Οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται συχνά να καταφύγουν στον δανεισμό, είτε από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είτε από τρίτους (π.χ. μέσω έκδοσης ομολογιακών δανείων, κ.λπ.). Από φορολογικής πλευράς, το θέμα χρήζει προσοχής καθόσον η έκπτωση των δανειακών τόκων υπόκειται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις.
Μέγιστο επιτόκιο
Σύμφωνα με τον κώδικα φορολογίας εισοδήματος δεν εκπίπτουν φορολογικά τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος) για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν από την ημερομηνία δανεισμού. Από τον περιορισμό αυτό εξαιρούνται τα τραπεζικά και διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες. Σε περίπτωση δανεισμού μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, η αξιολόγηση του ύψους του επιτοκίου (εάν δηλαδή αυτό είναι στο πλαίσιο της αγοράς, ώστε να τηρείται η λεγόμενη «αρχή των ίσων αποστάσεων») γίνεται με την εφαρμογή των ειδικών κανόνων που διέπουν τις ενδοομιλικές συναλλαγές και την αναλυτική τεκμηρίωσή τους.
Φυσικά, για την έκπτωση των τόκων θα πρέπει να πληρούνται και οι γενικές προϋποθέσεις έκπτωσης των δαπανών, ήτοι:
α) Να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης (και όχι π.χ. για την εξυπηρέτηση προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών του επιχειρηματία) ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της.
β) Να αντιστοιχούν σε πραγματική (και όχι εικονική) συναλλαγή.
γ) Να εγγράφονται στα τηρούμενα λογιστικά βιβλία της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και να αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Κανόνες υποκεφαλαιοδότησης
Περαιτέρω, εφόσον το υπερβαίνον κόστος δανεισμού μιας επιχείρησης ξεπερνάει το ποσό των 3.000.000 ευρώ τον χρόνο, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και οι ακόλουθοι κανόνες υποκεφαλαιοδότησης:
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι το υπερβαίνον κόστος δανεισμού εκπίπτει κατά το φορολογικό έτος στο οποίο προκύπτει και μόνο έως ποσοστό 30% των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του φορολογουμένου.
Ο όρος «υπερβαίνον κόστος δανεισμού» σημαίνει το ποσό κατά το οποίο το εκπεστέο κόστος δανεισμού ενός φορολογουμένου υπερβαίνει τα φορολογητέα έσοδα από τόκους και άλλα οικονομικώς ισοδύναμα φορολογητέα έσοδα, τα οποία λαμβάνει ο φορολογούμενος.
Ο όρος «κόστος δανεισμού» περιλαμβάνει δαπάνες για τόκους κάθε μορφής χρέους, άλλες δαπάνες οικονομικά ισοδύναμες με τόκους και έξοδα που προκύπτουν από την άντληση χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων ενδεικτικά των πληρωμών στο πλαίσιο δανείων με συμμετοχή στο κέρδος, των τεκμαρτών τόκων επί προϊόντων, όπως τα μετατρέψιμα ομόλογα και τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, των χορηγήσεων στο πλαίσιο εναλλακτικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, κ.λπ. Ο ανωτέρω περιορισμός δεν εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (π.χ. στα πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρείες, κ.λπ.).
Δαπάνες απόκτησης μετοχών
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που μια εταιρεία λάβει δάνειο για την αγορά μετοχών και εν συνεχεία διανέμει κέρδη, στα οποία περιλαμβάνονται και μερίσματα τα οποία απορρέουν από τις μετοχές αυτές και τα οποία (μερίσματα) έχουν απαλλαγεί της φορολογίας, η εταιρεία δεν μπορεί να εκπέσει τους τόκους του προαναφερθέντος δανείου (καθώς και όλες τις επιχειρηματικές δαπάνες, οι οποίες συνδέονται με τις μετοχές αυτές).
Χαρτόσημο
Επισημαίνεται, τέλος, ότι τα δάνεια που συνάπτονται στην Ελλάδα μεταξύ επιχειρήσεων (είτε υπάρχει σχετική έγγραφη σύμβαση είτε το δάνειο προκύπτει σαφώς από τις εγγραφές στα λογιστικά τους βιβλία), αλλά και οι απορρέοντες τόκοι υπόκεινται σε αναλογικό χαρτόσημο 2,4% (επί του κεφαλαίου του δανείου και του ποσού των τόκων). Το χαρτόσημο δεν οφείλεται στα ομολογιακά και στα τραπεζικά δάνεια. Στα τραπεζικά επιχειρηματικά δάνεια οφείλεται η εισφορά του Ν. 128/1975, που ανέρχεται ετησίως σε 0,6% επί του υπολειπόμενου δανείου.
* Η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη του φορολογικού τμήματος της AS network. (www.asnetwork.gr).