Αυξήσεις σε δύο ταχύτητες για τέσσερις συν δύο κατηγορίες συνταξιούχων αναμένονται από Ιανουάριο. Ο «κόφτης» της προσωπικής διαφοράς
Με δύο ταχύτητες αναμένεται να «τρέξουν» οι αυξήσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις από τον ερχόμενο Ιανουάριο, όταν και προβλέπεται να ψηφιστεί το ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Τέσσερις κατηγορίες συνταξιούχων θα πρέπει να δουν… ζεστό χρήμα στην τσέπη, ενώ άλλες δυο κατηγορίες θα αντιληφθούν την αύξηση μόνο στο εκκαθαριστικό τους σημείωμα, καθώς διατηρούν προσωπική διαφορά.
Οι αυξήσεις προκύπτουν από τις αλλαγές στην αναπλήρωση για όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί ή συνταξιοδοτούνται με πολλά χρόνια ασφάλισης, αλλά και από την κατάργηση των περικοπών του 2016 στις επικουρικές και μετράνε από 4 Οκτωβρίου 2019. Στο πλαίσιο αυτό, ο νέος χάρτης του ασφαλιστικού αναμένεται να διαμορφωθεί από το 2020 ως εξής:
Κατηγορίες που θα δουν άμεσα αυξήσεις
Άμεσα αυξήσεις στον οικογενειακό τους προϋπολογισμό θα πρέπει να δουν τέσσερις κατηγορίες συνταξιούχων, με βάση τις προωθούμενες αλλαγές του υπουργείου Εργασίας.
Πρόκειται κυρίως για συνταξιούχους που δεν έχουν καθόλου προσωπική διαφορά ή έχουν πολύ μικρή, και στο νέο μεταμνημονιακό τοπίο θα δουν αυξήσεις εφόσον βέβαια εμπίπτουν στις νέες κατηγορίες αυξηµένης ανταποδοτικότητας έχουν δηλαδή πολλά έτη ασφάλισης. Επίσης πρόκειται για όσους είδαν περικοπές στην επικουρική τους το 2016. Αναλυτικά:
- Νέοι συνταξιούχοι από όλα τα πρώην Ταμεία του ιδιωτικού τομέα και το Δημόσιο που έχουν αποχωρήσει µετά τις 13 Μαΐου 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά. Θα λάβουν όλο το ποσό της αύξησης εφόσον έχουν πολλά χρόνια ασφάλισης ως αναπροσαρμογή του μεικτού ποσού.
- Παλαιοί συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και έχουν αρνητική προσωπική διαφορά, δηλαδή έχουν λάβει αύξηση από 1/1/2019. Οι εν λόγω συνταξιούχοι, εφόσον εµπίπτουν στις κατηγορίες αυξηµένης ανταποδοτικότητας (πάνω από 30 έτη ασφάλισης) θα πρέπει να λάβουν µεγαλύτερη αύξηση. Ειδικότερα, η προσωπική διαφορά θα αυξηθεί και µαζί της θα πρέπει να αυξηθεί και το 1/5 αυτής, που λαµβάνουν στο χέρι από 1/1/2019. Η αύξηση αυτή δεν θα έχει αναδροµικότητα από 1/1/2019, αλλά θα «µετράει» από 4 Οκτωβρίου 2019.
- Παλαιοί συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και έχουν πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά (π.χ. κάτω από 50 ευρώ), εφόσον φυσικά ανήκουν στις κατηγορίες αυξηµένης ανταποδοτικότητας. Με την αύξηση της ανταποδοτικής τους σύνταξης αντιµετωπίζουν το ενδεχόµενο να «µηδενίσουν το κοντέρ» της προσωπικής διαφοράς ή να περάσουν σε αρνητική προσωπική διαφορά, δηλαδή σε αύξηση. Για παράδειγμα, έστω συνταξιούχος που έχει στο εκκαθαριστικό του θετική προσωπική διαφορά 25 ευρώ. Αν έχει αποχωρήσει με 37 έτη ασφάλισης και η ανταποδοτική του σύνταξη αυξηθεί από 4 Οκτώβρη κατά 50 ευρώ, τότε θα μηδενίσει την προσωπική διαφορά και θα δικαιωθεί και αύξηση. Οι εν λόγω συνταξιούχοι πιθανότατα δεν θα αντιληφθούν σημαντική µεταβολή στο καθαρό ποσό τους ή αν αντιληφθούν, αυτή θα είναι µικρή. Ωστόσο θα απαλλαγούν από τον «βραχνά» της θετικής προσωπικής διαφοράς και µπορεί να έχουν τώρα µια µικρή έως ανεπαίσθητη αύξηση, όµως από το 2023 και µετά θα λάβουν στην τσέπη όλες τις αυξήσεις που θα δίνονται µε βάση ΑΕΠ και ∆ΤΚ.
- Δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης. Κερδισμένοι αναμένεται να βγουν περίπου 450.000 ασφαλισμένοι, που έχασαν ποσά έως και πάνω από 200 ευρώ το 2016 και τώρα πρέπει να δουν αυξήσεις μεσοσταθμικά κατά 30%. Σύμφωνα με τα όσα έχει δηλώσει ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης, η λύση που επιλέγεται μετά την απόφαση του ΣτΕ οδηγεί σε μεσοσταθμική αύξηση ύψους 52,5 ευρώ τον μήνα για 465.112 συνταξιούχους. Τις σημαντικότερες αυξήσεις θα δουν όσοι είχαν το μεγαλύτερο «ψαλίδι» το καλοκαίρι του 2016. Πρόκειται για 251.728 συνταξιούχους που έχασαν από την επικουρικής τους ακόμα και πάνω από 200 ευρώ το μήνα. Κυρίως ευνοούνται μισθωτοί ΙΚΑ, τραπεζικοί υπάλληλοι, δημοτικοί υπάλληλοι και εμποροϋπάλληλοι. Κερδισμένοι είναι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι ωστόσο τα προηγούμενα χρόνια είχαν τα προηγούμενα χρόνια μικρότερες μειώσεις (7.34% κατά μέσο όρο) και επομένως δεν θα δουν τόσο εντυπωσιακή αλλαγή στο εισόδημα τους.
Κατηγορίες που θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον μια 4ετία
Αυξήσεις αναμένεται να έχουν και άλλες κατηγορίες νέων και παλαιών συνταξιούχων, αλλά στα χαρτιά, καθώς διατηρούν προσωπική διαφορά η οποία θα πρέπει σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο να συμψηφιστεί με την αύξηση που θα λάβουν από 4 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα οι γενικές αυξήσεις θα έρθουν σε μια 4ετία, από το 2023 και μετά. Αναλυτικά. :
- Παλαιοί συνταξιούχοι (αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2019) που έχουν θετική προσωπική διαφορά σηµαντικού ύψους (π.χ. άνω των 50 ή 100 ευρώ). Η αύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης για παλαιούς συνταξιούχους που έχουν αποχωρήσει µε πολλά έτη ασφάλισης οδηγεί σε συνολική αύξηση της νέας σύνταξης προ φόρου. Ετσι µειώνεται αντίστοιχα η συνολική προσωπική διαφορά. Στην τσέπη του συνταξιούχου δεν προκύπτει προς το παρόν διαφορά, αλλά αυτό που αλλάζει είναι πως ο συνταξιούχος µπορεί να ελπίζει νωρίτερα σε αύξηση. Σύµφωνα µε το ισχύον καθεστώς, οι συνταξιούχοι θα λαµβάνουν γενικές αυξήσεις από το 2023 και µετά µε βάση το ΑΕΠ και τον ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή. Η προσωπική διαφορά θα συµψηφίζεται µε αυτές τις ετήσιες αυξήσεις µέχρι να µηδενιστεί. Για τη συγκεκριµένη κατηγορία το νέο ποσό µειωµένης προσωπικής διαφοράς θα συµψηφιστεί γρηγορότερα, µε αποτέλεσµα να φτάσει συντοµότερα ο συνταξιούχος σε αύξηση και στο καθαρό ποσό.
- Νέοι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 13/5/2016 έως 31/12/2018 και διατηρούν προσωπική διαφορά. Ειδική µέριµνα απαιτείται για χιλιάδες συνταξιούχους που αποχώρησαν την 3ετή µεταβατική περίοδο του νόµου Κατρούγκαλου και λαµβάνουν προσωπική διαφορά. Οσοι συνταξιοδοτήθηκαν από τον Μάιο του 2016 έως τον ∆εκέµβριο του 2018 δικαιώθηκαν τµήµα προσωπικής διαφοράς (25% έως 50%) στην περίπτωση που η νέα σύνταξή τους -όπως υπολογίστηκε µε τον νόµο 4387/2016- ήταν µειωµένη κατά 20% και πάνω από τη σύνταξη που θα έπαιρναν µε το παλαιό καθεστώς. Εξετάζεται να διατηρήσουν την προσωπική διαφορά που δικαιώθηκαν ακόµη κι αν το νέο ποσό, όπως θα υπολογιστεί, πέφτει κάτω από τον πήχη του 20%. Άλλωστε, η αυξηµένη ανταποδοτικότητα «µετράει» από 4 Οκτωβρίου 2019, ενώ οι εν λόγω συντάξεις εκδόθηκαν την περίοδο 2016-2018.