Τα Δικαστήρια της ΕΕ θεσπίζουν εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχων, τη στιγμή που η ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει σχετική πρόβλεψη
Με δύο ενδιαφέρουσες αποφάσεις του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ προχώρησαν στη θέσπιση εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου σε περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους.
Όπως αναφέρεται στις αποφάσεις, βάσει του άρθρου 57 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 , τα εποπτικά καθήκοντα του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων δεν καλύπτουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιοδοτικών του καθηκόντων.
Όσον αφορά την εποπτεία της επεξεργασίας αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης, παραπέμποντας στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, πρότεινε ως ενδεδειγμένη λύση, στην αιτιολογική σκέψη 74 του ίδιου κανονισμού, τη θέσπιση ανεξάρτητου ελέγχου, παραδείγματος χάριν μέσω εσωτερικού μηχανισμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοια πρόβλεψη υπάρχει και στον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ ή GDPR), καθώς σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 3 οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας. Ωστόσο, η αιτιολογική σκέψη 20 διευκρινίζει ότι:
Ενώ ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες των δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα μπορούσε να εξειδικεύει τις πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές. Η αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων. Η εποπτεία των εν λόγω πράξεων επεξεργασίας δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ανατεθεί σε ειδικούς φορείς στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους, το οποίο θα πρέπει ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού, να ευαισθητοποιεί μέλη των δικαστικών λειτουργών όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού και να επιλαμβάνεται καταγγελιών σε σχέση με τις εν λόγω διαδικασίες επεξεργασίας δεδομένων.
Συνεπώς, οι αποφάσεις των Δικαστηρίων της ΕΕ αυτές είναι ιδιαιτέρως σημαντικές και σε εθνικό επίπεδο, καθώς ο Έλληνας νομοθέτης (Νόμος 4624/2019) επέλεξε να μην συστήσει τέτοιες επιτροπές, παρεκκλίνοντας από τις προβλέψεις του ΓΚΠΔ αλλά και της Οδηγίας 680/2016 για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις Αρχές (αιτιολογική σκέψη 80).
Υπενθυμίζεται ότι στο αρχικό σχέδιο νόμου που είχε τεθεί σε διαβούλευση το 2018 περιλάμβανε διάταξη σχετικά με τη λειτουργία εποπτικών αρχών δικαστηρίων και εισαγγελικών αρχών. Η διάταξη αυτή – ή άλλη σχετική – δεν υπάρχει στο νόμο που τελικά ψηφίστηκε, με αποτέλεσμα, να προκαλείται σύγχυση τόσο σε σχέση με το περιεχόμενο του όρου “δικαιοδοτική αρμοδιότητα”, όσο και με το ποιο όργανο είναι τελικά αρμόδιο για την εποπτεία των δικαστηρίων στο πλαίσιο αυτό.
Η απόφαση για τη θέσπιση εσωτερικού μηχανισμού ελέγχου σε περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών καθηκόντων του Δικαστηρίου της ΕΕ αναφέρει:
Άρθρο 1
1. Σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο υποβάλλει στον Γραμματέα του Δικαστηρίου αίτηση ζητώντας του να εκδώσει απόφαση υπό την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών καθηκόντων του Δικαστηρίου, ο Γραμματέας κοινοποιεί την απόφασή του στον ενδιαφερόμενο εντός δύο μηνών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής λογίζεται ως σιωπηρή απορριπτική απόφαση επί της αίτησης.
2. Η απόφαση που λαμβάνει, είτε σε απάντηση αίτησης υπό την έννοια της παραγράφου 1 είτε αυτεπαγγέλτως, ο Γραμματέας του Δικαστηρίου υπό την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιοδοτικών καθηκόντων του Δικαστηρίου υπόκειται σε ένσταση ενώπιον της επιτροπής στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2 (στο εξής: επιτροπή) υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 3.
Άρθρο 2
1. Η επιτροπή αποτελείται από πρόεδρο και δύο μέλη, που επιλέγονται μεταξύ των δικαστών και των γενικών εισαγγελέων του Δικαστηρίου.
2. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής ορίζονται από το Δικαστήριο κατόπιν πρότασης του Προέδρου του δικαιοδοτικού οργάνου για τη διάρκεια της θητείας του τελευταίου.
3. Το Δικαστήριο ορίζει επίσης, κατόπιν πρότασης του Προέδρου του, τα αναπληρωματικά μέλη που καλούνται σε περίπτωση κωλύματος ενός ή περισσοτέρων μελών της επιτροπής. Τα αναπληρωματικά μέλη αντικαθιστούν, με βάση τη σειρά πρωτοκόλλου, τα μέλη που έχουν κώλυμα.
4. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου της επιτροπής, προεδρεύει ένα από τα τακτικά ή τα αναπληρωματική μέλη της, με βάση τη σειρά πρωτοκόλλου.
5. Η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος καταρτίζει την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων και τα πρακτικά τους.
6. Η επιτροπή επικουρείται στο έργο της από τον νομικό σύμβουλο για τις διοικητικές υποθέσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 3
1. Η ένσταση υποβάλλεται από το φυσικό πρόσωπο το οποίο αφορά η απόφαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, ή από τον εκπρόσωπό του, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης ή, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία κατά την οποία το πρόσωπο αυτό έλαβε γνώση της.
2. Η ένσταση υποβάλλεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4
1. Σε περίπτωση που η ένσταση πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, η επιτροπή εξετάζει εκ νέου τα νομικά και πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του άρθρου 1, παράγραφος 2.
2. Η επιτροπή μπορεί να καλέσει σε ακρόαση οποιοδήποτε πρόσωπο είναι, κατά την εκτίμησή της, σε θέση να της παράσχει χρήσιμες πληροφορίες.
3. Η επιτροπή μπορεί να ακυρώσει και, κατά περίπτωση, επίσης να μεταρρυθμίσει ή να επιβεβαιώσει την απόφαση του άρθρου 1, παράγραφος 2. Η απόφαση της επιτροπής αντικαθιστά την απόφαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, ως προς τα αποτελέσματα που παράγει έναντι του προσώπου το οποίο υπέβαλε την ένσταση.
4. Η επιτροπή ενημερώνει το πρόσωπο που υπέβαλε την ένσταση για την απόφασή της, η οποία λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της ένστασης. Αν δεν έχει εκδοθεί ρητή απόφαση της επιτροπής εντός της ως άνω προθεσμίας, θεωρείται ότι η επιτροπή επιβεβαίωσε την απόφαση του άρθρου 1, παράγραφος 2.
5. Εφόσον το πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την ένσταση ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της απόφασης του άρθρου 1, παράγραφος 2, η επιτροπή παύει να έχει αρμοδιότητα προς εξέταση της ένστασης που υποβλήθηκε ενώπιόν της.
Δείτε αναλυτικά τις αποφάσεις για το Δικαστήριο της ΕΕ και το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ