Με τροπολογία που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου για τους Κώδικες, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προχωρά στην τροποποίηση επιμέρους διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ., ν.4619/2019), του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ., ν.4620/2019) και στη ρύθμιση ζητημάτων αναφορικά με την ισχύ διατάξεων του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επαναφορά της διάταξης σχετικά με τη χρήση, υπό προϋποθέσεις, παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς σε οικονομικά εγκλήματα.
Υπενθυμίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 65 Ν. 4356/2015, η οποία είχε προκαλέσει αντιδράσεις, με πολλούς φορείς να εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις ή την υποστήριξή τους στη σχετική διάταξη, είχε καταργηθεί με το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την προτεινόμενη διάταξη εισάγεται ρύθμιση που απηχεί τις προβλέψεις του, καταργηθέντος με το άρθρο 586 περ. η’ ΚΠΔ, άρθρου 65 ν. 4356/2015.
Η ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων σε υποθέσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, υπαγομένων στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς.
Παράλληλα διατηρείται η προϋπάρχουσα στάθμιση μια τη χρήση των αποδεικτικών αυτών μέσων, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης και της διαφύλαξης των αρχών του κράτους δικαίου.
Αναλυτικά η προτεινόμενη διάταξη:
Χρήση απδεικτικού μέσου στα οικονομικά εγκλήματα
1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης κατά τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 1 και 36 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι:
α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη,
β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και
γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.