Ρυθμίζονται περιπτώσεις όπου διενεργείται έρευνα για ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος
Χρονικό όριο 9 μηνών, που μπορεί να παραταθεί για άλλους 9 μήνες, έθεσαν τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Οικονομικών στη διάρκεια ισχύος των δεσμεύσεων τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων που διατάσσει η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων για τα οποία διεξάγει έρευνες. Το χρονικό αυτό όριο τέθηκε με προσθήκη σχετικής ρύθμισης στο νομοσχέδιο για τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα.
Το όριο των 9+9 μηνών μπορεί να ισχύσει υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις αναδρομικά και για εκκρεμείς υποθέσεις ερευνών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εξέλιξη η οποία αναμένεται να «διευκολύνει» αρκετούς από τους 3.400 κατηγορούμενους για το αδίκημα αυτό, οι οποίοι ερευνήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων 3,5 ετών.
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του νομοσχεδίου, τα ανώτατα όρια των 9 και των 18 (9+9) μηνών που προβλέπονται από το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όσον αφορά τη χρονική διάρκεια ισχύος των αιτιολογημένων αποφάσεων των Οικονομικών Εισαγγελέων για δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών στοιχείων ατόμων που ερευνώνται για οικονομικά εγκλήματα, θα εφαρμόζονται και για κάθε περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου διατάσσεται από τον πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Ουσιαστικά με την προσθήκη της ρύθμισης αυτής σε κάθε περίπτωση που διενεργείται έρευνα για ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος η διάταξη του προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες να δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία των υπόπτων προσώπων δεν θα είναι απεριόριστης ισχύος.
Αυτοδίκαιη παύση
Ωστόσο, η παρέμβαση των υπουργείων Δικαιοσύνης και Οικονομικών στο θέμα αυτό δεν σταμάτησε με την παραπάνω ρύθμιση. Με τροπολογία που προστέθηκε στο νομοσχέδιο, λίγο πριν αυτό ψηφιστεί από τη Βουλή, προβλέπεται επιπλέον ότι οι διατάξεις δεσμεύσεων που έχουν ήδη εκδοθεί θα πρέπει να διαβιβάζονται, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση του νομοθετήματος, στους αρμόδιους ανακριτές ή στα αρμόδια δικαστικά συμβούλιο, προκειμένου να αποφαίνονται για την επικύρωσή τους ή τη μη επικύρωσή τους.
Σε κάθε περίπτωση δε, κατά την οποία η τρίμηνη αυτή προθεσμία θα εκπνεύσει άπρακτη, η διάταξη για τη δέσμευση θα παύει αυτοδικαίως να ισχύει. Οι παραπάνω τροποποιήσεις δικαιολογούνται από τον νομοθέτη με το επιχείρημα ότι, όπως στην περίπτωση της προσωρινής κράτησης ο κρατούμενος στερείται την ελευθερία του για ανώτατο χρονικό διάστημα 18 μηνών και στη συνέχεια εάν δεν έχει μεσολαβήσει δίκη πρέπει να αφεθεί ελεύθερος, έτσι και στην περίπτωση της απαγόρευση πρόσβασης στα περιουσιακά στοιχεία ο υπαίτιος δεν θα πρέπει να στερείται το πολύ σημαντικό έννομο αγαθό της χρήσης της περιουσίας του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 18 μηνών, εκτός εάν οι δικαστικές αρχές την επικυρώσουν.