Την τροποποίηση της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 αναφορικά με τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο νόμος για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που υπερψηφίστηκε χθες στη Βουλή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 και της τροπολογίας υπερψήφιστηκαν με ονομαστική ψηφοφορία (156 βουλευτές σε σύνολο 251 ψηφισάντων για το άρθρο 9 και 154 βουλευτές σε σύνολο 249 ψηφισάντων για την τροπολογία).
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Financial Times, αξιωματούχος της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες δήλωσε πως είναι πιθανό να χρειαστεί να αποδεσμευτούν ποσά ύψους ενός δισ. ευρώ, τα οποία είχαν δεσμευθεί τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ στους επόμενους τρεις μήνες θα πρέπει να εξεταστούν περίπου 900 ακόμα υποθέσεις.
Η μεταβατική διάταξη για την προθεσμία τριών μηνών εισήχθη με τροπολογία και σκοπός της είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, να αποτραπεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος ματαίωσης της ανάκτησης των προϊόντων εγκλήματος από το Δημόσιο σε περίπτωση καταδίκης που θα μπορούσε να προκληθεί από μία μαζική παύση σε ισχύ διατάξεων του Προέδρου της Αρχής που βρίσκονται εκτός των χρονικών ορίων του άρθρου 34 ΚΠΔ.
Ταυτόχρονα, δίνεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα προς επικύρωση των συγκεκριμένων διατάξεων εάν αυτό κριθεί από δικαστικό όργανο ότι απαιτείται.
Τι αναφέρει η αιτιολογική έκθεση
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 9, η ανάγκη εναρμόνισης των ρυθμίσεων των διατάξεων αφενός του άρθρου 34 παρ. 2 ΚΠΔ και αφετέρου του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 επιβάλλεται τόσο για λόγους νομοθετικής συνέπειας (αφού δεν νοείται διαφορετική νομική αντιμετώπιση απολύτως όμοιων μέτρων) όσο όμως και για λόγους σύμπλευσης με την ευρωπαϊκή δικαιοταξία.
Διότι πέραν των ζητημάτων συνταγματικότητας και δικαιοκρατικότητας που θέτει η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων για αόριστο χρονικό διάστημα (βλ. ad hoc ΣτΕ σχετικά με ν. 3316/2014, 1260/2015 καθώς και ΟΟΣΑ, 2018, Αξιολόγηση του Νομικού και Κανονιστικού Πλαισίου για την Ανάκτηση Περιουσιακών Στοιχείων στην Ελλάδα) η ανυπαρξία σαφών και ανάλογων χρονικών ορίων δέσμευσης στη ρύθμιση του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 που αφορά την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διαφοροποιεί αναίτια σε δικαιοκρατικό επίπεδο τη Χώρα μας από την αντίστοιχη νομοθεσία των λοιπών Χωρών της ΕΕ και την ίδια την ευρωπαϊκή δικαιοταξία που αξιώνει «η έκδοση της διάταξης περί δέσμευσης να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, να επικυρώνεται από δικαστήριο ή δικαστή και να έχει περιορισμένη χρονική της διάρκεια».
Εξάλλου, η διατήρηση της αόριστης δέσμευσης για τις διατάξεις που εκδίδει ο Πρόεδρος της Αρχής, ενόψει του χρονικού περιορισμού που θέτει η διάταξη του άρθρου 34 ΚΠΔ για τις δεσμεύσεις των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος, εμφανίζεται ως προδήλως προβληματική και για αμιγώς δικονομικούς λόγους, δεδομένου ότι η μεν διάταξη του Προέδρου της Αρχής εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 5 Ν. 4557/2018 με μόνη την προϋπόθεση ότι διεξάγεται έρευνα, δηλαδή σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο της υπόθεσης και χωρίς γνώση οποιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας, ενώ η δέσμευση εκ μέρους των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος εκδίδεται κατά κανόνα ύστερα από σχετική έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας με τη μορφή αιτιολογημένης εισαγγελικής Διάταξης.
Τούτων δοθέντων, η εναρμόνιση της ρύθμισης του άρθρου 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018 με τη ρύθμιση του άρθρου 34 παρ. 2 ΚΠΔ σε σχέση με το τεθειμένο ανώτατο χρονικό όριο δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων εμφανίζεται ως επιτακτική και εντάσσεται στις ελάχιστες εγγυήσεις που αξιώνει κάθε κράτος δικαίου κατά τη διαχείριση των επαχθών δικονομικών μέτρων.
Το ανώτατο όριο των δεκαοκτώ μηνών συμβαδίζει, άλλωστε, με το συνταγματικά ορισμένο ανώτατο όριο διάρκειας της προσωρινής κράτησης, διαμορφώνοντας ένα κοινό δικονομικό χρονικό πλαίσιο ανεκτής από άποψη τεκμηρίου αθωότητας επιβάρυνσης, η τυχόν διαστολή του οποίου θα το καθιστούσε εκ προοιμίου ουσιαστικά άδικο ως προδήλως δυσανάλογο.
Η δε μεταβατική διάταξη που εισήχθη με τροπολογία αναφέρει:
«Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση.
Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των παραγράφων 1-3 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παύει αυτοδικαίως να ισχύει».
Η εν λόγω διάταξη αναφέρει:
Τροποποίηση της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018.
Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.»