Την αύξηση των συντελεστών αναπλήρωσης που «δείχνουν» το ύψος της σύνταξης, με στόχο η ανταπόδοση να αγγίζει και να ξεπερνά ελαφρώς το 50% στα 40 έτη ασφάλισης, εξετάζει το υπουργείο Εργασίας, σύμφωνα με το «Έθνος της Κυριακής». Με βάση αυτό το σενάριο, η αναπροσαρμογή των κρίσιμων ποσοστών, που θα επηρεάσει εκατοντάδες χιλιάδες σύνταξεις, παλαιές και νέες, θα πρέπει να κυμανθεί σωρευτικά κοντά στις 7 ποσοστιαίες μονάδες για τη 40ετία, καθώς σήμερα η αναπλήρωση της ανταποδοτικής για όσους αποχωρούν με 40 χρόνια είναι 42,80%. Η αναλογιστική μελέτη είναι σε εξέλιξη και η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να αυξηθούν τα ποσοστά από τα 30 έτη ασφάλισης και πάνω.
Η άσκηση δεν είναι απλή ούτε εύκολη, καθώς επηρεάζεται σε κάθε περίπτωση η συνταξιοδοτική δαπάνη, μεταβλητή κρίσιμη για τα δημοσιονομικά της χώρας, για την οποία έχουν αναληφθεί συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, η δομή του συστήματος υπολογισμού θα παραμείνει ίδια, ενώ θα αλλάξουν προς το ευνοϊκότερο οι συντελεστές της ανταποδοτικής σύνταξης για όσους αποχωρούν με πολλά χρόνια. Εξετάζεται οι αυξήσεις να ξεκινούν από τα 30 έτη και πάνω, ώστε να κλιμακώνονται όσο προστίθενται χρόνια ασφαλιστικού βίου.
Μέσω της διαρθρωτικής αυτής αλλαγής θα βγουν κερδισμένοι όσοι επιλέγουν να αποχωρήσουν -για παράδειγμα- με 35ετία ασφάλισης και ιδιαιτέρως κερδισμένοι όσοι συνταξιοδοτούνται με 40 χρόνια εργασίας. Η κλιμακωτή αύξηση της αναπλήρωσης κοντά στο 50% έναντι 42,80% για τη 40ετία δείχνει αυξήσεις της τάξης του 10% στα τελικά ποσά των συντάξεων για συντάξιμες αποδοχές έως 1.500 ευρώ και έως 15% για υψηλότερες.
Αναγκαία η αλλαγή
Σήμερα, η αναπλήρωση της ανταποδοτικής σύνταξης φτάνει στο 26,37% στην 30ετία ασφάλισης, στο 33,81% για όσους αποχωρούν με 35ετία και αγγίζει το 42,80% για όσους μετρούν 40 χρόνια δουλειάς. Μετά τη 40ετία η αύξηση είναι πιο ραγδαία, καθώς στα 41 έτη φτάνει στο 44,80%, στα 42 στο 46,80% κ.ο.κ. Η αλλαγή της εν λόγω κλιμάκωσης καθίσταται αναγκαία μετά και τις αποφάσεις του ΣτΕ για τον νόμο Κατρούγκαλου που έκριναν αντισυνταγματικά τα ποσοστά αναπλήρωσης.
Ειδικότερα, στο σκεπτικό των ανωτάτων δικαστών περιγράφεται με καθαρό τρόπο η τροχιά των αλλαγών, καθώς αναφέρεται πως τα ποσοστά αναπλήρωσης «είναι ιδιαιτέρως χαμηλά», ενώ η εφαρμογή τους οδηγεί, σύμφωνα με τους δικαστές, στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής «η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις συντάξιμες αποδοχές, εν όψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, αλλά και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές».
Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάννης Βρούτσης, έχει πολλές φορές δηλώσει πως το νέο Ασφαλιστικό θα χτιστεί πάνω στις ράγες των αποφάσεων της Δικαιοσύνης, «για να μην ενέχονται στοιχεία αμφισβήτησης και να μην μπαίνουν σε αγωνία οι συνταξιούχοι». Βασική κατεύθυνση των αλλαγών που προωθούνται είναι, καθώς λέγεται από αρμόδιες πηγές, η διασφάλιση της επάρκειας των συντάξεων και η αύξηση της ανταποδοτικότητας για όσους συνταξιοδοτούνται με πολλά χρόνια, ώστε να κλείσουν οι «τρύπες» του Ασφαλιστικού που απαιτούν αλλεπάλληλους κύκλους μεταρρυθμίσεων. Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης είχαν από την αρχή επισημάνει την υποανταποδοτικότητα των συντελεστών του νόμου Κατρούγκαλου για τις μεσαίες και τις υψηλές συντάξεις.
Πρόσφατες μελέτες διατυπώνουν το συμπέρασμα πως οι υψηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα, που πληρώνουν εισφορές για 14 μισθούς, χάνουν έως και το 20% των εισφορών που έχουν καταβάλει στη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου με τα σημερινά ποσοστά. Η υποανταποδοτικότητα ξεκινά να κλιμακώνεται από τα 30 χρόνια ασφάλισης και πάνω. Και ενώ είναι θεμιτό τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα να εισφέρουν και για τις συντάξεις των χαμηλόμισθων, στο πλαίσιο της λεγόμενης «αρχής της επιχορήγησης στην κοινωνική ασφάλιση», φαίνεται πως αυτό συμβαίνει για ορισμένες κατηγορίες υπέρμετρα. Μαζί με την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ και για 40 χρόνια ασφάλισης η συνολική ανταπόδοση μειώνεται προοδευτικά όσο αυξάνεται ο συντάξιμος μισθός: 96% για 750 ευρώ, 87,4% για 900 ευρώ, 76,8% για 1.200 ευρώ, 62% για 2.000 ευρώ. Συνεπώς, όσο αυξάνονται οι μηνιαίες αποδοχές πάνω από τον μέσο μισθό, τόσο περισσότερο πέφτει η συνολική αναπλήρωση της σύνταξης ως άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής.
Ο επανυπολογισμός της σύνταξης
Η αύξηση των συντελεστών αναπλήρωσης θα επηρεάσει, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων, και μάλιστα αναδρομικά, δηλαδή από 4 Οκτωβρίου 2019 και μετά, παλαιές και νέες σύνταξεις. Ο επανυπολογισμός των συντάξεων που είχαν ήδη εκδοθεί πριν από τις 13 Μαΐου του 2016 θα βρεθεί σε φάση «επανεκκίνησης», καθώς οι ανταποδοτικές συντάξεις πρέπει να υπολογιστούν από 4 Οκτωβρίου και μετά με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, κάποιοι θα λάβουν αυξήσεις και άλλοι θα δουν τις προσωπικές τους διαφορές να «ψαλιδίζονται» υπέρ της αύξησης της ανταποδοτικής τους σύνταξης. Από το νέο καθεστώς θα επηρεαστούν και οι εκκρεμείς αιτήσεις, όπως φυσικά και οι νέες συντάξεις που έχουν ήδη εκδοθεί με τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου μετά τις 13 Μαΐου του 2016.
Για όλες τις αναπροσαρμογές η αφετηρία μπαίνει στις 4 Οκτωβρίου 2019, καθώς το ΣτΕ, αναγνωρίζοντας το υπέρογκο δημοσιονομικό κόστος που θα είχε μια αναδρομική από το 2016 εφαρμογή της απόφασής του, τράβηξε «κόκκινη γραμμή» στις διεκδικήσεις αναδρομικών πριν από τον Οκτώβριο του 2019, όπως είχε κάνει και το 2015.