) από 4.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης ./2015 αγωγή και (Β) από 20.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης ./2018 ανταγωγή, του ενάγοντος – αντεναγομένου και της αντενάγουσας – εναγομένης αντιστοίχως, υπαγόμενες στην ίδια ειδική διαδικασία των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους (άρθρα 591, 647 παρ. 2 επ. ΚΠολΔ, ως ίσχυαν προτού καταργηθούν σιωπηρώς με το Ν. 4335/2015, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της κύριας αγωγής πριν την 1.1.2016), πρέπει, σύμφωνα με το όρθρο 246 ΚΠολΔ να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, αλλά και διότι με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης με ταυτόχρονη μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 2, 246, 283 και 285 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι με την ανταγωγή εισάγεται νέο αντικείμενο προς δικαστική διάγνωση και θεμελιώνεται νέα έννομη σχέση δίκης, η οποία ενώνεται και συνεκδικάζεται υποχρεωτικά με τη δίκη επί της αγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι αγωγή και ανταγωγή πρέπει, να εκδικάζονται με κοινή διαδικασία (βλ. άρθρο 268 παρ. 3 ΚΠολΔ) [βλ. Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ. I, σελ. 550, ΕφΔωδ 130/2004 ΝΟΜΟΣ].
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του ν. 3741/1929 περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους που διατηρήθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ και μετά την ισχύ του ΑΚ και 1002, 1117 ΑΚ, συνάγεται ότι οι συνιδιοκτήτες οικοδομής επί της οποίας έχει συσταθεί νομίμως οροφοκτησία, είναι υποχρεωμένοι κατά το ποσοστό της αξίας του ορόφου ή του διαμερίσματος τους, αν δεν έχει καθοριστεί διαφορετικά με κοινή απόφαση τους, να καταβάλλουν τις δαπάνες συντήρησης και επισκευής των ενδεικτικώς αναφερομένων στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές (άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3741/1929) κοινοκτήτων πραγμάτων της οικοδομής στα οποία αναμφισβητήτως περιλαμβάνεται και το δώμα αυτής (ΑΠ 1611/1985 ΕΕΝ 53.638, ΑΠ 418/1977 ΝοΒ 26.24). Τέτοιες δαπάνες είναι, εκτός από εκείνες οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω φθοράς από τη συνηθισμένη χρήση ή από την πάροδο του χρόνου ή από τυχαία καταστροφή ή χειροτέρευση αυτών (σεισμοί, έκτακτες πλημμύρες κλπ.) και εκείνες οι οποίες αποσκοπούν στην αποκατάσταση ζημιών λόγω πραγματικών ελαττωμάτων, τα οποία οφείλονται σε υπαιτιότητα τρίτων και ειδικώς του κατασκευαστή της οικοδομής και υπάρχουν κατά το χρόνο της μεταβίβασης του κινδύνου στους αγοραστές των οριζόντιων ιδιοκτησιών, εφόσον η δαπάνη αυτή δεν καταβλήθηκε από τον κατασκευαστή, έστω και αν υπάρχει ευθύνη αυτού προς αποζημίωση κατά το άρθρο 543 παρ. 2 ΑΚ, την οποία μπορεί να αξιώσει το σύνολο των συνιδιοκτητών και όχι ένας μόνον από αυτούς, ο οποίος μπορεί να ζητήσει μόνο το ποσό που αναλογεί στο ποσοστό της ιδιοκτησίας του. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει ευθύνη τρίτου (κατασκευαστή) προς αποζημίωση. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου πιο πάνω νόμου 3741/1929, συνάγεται ότι είναι δυνατόν με τον κανονισμό της πολυκατοικίας που θα καταρτιστεί από όλους τους συνιδιοκτήτες, να συμφωνηθεί ότι κάθε απόφαση σχετική με τη συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της πολυκατοικίας θα λαμβάνεται από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών με ορισμένη πλειοψηφία, η οποία θα μεταβάλλεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της καταστάσεως. Δεν αποκλείεται όμως και ένας μόνον από τους συνιδιοκτήτες να ενεργήσει τέτοια επισκευή η συντήρηση, εφόσον υπάρχει κίνδυνος τόσο για το κοινό μέρος της οικοδομής όσο και για μόνη την οριζόντια ιδιοκτησία του, εφόσον η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών αρνείται αυτήν, του περαιτέρω ζητήματος, αν η ενέργεια του συνιδιοκτήτη έγινε προς αποτροπή κινδύνου ή η δαπάνη βαρύνει αποκλειστικώς τον ίδιο ή όλους τους συνιδιοκτήτες κατά το λόγο της αξίας του διαμερίσματος τους, ανήκοντος στην κρίση του δικαστηρίου, δικάζοντος επί αγωγής είτε εκείνου που ενήργησε τη δαπάνη κατά των λοιπών συνιδιοκτητών προς απόδοση της αναλογίας τους είτε των συνιδιοκτητών ή του διαχειριστή εναντίον εκείνου που ενήργησε τη δαπάνη προς αποκατάσταση των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ή προς αναγνώριση της ανυπαρξίας υποχρεώσεως τους για την καταβολή των δαπανών (ΕφΑΘ 7821/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ. 1, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στην προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 647 και επ. ΚΠολΔ (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει, εκτός των άλλων, να περιέχει ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να σχηματίσει από τις αποδείξεις ορθή δικανική πεποίθηση, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγής και να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Ειδικότερα, προκειμένου για αγωγή, που ασκείται από τον αποκλειστικό κύριο διαμερίσματος πολυώροφης οικοδομής, υπαγόμενης στο σύστημα οριζόντιας ιδιοκτησίας και απευθύνεται κατά του διαχειριστή αυτής, με την οποία ζητείται αποζημίωση για φθορές, που προκλήθηκαν στην ιδιοκτησία του, εξαιτίας υπαίτιας παραβίασης των υποχρεώσεων του, αναφορικά με τα κοινά πράγματα και τις εγκαταστάσεις της οικοδομής, όπως και της λήψης των ενδεικνυόμενων μέτρων για την αποτροπή της βλαπτικής ενέργειας, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3741/1929 και του ΑΚ, πρέπει για την πληρότητα του δικογράφου της, εκτός των άλλων, να αναφέρονται σ’ αυτή τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη ζημία που υπέστη ο ενάγων στα έννομα αγαθά του από τη συμπεριφορά του εναγομένου. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρονται με λεπτομέρεια οι βλάβες κατ’ είδος και έκταση, οι αντίστοιχες ενέργειες (πράξεις) που απαιτούνται για την αποκατάσταση τους καθώς και τα αντίστοιχα επιμέρους ποσά που αντιστοιχούν σε καθεμία επιμέρους εργασία αποκατάστασης κάθε βλάβης, δηλαδή χωριστά η δαπάνη για την αγορά των αναγκαίων υλικών (ποσότητα, ποιότητα αυτών) και χωριστά η δαπάνη για την αμοιβή της απαιτούμενης κάθε επιμέρους εργασίας (αριθμός, ειδικότητα προσωπικού και ημέρες απασχόλησης) για την αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών (ΑΠ 118/2006 ΕλλΔνη 2007.117, ΑΠ 1107/2002, ΑΠ 1081, 1084/2002, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 2004.83, 85, ΑΠ 569/2000 ΕλλΔνη 2000.1574, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 2001.142, ΑΠ 125/1992 ΝοΒ 1993.473, ΕφΑΘ 247/2005 ΕΔΠολ 2006.377, ΕφΑΘ 6770/2004 ΕΔΠολ 2007.44, ΕφΑθ 1007/2004 ΕλλΔνη 2005.263, ΕφΑΘ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004.584). Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα παραπάνω στοιχεία ή αυτά εκτίθενται με ασάφειες και ελλείψεις, υπάρχει αοριστία αυτής, η οποία, όταν είναι ποσοτική ή ποιοτική και δεν θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, στα πλαίσια της ευχέρειας που παρέχεται με τα άρθρα 224 εδ. β’ και 236 του ΚΠολΔ, την καθιστά άκυρη ως δικόγραφο και απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 762/2000 ό.π., ΕφΑΘ 247/2005 ό.π., ΕφΑΘ 5215/2002 ΕΔΠολ 2003.172, ΕφΑΘ 613/2001 ΕΔΠολ 2003.129, ΕφΑΘ 4598/1999 ΕΔΠολ 1999.272). Το απαράδεκτο αυτό εξετάζεται κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, γιατί ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία δε του δικογράφου της αγωγής, η οποία πρέπει να είναι αυτάρκης, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. και ΑΠ 1645/2006 ΕΣυγκΔ 2006.661, ΑΠ 1487/2005 ΕλλΔνη 2006.167, ΑΠ 216/2002 ΕλλΔνη 2003.121, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 2000.1571, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 2000.1301, ΕφΑΘ 3810/2006 ΕλλΔνη 2007.227, ΕφΑΘ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.531, ΕφΑΘ 2289/2004 ΕΔΠολ 2005.230). Τέλος, κατά το άρθρο 404 ΑΚ, ο οφειλέτης μπορεί να υποχρεωθεί στο δανειστή, ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα) για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 293 εδ. β’ και 345 του ΑΚ, σκοπός των οποίων είναι ν’ αποτρέψει την καταστρατήγηση του θεμιτού ορίου τόκου, δια των συνυπολογισμών στο ποσοστό των τόκων όλων των προσθέτων παροχών, οι οποίες με διάφορη του τόκου νομική μορφή επιβαρύνουν ουσιαστικά τον οφειλέτη, συνάγεται ότι, επί χρηματικής κυρίως οφειλής ως κύριας παροχής, η συνομολόγηση σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη περί την εκπλήρωση της, επιπλέον του θεμιτού τόκου και πρόσθετου χρηματικού ποσού ως ποινικής ρήτρας αντιβαίνει στις παραπάνω διατάξεις του νόμου και είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον, ως αποτελούσα κατά νόμο συγκάλυψη παράνομης τοκογλυφίας, η ακυρότητα δε αυτή της εν λόγω «ποινικής ρήτρας είναι άσχετη με το υπέρμετρο αυτής που ρυθμίζεται κατά το άρθρο 409 ΑΚ (ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 39.381, ΕφΑΘ 6743/1999 ΕλλΔνη 42.494). Επομένως, επί οροφοκτησίας προκειμένου για υποχρέωση καταβολής εκ μέρους του ιδιοκτήτου διαμερίσματος δαπανών κοινοχρήστων, σε περίπτωση υπερημερίας αυτού ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του αυτής, ο διαχειριστής δικαιούται να ζητήσει την καταβολή των οφειλών αυτών εκ μέρους του συνιδιοκτήτη καθώς και τον από το νόμο ή τη σύμβαση προβλεπόμενο τόκο υπερημερίας, όχι δε και τυχόν πρόσθετο χρηματικό αντάλλαγμα που για τον λόγο αυτό έχει συμφωνηθεί με τον οφειλέτη, ως «ποινική ρήτρα» (ΕφΑΘ 5324/2004 ΕΔΠ 2005.79, ΕφΑΘ 9469/2007 ΕλλΔνη 43.1488).
Εν προκειμένω, ο ενάγων στην ένδικη από 4.12.2015 (υπό στοιχείο AO αγωγή κατά της εναγομένης (και ήδη αντενάγουσας), με την ιδιότητα του ως διαχειριστής της κοινωνίας των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας (ο οποίος διαδέχτηκε την μνημονευόμενη στο εισαγωγικό δικόγραφο …, ως ασκούσα καθήκοντα διαχειρίστριας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), ιστορεί ότι είναι νόμιμα διορισμένος, με απόφαση της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών, διαχειριστής της αναφερόμενης πολυκατοικίας, διεπόμενης από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929, για την οποία έχει συνταγεί και δημοσιευθεί στο Φ.Ε.Κ. η πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και ο κανονισμός των σχέσεων των οροφοκτητών. Ότι η εναγομένη, αν και είναι πλήρης και αποκλειστική κυρία του περιγραφόμενου σε αυτήν οροφοδιαμερίσματος του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της ανωτέρω πολυκατοικίας δυνάμει του υπ’ αριθμόν ./1985 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών … που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών, δεν έχει καταβάλει τις κοινόχρηστες δαπάνες που αντιστοιχούν στην ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία της για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2011 και εντεύθεν έως και τον Οκτώβριο του 2015, σε αδιάλειπτη μηνιαία βάση, συνολικού ποσού 794,00 ευρώ, όπως αναλυτικά το σύνολο των κοινόχρηστων δαπανών υπολογιζόμενων στο πάγιο ποσό των 13,00 ευρώ και 15,00 ευρώ ανά μήνα, κατά τις χρονικές διακρίσεις της αγωγής, ως είχε συμφωνηθεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης να καταβάλλονται οι δαπάνες αναφέρονται στην αγωγή. Για τους λόγους αυτούς ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την ημεροχρονολογία που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την ένατη ημέρα εκάστου μηνός, ομού μετά του ποσού των 397,00 ευρώ, ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα λόγω της καθυστέρησης καταβολής, νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως επικουρικώς να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό των 1.132,69 ευρώ, το οποίο αναλύεται α) στο ποσό των 755,13 ευρώ για τη νόμιμη συμβολή της στις πράγματι διενεργηθείσες κοινόχρηστες δαπάνες της επίδικης περιόδου, ως οι επιμέρους δαπάνες κατά ποσό και είδος μηνιαίως αλλά και η αναλογία συμμετοχής της εναγομένης αναφέρονται στην αγωγή και β) στο ποσό των 377,56 ευρώ που αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη ποινική ρήτρα που κατέπεσε εις βάρος της εναγομένης εξαιτίας της παράλειψης εμπρόθεσμης πληρωμής, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως κατά τα εν τη αγωγή. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ΚΠολΔ 17 αρ. 3, 29 παρ. 1), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ (ως ίσχυαν ενόψει του χρόνου ασκήσεως του -εισαγωγικού της δίκης- αγωγικού δικογράφου). Περαιτέρω, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα τα στοιχεία που ορίζει το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ και ειδικότερα σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά της εναγομένης και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, οπότε κρίνονται απορριπτέες οι αιτιάσεις της εναγομένης για αοριστία του αγωγικού δικογράφου, εστιαζόμενες στο ότι δεν αναφέρεται η συγκεκριμένη απόφαση της γενικής συνέλευσης δυνάμει της οποίας εξουσιοδοτήθηκε ο διαχειριστής να εγείρει και να υποστηρίξει την ένδικη αγωγή σε βάρος της, δεδομένου ότι τέτοιο στοιχείο δεν είναι προαπαιτούμενο του ορισμένου της αγωγής, ανεξαρτήτως του ότι ρητώς επισημαίνεται με το δικόγραφο των κατατεθεισών προτάσεων του ενάγοντος η σχετική από 22.2.2014 γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών, αντίγραφο του πρακτικού συνεδρίασης της οποίας, άλλωστε, προσκομίζεται νομίμως και μετ’ επικλήσεως. Επίσης, με δεδομένο το εφαρμοζόμενο σύστημα κατανομής των κοινόχρηστων δαπανών μεταξύ των συνιδιοκτητών σε ένα πάγιο ποσό για το κάθε διαμέρισμα και όχι με κριτήριο το ποσοστό συμμετοχής του στις πράγματι διενεργηθείσες δαπάνες, δεν ήταν αναγκαίο να παρατίθενται στο δικόγραφο τα ειδικότερα περιγραφικά στοιχεία εξατομίκευσης των εκάστοτε χρεώσεων, τα οποία ουδόλως θα επηρέαζαν ποσοτικά το τελικό αποτέλεσμα. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο εν θέματι τρόπος είσπραξης και κατανομής των κοινοχρήστων εξόδων δεν δύναται να αποβεί εις βάρος των δικαιωμάτων τυχόν συνιδιοκτητών με μικρότερο προβλεπόμενο ποσοστό συμμετοχής στις τοιούτες δαπάνες, κατά τα οριζόμενα στην πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και τον κανονισμό (ισχυρισμό που ουδόλως συμπεριλαμβάνει στις αντιρρήσεις της η εναγομένη), διότι κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, όλα τα διαμερίσματα της επίδικης πολυώροφης οικοδομής συμμετέχουν κατ’ ισομοιρία στις δαπάνες, ήτοι κατά το κοινό ποσοστό συμμετοχής 63,55% το καθένα βάσει του κανονισμού αυτής. Σε κάθε περίπτωση, προς αντιπαραβολή και επαλήθευση της αντιστοιχίας του ως άνω πάγιου ποσού προς τις πραγματικές δαπάνες, περιέχεται στην αγωγή κατάλογος με την ακριβή περιγραφή τους κατ’ είδος και ποσό σε μηνιαία βάση (το υπερβαίνον του οφειλομένου καταβληθέν υπόλοιπο προορίζεται για το σχηματισμό αποθεματικού κεφαλαίου, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή). Προσέτι, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη ως προς το αίτημα περί καταβολής των κοινοχρήστων δαπανών, κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5, 13 του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», 54 ΕισΝΑΚ, 340, 341 παρ. 1, 345, 361, 1002, 1117 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. και ΕφΠατρ 856/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ). Πλην όμως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η αγωγή ως προς το επιπλέον του οφειλόμενου ποσού κοινοχρήστων και των νομίμων τόκων που αναλογούν σ’ αυτό, δηλαδή ως προς το αιτούμενο ποσό για ποινική ρήτρα ύψους 397,00 ευρώ κατά την κύρια βάση της αγωγής και 377,56 ευρώ κατά την επικουρική τοιαύτη, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, δεδομένου ότι προκειμένου για την υποχρέωση καταβολής εκ μέρους του ιδιοκτήτη διαμερίσματος δαπανών κοινοχρήστων, σε περίπτωση υπερημερίας αυτού ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του αυτής, ο διαχειριστής δικαιούται να ζητήσει την καταβολή των οφειλών αυτών εκ μέρους του ιδιοκτήτη, καθώς και τον από το νόμο ή τη σύμβαση προβλεπόμενο τόκο υπερημερίας όχι όμως και το πρόσθετο χρηματικό αντάλλαγμα, που για το λόγο αυτό έχει συμφωνηθεί ως «ποινική ρήτρα». Επομένως, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της δεδομένου ότι έχει ήδη καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου με νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις [βλ. το έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου (e- Παράβολο) με κωδικό . και την από 17.1.2019 απόδειξη είσπραξης].
Επιπρόσθετα, στην ένδικη (υπό Β’) από 20.12.2018 ανταγωγή της, την οποία απευθύνει κατά του ως άνω ενάγοντος (με την ιδιότητα του διαχειριστή της κοινωνίας των συνιδιοκτητών), η εναγομένη της υπό στοιχείο Α’ αγωγής και ήδη αντενάγουσα, ισχυρίζεται ότι δυνάμει του υπ’ αριθμόν ./1985 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών … που έχει νόμιμα μεταγραφεί, τυγχάνει πλήρης και αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της κείμενης στον Ταύρο Αττικής και επί της οδού … πολυώροφης οικοδομής που έχει υπαχθεί στο καθεστώς του Ν. 3741/1929. Ότι από το έτος 2002 εμφανίστηκε υγρασία στην οροφή του διαμερίσματος της που βρίσκεται στον τελευταίο όροφο της οικοδομής, η οποία ήταν απότοκος της κακότεχνης μεταφοράς της θέσης της κοινόχρηστης υδρορροής, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση υγρασίας και την εισροή ομβρίων υδάτων διαμέσου του σημείου της παλαιάς υδρορροής, και ότι, παρότι οι εκάστοτε διαχειριστές και οι. συνιδιοκτήτες ενημερώθηκαν σχετικά για το πρόβλημα και για τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβούν για να αποτραπεί η βλάβη στο διαμέρισμα της από την προκαλούμενη υγρασία και μάλιστα ενώ επί μία διετία (2008 – 2010) αποταμίευαν συστηματικά σε μηνιαία βάση για την αντιμετώπιση της σχετικής δαπάνης, εν τέλει αδιαφόρησαν και ουδέν έπραξαν προς την κατεύθυνση αυτή, με αποτέλεσμα να επέλθει σοβαρότατη βλάβη στην πλάκα οροφής του διαμερίσματος της, η οποία χαρακτηρίστηκε επικίνδυνη από απόψεως στατικής και δομικής σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε το έτος 2016 η Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Μοσχάτου – Ταύρου. Ότι μετά από αυτή την εξέλιξη, η ένωση των συνιδιοκτητών, ως νομίμως εκπροσωπείτο από το διαχειριστή αυτής ανέλαβε πρωτοβουλία για την ενίσχυση της θερμομόνωσης της ταράτσας της πολυκατοικίας πλην όμως έδρασε ημιτελώς, οπότε η ίδια αναγκάστηκε να προβεί σε πρόσθετες εργασίες στεγανοποίησης με δικές της δαπάνες, συνολικού ύψους 768,80 ευρώ, που αναλύεται στο ποσό των 500,00 ευρώ για την αγορά πέντε δοχείων ακρυλικού χρώματος (5 χ 100,00 ευρώ έκαστο) και στο ποσό των 120,00 ευρώ για την εργασία επικάλυψης. Περαιτέρω, η ίδια μερίμνησε και εκτέλεσε τις αναγκαίες εργασίες αποκατάστασης των βλαβών του διαμερίσματος της καταβάλλοντος για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 5.208,00 ευρώ για τη διενέργεια τους και επιπλέον το ποσό των 5.704,00 ευρώ για την εκπόνηση των μελετών (αρχιτεκτονικής και στατικής επάρκειας) και την επίβλεψη του έργου από τον αναφερόμενο πολιτικό μηχανικό. Με βάση το ιστορικό αυτό, η αντενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με την ιδιότητα του ως νόμιμα διορισμένος διαχειριστής της οικοδομής να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.680,80 ευρώ, ως το άθροισμα των παραπάνω κονδυλίων, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής εκάστου ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο αντεναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Έχοντας το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα, η ανταγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τις ειδικές διατάξεις των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους [άρθρα 31 παρ. 1, 268, 283, 285 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’, 647 επ. ΚΠολΔ, ως ίσχυαν ενόψει του χρόνου ασκήσεως του -εισαγωγικού της δίκης-κύριου αγωγικού δικογράφου]. Ωστόσο, με το παραπάνω ιστορικό η αγωγή ελέγχεται αόριστη, συνακόλουθα δε απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν περιέχει τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της στοιχεία, όπως ειδικότερα αναλύονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με το μέγεθος της βλάβης που υπέστη η οροφή του διαμερίσματος της εναγομένης, πέραν της γενικής αναφοράς ότι αποκολλήθηκαν οι σοβάδες, με συνέπεια την κατάρρευση της οροφής, δεν προσδιορίζονται οι συνέπειες και η έκταση της διαβρωμένης επιφάνειας της ήτοι έστω κατά προσέγγιση η επιφάνεια της, ώστε να δύναται να εκτιμηθεί με ασφάλεια η αναγκαιότητα των μέσων και των εργασιών που απαιτούνται για την επιδιόρθωση της. Ως προς τις επιμέρους διενεργηθείσες ενέργειες της εναγομένης προς την κατεύθυνση της επιδιόρθωσης των ζημιών, εκτίθεται στην αγωγή ότι καταβλήθηκε «α) για καλό καθαρισμό και βάψιμο μπετοσίδερων με ειδικό μπετόχρωμα izomat και σοβάντισμα ταβανιών το ποσό των 2.400 ευρώ, β) για επισκευή δοκαριών το ποσό των 300 ευρώ, γ) για αποξήλωση και επανακόλληση πλακιδίων μπάνιου το ποσό των 300 ευρώ, δ) για επισκευή γύψινων το ποσό των 300 ευρώ, ε) για μετατόπιση οικοσκευής για άνοιγμα χώρου ανά δωμάτιο το ποσό των 600 ευρώ, στ) για βάψιμο ταβανιών και δοκαριών με πλαστικό χρώμα το ποσό των 300 ευρώ, ζ) για καθαρισμό και πέταμα μπάζων το ποσό των 200 ευρώ». Με τον τρόπο αυτό όμως δεν προσδιορίζονται, ούτε και έγινε αυτό με τις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, οι απαιτούμενες ποσότητες από κάθε είδος υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση καθεμίας από τις, πιο πάνω, εργασίες η τιμή αγοράς του καθενός των υλικών, αλλά και ο αριθμός και το κόστος των ημερομισθίων που απαιτήθηκαν για την εκτέλεση των επιμέρους εργασιών. Η κάθε δαπάνη δεν επιμερίζεται σε ποσό που δαπανήθηκε για τα εργατικά και την αμοιβή του εργατοτεχνικού προσωπικού αφενός και στο είδος και το κόστος για την αγορά των αναγκαίων υλικών (δοκάρια, πλακίδια μπάνιου, δοχεία χρώματος) αφετέρου, αλλά συγκεχυμένα ανά είδος εκτελούμενης εργασίας. Άλλωστε, ουδαμού στην αγωγή εκτίθεται, ούτε έστω «εν σπέρματι», παρά το ότι η ενάγουσα ότι η ενάγουσα όφειλε, ως ουσιώδες στοιχείο για την θεμελίωση της αγωγής κατά νόμο, ότι είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί κατ’ αποκοπή αμοιβή στους εργολάβους που ανέλαβαν την εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών (βλ. σχετ. ΑΠ 555/2004, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Η απόρριψη της αγωγής, κατά το πιο πάνω κεφάλαιο της κατ’ ανάγκη οδηγεί σε απόρριψη και του αιτήματος αυτής να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να καταβάλει την πρόσθετη αμοιβή για την εκπόνηση των αναγκαίων μελετών και την επίβλεψη των εργασιών από πολιτικό μηχανικό, αφού η διερεύνηση της υπόψη αξίωσης προϋποθέτει (συγκεκριμένη) ζημία – βλάβη στην περιουσία της αντενάγουσας. Με αντίστοιχες σκέψεις ελέγχεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας του δικογράφου, η ένδικη αγωγή και κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά στο χρηματικό ποσό που κατέβαλε η αντενάγουσα για την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών θερμομόνωσης στην ταράτσα της οικοδομής, ενόψει της ανεπάρκειας των ήδη εκτελεσθεισών με επιμέλεια των λοιπών συνιδιοκτητών, ου μόνον γιατί δεν διακρίνεται η βλαβείσα επιφάνεια της ταράτσας, το ακριβές είδος της βλάβης και το μέγεθος αυτής, ο αριθμός των απασχοληθέντων εργατών, ο χρόνος απασχόλησης τους και το ημερομίσθιο (ή ωρομίσθιο) εκάστου, αλλά και επειδή δεν παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία για την αναγκαιότητα της επιπλέον αυτής δαπάνης, ήτοι σε τι συνίστατο η πλημμέλεια των ενεργειών της συνιδιοκτησίας (π.χ. παράλειψη ολοκληρωτικής επικάλυψης με ακρυλικό χρώμα ή εφαρμογή ελάσσονος ποσότητας της αναγκαίας ή εφαρμογή άλλης υποδεέστερης και αναποτελεσματικής ποιότητας). Με βάση τις προαναφερόμενες νομικές παραδοχές, η ένδικη ανταγωγή πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αντενάγουσα, λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη του αντεναγομένου, υπό την προρρηθείσα ιδιότητα του, ο οποίος υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις του (άρθρο 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε πλευρά) που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, εκτιμώμενων (των καταθέσεων) ανάλογα με τον τρόπο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από το σύνολο όλων των εγγράφων ανεξαιρέτως που οι διάδικοι νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 ΚΠολΔ), ανεξάρτητα από ποιον διάδικο έχουν προσκομιστεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 994/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων οι προσκομισθείσες από τους διαδίκους φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται εκατέρωθεν (άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α’, 444 παρ. 1 εδ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από τη συναγόμενη δικαστική ομολογία της εναγομένης, ως αναλύεται στη συνέχεια (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ) και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα για την υπόθεση πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής, νόμιμα εκλεγμένος διαχειριστής της πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται στον Ταύρο Αττικής επί της οδού …, δυνάμει της από 1.2.2017 απόφασης της γενικής συνέλευσης, διαδεχόμενος την προκάτοχο του στην εκπροσώπηση της ένωσης των συνιδιοκτητών αυτής,… (βλ. τα πρακτικά της από 1.2.2017 γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών). Το κτίριο που στεγάζει την πολυκατοικία αυτή ανεγέρθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο με σκοπό τη δημιουργία και παραχώρηση των οριζοντίων ιδιοκτησιών για τη στέγαση των παραπηγματούχων οικογενειών και σύμφωνα με τις διατάξεις περί αποκατάστασης των αστών προσφύγων. Η πολυκατοικία διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929, τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ και τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που έχουν συναφθεί με την πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμό οικισμού «Ταύρου» (ΦΕΚ .Β’/4.5.1963), και πρόκειται ουσιαστικά για ένα ενιαίο κτίριο με την ονομασία 49/3-Π το οποίο στην πραγματικότητα είναι χωρισμένο κάθετα σε δύο διακριτά τμήματα οκτώ διαμερισμάτων έκαστο (με δική του κεντρική είσοδο, κλιμακοστάσιο και λειτουργική αυτονομία το καθένα, χωρίς εσωτερική επικοινωνία), το καθένα διοικούμενο από χωριστή διαχείριση. Το επίδικο τμήμα που στεγάζει και το διαμέρισμα της εναγομένης αποτελείται από τις κατοικίες: ΙΣ-1, ΙΣ-4, Α-1, Α-4, Β-1, Β-4, Γ-1, Γ-4 που όλες διακρίνονται από το αυτό ποσοστό συμμετοχής στις κοινόχρηστες δαπάνες 63,55%. Η εναγομένη τυγχάνει πλήρης και αποκλειστική κυρία του διαμερίσματος του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου (υπό στοιχεία Γ-1) της εν θέματι πολυκατοικίας, επιφανείας 63,80 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στα κοινόκτητα πράγματα 63,55%, δυνάμει του με αριθμό ./19.6.1985 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών … που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Αναφορικά με τη μέθοδο κατανομής των κοινόχρηστων δαπανών μεταξύ των συνιδιοκτητών, αποδείχτηκε ότι δυνάμει σχετικών αποφάσεων γενικών συνελεύσεων, δεν ακολουθείτο η μέθοδος του αθροίσματος του συνόλου των πραγματικών δαπανών και ο επ’ αυτού υπολογισμός της αναλογίας εκάστου συνιδιοκτήτη ξεχωριστά, αλλά για λόγους ευκολίας και λόγω του κοινού ποσοστού επιβάρυνσης απάντων, προκρίθηκε η λύση της πάγιας επιβάρυνσης κάθε συνιδιοκτήτη με ένα σταθερό ποσό μηνιαίως, ανεξάρτητα από τις δαπάνες. Επί συγκέντρωσης ποσού μεγαλύτερου των οφειλομένων, το υπερβάλλον διατίθετο για το σχηματισμό αποθεματικού, ενώ στην αντίστροφη περίπτωση που τα έξοδα υπερέβαιναν το συγκεντρωθέν ποσό, γινόταν χρήση του αποθεματικού των περασμένων μηνών. Έτσι, το ως άνω ποσό είχε προσδιοριστεί στο ποσό των 13,00 ευρώ ανά μήνα για κάθε ιδιοκτησία κατά το χρονικό διάστημα από την 1.3.2010 έως και το Φεβρουάριο του 2014, ενώ από την 1.3.2014 και εντεύθεν το ποσό αυτό αναπροσαρμόστηκε σε 15,00 ευρώ κατά συνιδιοκτησία. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2011 έως και τον Οκτώβριο του 2015 αμέλησε την πληρωμή της βαρύνουσας τούτη συμμετοχής στις κοινόχρηστες δαπάνες, με αποτέλεσμα να μην έχει καταβάλει μέχρι σήμερα και να εξακολουθεί να οφείλει το συνολικό ποσό των [13 ευρώ χ 38 μήνες (έως το Φεβρουάριο του 2014) = 494,00 ευρώ + 300 ευρώ [= 15 ευρώ χ 20 μήνες (έως τον Οκτώβριο του 2015)= ] 794,00 ευρώ. Επισημαίνεται ότι η εναγομένη δεν αμφισβητεί τη μη καταβολή των ως άνω δαπανών, ούτε αντιλέγει ως προς το ύψος τους και το ποσοστό της συμμετοχής της πλην όμως με τις προτάσεις της, ως ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της προβάλλει την ένσταση επίσχεσης της απαίτησης του ενάγοντος για τις ανταπαιτήσεις που διατηρεί η ίδια κατά του τελευταίου και συνιστούν τη βάση της συνεκδικαζόμενης ανταγωγής της, ως εκτέθηκαν παραπάνω. Εντούτοις, επειδή η ένσταση βασίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά που αποδίδονται με τους ίδιους περιγραφικούς – πλην ανεπαρκείς από την άποψη της αναγκαίας πληρότητας- όρους, όπως στο κείμενο της ανταγωγής, κατ’ ανάγκην συμπαρασύρεται σε απόρριψη λόγω αοριστίας (για τους λόγους που προεκτέθηκαν στους οποίους γίνεται παραπομπή προς αποφυγή επαναλήψεων) και ο ισχυρισμός περί του δικαιώματος επίσχεσης της εναγομένης (άρθρο 262 ΚΠολΔ), που τείνει να στηριχτεί στο άρθρο 325 ΑΚ, αφού η διερεύνηση του ισχυρισμού αυτού προϋποθέτει αυτονόητα τη διάγνωση της συναφούς και ληξιπρόθεσμης ανταπαίτησης της εναγομένης. Εξάλλου, η εναγομένη με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και αναπτύχθηκε προφορικά, την οποία επαναλαμβάνει και με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, προτείνει σε συμψηφισμό έναντι της αγωγικής απαίτησης την ανταπαίτησή της εξ ευρώ 290,00 που προέρχεται από τμηματική καταβολή της προς τη διαχείριση της πολυκατοικίας ποσού 10,00 ευρώ μηνιαίως κατά το συνεχόμενο χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2008 έως και το Νοέμβριο του έτους 2010 και αφορούσε υλοποίηση σχετικής απόφασης της γενικής συνέλευσης με αντικείμενο τη σταδιακή αποταμίευση των συνιδιοκτητών για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου κονδυλίου για τις εργασίες επισκευής και στεγανοποίησης της ταράτσας, διότι το συγκεντρωθέν αυτό κονδύλιο, μέχρι την κατάρρευση της οροφής της κατοικίας της, δεν είχε αξιοποιηθεί, οπότε έπρεπε να επιστραφεί ή να συμψηφιστεί με μεταγενέστερες οφειλές κοινόχρηστων δαπανών, πλην όμως τούτο ουδόλως έγινε. Ο ισχυρισμός αυτός που τείνει να επιστηρίξει την ένσταση συμψηφισμού κατ’ άρθρα 440 επ. και 904 επ. ΑΚ, ελέγχεται απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, γιατί δεν έχει την αναγκαία πληρότητα για την ουσιαστική διερεύνηση του. Τούτο διότι, αν και η εναγομένη ισχυρίζεται ότι για την καταβολή του ποσού των 290,00 ευρώ εκ μέρους της υπήρχε νόμιμη αιτία που δικαιολογούσε την περιουσιακή μετακίνηση, ήτοι η σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης, εντούτοις δεν επικαλείται περιστατικά που να υποδηλώνουν μεταγενέστερη ανατροπή της αιτίας αυτής, όπως επιγενόμενη απόφαση περί επιστροφής του ποσού αυτού επί ματαίωσης της ληφθείσας απόφασης επισκευής του δώματος ή οριστική ματαίωση της, όπως, επί παραδείγματι, με την άπρακτη παρέλευση του σαφώς οριοθετημένου χρονικού διαστήματος εντός του οποίου έδει να έχει υλοποιηθεί η απόφαση περί επισκευής της ταράτσας. Άλλωστε, ακόμη και εάν η επικαλούμενη παρέλευση ικανού χρόνου χωρίς να μεσολαβήσουν οι απαιτούμενες ενέργειες θα ισοδυναμούσε με κατ’ ουσίαν ματαίωση του σκοπού της καταβολής, διότι η εναγομένη δε θα διατηρούσε πλέον συμφέρον στην εκτέλεση των εργασιών, εν προκειμένω είναι γεγονός, διισχυριζόμενο μάλιστα από την ίδια την εναγομένη, ότι, έστω και καθυστερημένα, οι εργασίες στεγανοποίησης έλαβαν εν τέλει χώρα με πρωτοβουλία της διαχείρισης. Ώστε, η αιτία για την οποία η εναγομένη κατέβαλε το ποσό των 290,00 ευρώ, επακολούθησε. Το ζήτημα δε του κόστους των εργασιών και της νόμιμης επιβάρυνσης της εναγομένης με το πιο πάνω κονδύλιο κατά την προβλεπόμενη συμβολή της στις κοινόχρηστες δαπάνες είναι διαφορετικό, για τη διερεύνηση της βασιμότητας του οποίου απαιτείται αυτονοήτως από την πλευρά της σαφής και συγκεκριμένη παράθεση των αναγκαίων για τη θεμελίωση του πραγματικών περιστατικών, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Τέλος, παραδεκτά και νόμιμα η εναγομένη προτείνει την κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, επικαλούμενη, ειδικότερα, ότι αν και πάντα ήταν επιμελής συνιδιοκτήτρια και εμπρόθεσμα εξοφλούσε όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις της προς την ένωση των συνιδιοκτητών, ωστόσο, ερχόμενη αντιμέτωπη με την προκλητική αδιαφορία των συνενοίκων της μπροστά στο πρόβλημα της υγρασίας στην κοινόχρηστη ταράτσα με τις συμπαρομαρτούσες ευθείες επιπτώσεις στο εσωτερικό του διαμερίσματος της, μετά ιδίως την αναξιοποίητη είσπραξη ποσού για δήθεν εργασίες που δεν έγιναν, εξαναγκάστηκε να παύσει την καταβολή κοινοχρήστων, προκειμένου να μπορέσει να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των μελλοντικών εργασιών, τις οποίες μετά βεβαιότητας ουδόλως θα αναλάμβανε να διενεργήσει η διαχείριση ιδία δαπάνη. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης με το προεκτεθέν περιεχόμενο είναι αβάσιμος και για το λόγο αυτό απορριπτέος, καθώς δεν αποδεικνύεται η ιδιαιτέρως βεβαρυμμένη οικονομική κατάσταση της εναγομένης και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να την εξανάγκασε να σταθμίσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις και, μετά ταύτα, να θέσει σε προτεραιότητα την επισκευή της κατοικίας της έναντι μελλοντικών και εισέτι αβέβαιων βλαβών εκ της εξελισσόμενης υγρασίας καθότι ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίστηκε υπέρ αυτής της εκδοχής, τουναντίον δε ο εξετασθείς στο ακροατήριο υιός της και συνένοικός της στο επίδικο διαμέρισμα, ευθέως και κατηγορηματικά υπεραμύνθηκε της οικονομικής ευχέρειας του κατά τον επίδικο χρόνο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει κατά μόνας τις επισκευαστικές εργασίες της κοινόχρηστης ταράτσας εν είδει δανεισμού προς τη συνιδιοκτησία (ΐδετε απόσπασμα πρακτικών: «Εγώ είχα προτείνει, επειδή είχα το άμεσο πρόβλημα, να βάλω εγώ λεφτά, γιατί ήταν άλλες εποχές, καλύτερες εποχές, ήμουν πιο οικονομικά καλύτερα, και είχα προτείνει να το φτιάξω …να μου δώσουν ό,τι μπορούν και στην πορεία…»). Άλλωστε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ο στοιχειώδης σχεδιασμός για την πραγμάτωση αυτής της εκτίμησης εκ μέρους της εναγομένης, ώστε να αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα στο επιχείρημα της, ήτοι επί παραδείγματι συγκεκριμένο και όχι αόριστο και ασαφές χρονικό διάστημα παύσης των καταβολών και άμεση έμπρακτη κινητοποίηση της εναγομένης προς την κατεύθυνση της άρσης των επιβλαβών συνεπειών της υγρασίας σε κοινόχρηστους και ιδιωτικούς χώρους με το εξοικονομηθέν κέρδος από την μη απόδοση των κοινοχρήστων. Μετά ταύτα, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή, το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 794,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την ένατη ημέρα εκάστου μηνός που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, δεδομένου ότι κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς που δεν διαψεύσθηκαν από την εναγομένη, συναγόμενης σε συνδυασμό προς τη γενικότερη άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών της, δικαστικής ομολογίας αυτής κατά τούτο (άρθρα 261 εδ. β’ και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), είχε συμφωνηθεί και ίσχυε ως δήλη ημέρα αποπληρωμής των κοινοχρήστων εκάστου μηνός κατ’ απώτατο όριο η ογδόη του μηνός που αφορούσαν. Επίσης κατά παραδοχή του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος ως κατ’ ουσίαν βάσιμου, η παρούσα απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο του επιδικαζόμενου ποσού, καθόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται άμεση ανάγκη αποκατάστασης το ταχύτερο δυνατόν της εύρυθμης λειτουργίας της επί των κοινών πραγμάτων συνιδιοκτησίας και της ομαλής με συνείδηση δικαίου εξέλιξης των σχέσεων των συνιδιοκτητών (άρθρο 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων Α) την από 4.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης ./2015 αγωγή και Β) την από 20.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης ./2018 ανταγωγή.
I. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης ./2018 ανταγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αντενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντεναγομένου, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της ένωσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας επί της οδού . στον Ταύρο Αττικής, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
II. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τα ως απορριπτέα στο σκεπτικό κριθέντα επί της από 4.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης ./2015 αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, υπό την πιο πάνω ιδιότητα του, το ποσό των επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ (794,00 ευρώ) και κάθε επιμέρους ποσό με το νόμιμο τόκο κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την ανωτέρω διάταξη, προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 22-02-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/mprath%20201_2019.htm