Με την υπ’ αριθμ. 1244/2018 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Β2) αναίρεσε αποφάσεις, με τις οποίες εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση σε οφειλέτη – υποκείμενο δεδομένων – για αποκατάσταση ηθικής βλάβης, εξαιτίας της πραγματοποίησης τηλεφωνικών κλήσεων χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του.
Σύμφωνα με την απόφαση, οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους δεν φέρουν την ιδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, στο μέτρο που περιορίζονται στην επεξεργασία των ήδη συλλεγέντων από τις δανείστριες εταιρείες στοιχείων, όπως οφείλουν βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας.
Κατά συνέπεια, οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών δεν βαρύνονται με αυτοτελή υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με το περιεχόμενο και τους όρους της εν λόγω επεξεργασίας.
Απόσπασμα της απόφασης
Με την κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 11 του Ν.2472/1997, καθότι εσφαλμένα υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στον ουσιαστικό κανόνα της διάταξης αυτής, εφόσον η αναιρεσείουσα εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες αυτών απαιτήσεις, η οποία, κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, με έγγραφη σύμβαση ανέλαβε για λογαριασμό πιστωτικού ιδρύματος (της Τράπεζας που είχε προβεί στην έκδοση πιστωτικών καρτών δυνάμει συμβάσεων χορήγησης πιστωτικών καρτών που είχαν καταρτισθεί μεταξύ αυτής και του αναιρεσίβλητου) την ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για τις ληξιπρόθεσμες αυτού οφειλές προς την δανείστρια Τράπεζα, ως και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών τρόπων αποπληρωμής του χρέους για λογαριασμό της τελευταίας, το μεν νομίμως προέβη στην συλλογή των αναγκαίων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου, στην καταχώριση των πληροφοριών αυτών σε τηρούμενο από αυτήν αρχείο και στην χρήση των πληροφοριών αυτών με τηλεφωνικές (προφορικές) επικοινωνίες των προστηθέντων υπαλλήλων της με τον αναιρεσίβλητο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3758/2009 για τις ανάγκες εκτέλεσης της σύμβασης αυτής και στο πλαίσιο του καταστατικού αυτής σκοπού, το δε δεν υπείχε κατά νόμο υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου, αφού αυτή δεν έφερε την ιδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας (την οποία αντιθέτως έφερε η πρώτη των εναγομένων Τράπεζα, μη διάδικος στην αναιρετική δίκη), αλλά της αποδέκτριας αυτών προς επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου σχετικά με τις άνω οφειλές του αποκλειστικά για λογαριασμό της υπευθύνου επεξεργασίας Τράπεζας.
Η επεξεργασία αυτή, εφόσον κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του Ειρηνοδικείου, δεν έγινε δεκτό ότι παρέκλινε του σκοπού της σύμβασης και ότι κατά την επεξεργασία (χρήση) αυτών από την αναιρεσίβλητη παραβιάσθηκε το απόρρητο και η ασφάλεια των δεδομένων (ούτε άλλωστε η αγωγή περιείχε τοιαύτη ιστορική βάση), δεν προσέδωσε στην αναιρεσείουσα την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, ούτως ώστε να υπέχει αυτοτελή υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων αναιρεσίβλητου.
Η δε επικαλουμένη από τον αναιρεσίβλητο στις προτάσεις αυτού μη προσκόμιση κατά την πρωτοβάθμια δίκη από τις εναγόμενες του σταθερού μέσου που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 εδ. α του Ν. 3758/2009, ήτοι κάθε μέσου που επιτρέπει την αποθήκευση πληροφοριών κατά τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική αναφορά (άρθ. 3 αριθ.6 του ιδίου Νόμου) προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ.5 εδ. α του Ν. 3758/2009 προβλέπει εναλλακτικό τρόπο ανάθεσης της ενημέρωσης των οφειλετών από τον δανειστή προς την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, η οποία γίνεται είτε εγγράφως είτε μέσω σταθερού μέσου αποθήκευσης πληροφοριών, στην δε προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως ότι η ως άνω ανάθεση έγινε εγγράφως με το από 1. 3.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των εναγομένων και συνεπώς καλύφθηκε η σχετική προϋπόθεση του Ν. 3758/2009. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 (και όχι του άρθρου 559) του ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη με αριθ. 950/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο (άρθρο 11 του Ν. 2472/1997) δέχθηκε αστική ευθύνη αυτής κατά το άρθρο 23 του Ν.2472/1997 από την παράλειψη προηγουμένης έγγραφης ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου για τη χρήση των προσωπικών του δεδομένων, παρότι αυτή δεν έφερε την ιδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας, είναι βάσιμος.
Ο προβληθείς με τις προτάσεις του αναιρεσίβλητου ισχυρισμός περί απαραδέκτου του λόγου αυτού κατά το άρθρο 562 παρ.2 του ΚΠολΔ για το λόγο ότι η αναιρεσείουσα ουδέποτε υποστήριξε ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ότι δεν έφερε την ιδιότητα της αποδέκτριας – τρίτης, αλλά αρκέσθηκε στο να υποστηρίξει ότι η υποχρέωση ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου ως υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων βάρυνε μόνο την πρώτη εναγομένη Τράπεζα και όχι την ίδια, προτείνεται αλυσιτελώς, διότι για τη στοιχειοθέτηση της αστικής ευθύνης αυτής για παραβίαση του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 κρίσιμο είναι η ιδιότητα αυτής ως υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων και όχι η ιδιότητα αυτής ως αποδέκτριας – τρίτης.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω μοναδικού λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 950/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή ως προς την δεύτερη των εναγομένων – αναιρεσείουσα.
Δείτε την απόφαση ΑΠ 1244/2018 στο areiospagos.gr