Οδηγίες με σκοπό να αποφευχθούν καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για παραβίασεις του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και την ασφάλεια
Με εγκύκλιο προς τους εισαγγελείς της χώρας η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ενημερώνει σχετικά με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανρθώπου (Κρασσάς κατά Ελλάδας) παρέχοντας γενικές οδηγίες προς αποφυγή συναφών παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αναλυτικά η εγκύκλιος αναφέρει:
Με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που εκδόθηκε στις 28-6-2018 επί της υπ’ αριθμ. 45957/11 προσφυγής (υπόθεση Κρασσάς κατά Ελλάδας), και προκειμένου να συμβάλουμε στην αποφυγή συναφών παραβιάσεων του άρθρου 5§§3 και 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) σχετικά με το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και την ασφάλεια, κρίνουμε αναγκαίο, στο πλαίσιο της εκ των διατάξεων των άρθρων 19§§1 στοιχ. γ, 2 και 24§5 στοιχ. α του ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητάς μας, να προβούμε στις ακόλουθες επισημάνσεις, απευθύνοντας συνάμα σχετικές γενικές οδηγίες.
1.Κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Πονικής Δικονομίας, η προσαγωγή ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα του συλληφθέντος επ’ αυτοφώρω ή με ένταλμα πρέπει να γίνεται χωρίς αναβολή και, πάντως, το αργότερο μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψή του και αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του εισαγγελέα, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του (άρθρο 279§1 ΚΠΔ). Η διάταξη του άρθρου 6§2 εδ. α του Συντάγματος, του οποίου «εφαρμογή» αποτελεί το άρθρο 279 ΚΠΔ, απαιτεί κατ’ ουσίαν την τήρηση των ίδιων προθεσμιών κάνοντας λόγο για προσαγωγή του συλληφθέντος στον ανακριτή (ο οποίος, βεβαίως, καθίσταται αρμόδιος αφού ο εισαγγελέας παραγγείλει τη διενέργεια ανάκρισης).
Αντιστοίχως, το άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι το συλληφθέν πρόσωπο πρέπει να προσαχθεί συντόμως(aussitot). Η ακριβής εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων της εσωτερικής και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και η (δι’ αυτής) αποτροπή ενδεχόμενων παραβιάσεων του άρθρου 5§3 της ΕΣΔΑ προϋποθέτει ότι σε όλες τις Εισαγγελίες της Χώρας (Πρωτοδικών και Εφετών) πρέπει να υπάρχει, κάθε ώρα και κάθε μέρα, ετοιμότητα συγκεκριμένου εισαγγελικού λειτουργού («Εισαγγελέα Υπηρεσίας»), ο οποίος θα μεταβαίνει και εκτάκτως στο γραφείο της Εισαγγελίας και θα δέχεται τον προσαγόμενο συλληφθέντα.
Είναι προφανές ότι αρμόδιος προς τούτο εισαγγελέας (για την ενώπιον του προσαγωγή του συλληφθέντος) μπορεί να είναι, κατά περίπτωση, ο Εισαγγελέας Εφετών (όπως συμβαίνει όταν η σύλληψη γίνεται δυνάμει Διατάξεως του Προέδρου Εφετών, εκδοθείσας κατά το άρθρο 309§§2 εδ. γ, 4 ΚΠΔ, ή δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης). Η διάρκεια της κράτησης του προσώπου που συλλαμβάνεται πρέπει να είναι η ελάχιστη δυνατή και δεν νοείται χρονοτριβή εξαιτίας εισαγγελικής «αναβλητικότητας», οφειλόμενης σε τυχόν απομάκρυνση του εισαγγελέα από την έδρα του ή σε σύμπτωση μη εργάσιμης ημέρας.
Οι προβλέψεις του νόμου και οι κατοχυρωμένες εγγυήσεις σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών στην ελευθερία και την ασφάλεια δεν υποχωρούν κατά τις εξαιρετέες ημέρες. Σάββατα και Κυριακές, εορτές και πανηγύρεις, δεν καταργούν τον εισαγγελέα και τον ανακριτή, ούτε αναστέλλουν την εισαγγελική και ανακριτική δραστηριότητα. Για τον ανακριτή και τον εισαγγελέα (θα λέγαμε με τον τρόπο του Ποιητή) «δεν υπάρχουν καθημερινές και σκόλες». Εντέλει, επισημαίνουμε ότι για το θέμα του «Εισαγγελέα Υπηρεσίας» στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών και Εφετών της Χώρας η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει απευθύνει και κατά το πρόσφατο παρελθόν γενικές οδηγίες (βλ. υπ’ αριθμ. 4/2006 Εγκ. Εισ ΑΠ [Γ. Σανιδά], § Γ, I, α,β, Ποιν. Δικ. 2006, σελ. 1275, και ιστοσελίδα eisap.gr), οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και πρέπει να τηρούνται από όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς.
2. Η σύνταξη της εισαγγελικής πρότασης επί προσφυγής του προσωρινά κρατουμένου κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης και η εισαγωγή της στο δικαστικό συμβούλιο πρέπει, κατά το νόμο, να γίνεται χωρίς χρονοτριβή (άρθρο 290§1 εδ. γ ΚΠΔ).
Για την ταυτότητα του λόγου, η ίδια ταχύτητα εισαγγελικής ενέργειας πρέπει να επιδεικνύεται και στις περιπτώσεις:
α) της προσφυγής του άρθρου 291 §1 εδ. β ΚΠΔ (κατά της διάταξης του ανακριτή που απορρίπτει αίτηση άρσης της προσωρινής κράτησης) και
β) της αίτησης προς το δικαστικό συμβούλιο του παραπεμφθέντος σε δίκη προσωρινά κρατουμένου κατηγορουμένου για άρση της προσωρινής κράτησής του (άρθρ. 294§1 εδ. α ΚΠΔ).
Η δεύτερη αυτή περίπτωση υπήρξε αντικείμενο της δικανικής κρίσης του ΕΔΔΑ στην εν θέματι απόφασή του. Δηλαδή, πρέπει, έναντι των άλλων υπηρεσιακών υποχρεώσεων του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού, να δίδεται απόλυτη προτεραιότητα στη σύνταξη της εισαγγελικής πρότασης, όταν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο προκειμένου να εκδοθεί (με την ίδια οφειλόμενη ταχύτητα) το σχετικό βούλευμα, που αφορά την προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου.
Μόνον η κατά τον παραπάνω τρόπο εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ΚΠΔ από τον εισαγγελέα μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 5§4 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του προσωρινά κρατουμένου για έλεγχο της νομιμότητας της προσωρινής κράτησης εντός βραχείας προθεσμίας(a bref delai) και μειώνει τον κίνδυνο συναφών δυσμενών για την Ελλάδα αποφάσεων του ΕΔΔΑ.
Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο στο eisap.gr