Μισθωτοί, επαγγελματίες, αγρότες, συνταξιούχοι αλλά και εισοδηματίες από ακίνητα πρέπει από το 2020 να εξοφλούν με κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας έως 30% του συνολικού ποσού του ετησίου πραγματικού εισοδήματός του. Σε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσοστού, το ακάλυπτο ποσό θα φορολογείται με συντελεστή 22%.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου, κάθε φορολογούμενος με ετήσιες απολαβές προερχόμενες εκ μιας ή περισσοτέρων από τις 5 βασικές πηγές εισοδήματος, δηλαδή από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ενοίκια ακινήτων, θα πρέπει να πραγματοποιήσει εντός του έτους 2020 δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους ίσου με το 30% του ετησίου ατομικού πραγματικού εισοδήματός του από τις πηγές αυτές. Για να αναγνωριστούν, οι δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να εξοφληθούν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (προπληρωμένες κάρτες, πληρωμές μέσω e-banking κ.λπ.). Στο εισόδημα που θα λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του 30% δεν θα περιλαμβάνονται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τυχόν δαπάνες του φορολογούμενου για διατροφή και για δωρεές προς το Δημόσιο και προς κοινωφελή ιδρύματα. Επιπλέον, στο εισόδημα από μισθωτή εργασία που θα λαμβάνεται υπόψη θα περιλαμβάνονται και αφορολόγητα ποσά επιδομάτων και άλλων παροχών, όπως π.χ. το επίδομα επικίνδυνης εργασίας, το οικογενειακό επίδομα που χορηγείται από τον ΟΠΕΚΑ και το επίδομα στέγασης. Τεκμαρτά εισοδήματα προσδιοριζόμενα με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν θα λαμβάνονται υπ’ όψιν.
Από την κάλυψη του ποσοστού 30% εξαιρούνται οι έχοντες εισοδήματα άνω των 66.667 ευρώ. Για τους φορολογούμενους αυτούς θα προβλέπεται ανώτατο όριο 20.000 ευρώ στο ποσό των δαπανών που θα πρέπει να πραγματοποιούν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Δηλαδή όσοι φορολογούμενοι έχουν ετήσιο πραγματικό εισόδημα άνω των 66.667 ευρώ θα αρκεί να καλύψουν ποσό δαπανών 20.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστά χαμηλότερα του 30%.
Από την υποχρέωση να έχουν καλύψει το πολύ υψηλό ποσοστό του 30% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα εξαιρεθούν επίσης και όσοι φορολογούμενοι θα έχουν πραγματοποιήσει το 2020 δαπάνες για πληρωμές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, για τοκοχρεολυτικές δόσεις δανείων και για ενοίκια, οι οποίες υπερβαίνουν αθροιστικά το 60% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος. Οι φορολογούμενοι αυτοί θα πρέπει να καλύψουν ποσοστό 20% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Προϋπόθεση όμως για να ισχύσει αυτό το μειωμένο ποσοστό είναι οι δαπάνες για φόρους, δάνεια και ενοίκια να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Σε κάθε φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί ο τραπεζικός λογαριασμός, το απαιτούμενο όριο δαπανών θα περιορίζεται στις 5.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση φορολογουμένου ο οποίος δεν θα έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει το απαιτούμενο συνολικό ποσό δαπανών, το «ακάλυπτο» ποσό θα φορολογείται με 22%. Π.χ. σε περίπτωση που το ετήσιο ατομικό εισόδημα ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το απαιτούμενο ποσό δαπανών έτους 2020 ανέρχεται σε 3.000 ευρώ (30% των 10.000 ευρώ). Αν ο φορολογούμενος που έχει αυτό το εισόδημα πραγματοποιήσει συνολικό ποσό δαπανών 1.000 ευρώ, τότε θα χρεωθεί με επιπλέον φόρο 22% επί της «ακάλυπτης» διαφοράς των 2.000 ευρώ, δηλαδή θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον φόρο 440 ευρώ (2.000 ευρώ x 22%).
Στις δαπάνες που θα λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του ποσοστού αυτού περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα καθημερινά, μηνιαία και ετήσια έξοδα κάθε νοικοκυριού, όπως οι δαπάνες για αγορές τροφίμων, ποτών, ρούχων, παπουτσιών, κλινοσκεπασμάτων, χαρτικών ειδών, τσιγάρων, ειδών υγιεινής και καθαριότητος, για αγορές ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων και άλλων διαρκών ειδών οικιακής χρήσης, οι δαπάνες για παντός είδους υπηρεσίες επισκευών, καθώς και τα έξοδα για πληρωμές λογαριασμών ΔΕΚΟ και κοινοχρήστων, για δίδακτρα, ιατρικές επισκέψεις, ιατρικές εξετάσεις, νοσήλια και ασφάλιστρα. Εξαιρούνται οι πληρωμές για ενοίκια, δάνεια, φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου, καθώς και οι δαπάνες για αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων, δικύκλων (πλην ποδηλάτων), σκαφών, αεροπλάνων, αεροσκαφών, αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.).
Εξαιρούνται 12 κατηγορίες
Από την υποχρέωση να καλύψουν το 30% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα εξαιρούνται πλήρως:
* Φορολογούμενοι 70 ετών και άνω.
* Ατομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.
* Φορολογούμενοι που βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση.
* Φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα.
* Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή.
* Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
* Oι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
* Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
* Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
* Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
* Οσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα.
* Οι φυλακισμένοι.
Κάθε φορολογούμενος που υπάγεται σε μία ή περισσότερες από τις παραπάνω 12 περιπτώσεις «εξαιρέσεων» δεν θα οφείλει καν να συγκεντρώσει και να διαφυλάξει χάρτινες αποδείξεις δαπανών αξίας 30% του συνολικού ετησίου πραγματικού εισοδήματος.