Μὲ τὴν αὐγὴ καὶ ἡ θάλασσα μενεξεδένια λάμπει,
καὶ μὲ τὸ φῶς τὰ πάντα ξανανιώνουν.
Νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, νὰ τὸ χελιδόνι
στὸν Παρθενώνα ξαναχτίζει τὴ φωλιά του!
Πανίερη Ἀθηνᾶ, τίναξε τὸ πουλί σου
στ᾿ ἀμπέλια μας ἀπάνω τὰ σαρακωμένα.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ἀγάλια ἀγάλια ἀποχρυσώνεται τὸ κύμα,
νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, μέσ᾿ στὰ κορφοβούνια
τοῦ Προμηθέα τὰ σπλάχνα σκίζοντας ἕνα ὄρνιο
μεγάλο, ἀσάλευτο ξανοίγεται μακριάθε
γιὰ νὰ διώξεις τὸ μαῦρο γύπα ποὺ σὲ τρώει,
ἁρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, τὸ καράβι.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τ᾿ ἀνάκρασμα τ᾿ ἀκοῦτε τῆς ἀρχαίας Πυθείας;
«Νίκη στῶν ἡμιθέων τ᾿ ἀγγόνια!»
Ἀπὸ τὴν Ἴδη
ὡς τῆς Νικαίας τ᾿ ἀκρογιάλια ξανανθίζουν
αἰώνιες οἱ ἐλιές.
Μὲ τ᾿ ἄρματα στὰ χέρια
ἐμπρός!
Τὰ ὕψη τῶν βουνῶν ἂς τ᾿ ἀνεβοῦμε,
τοὺς Σαλαμίνικους ἀντίλαλους ξυπνώντας!
Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Κ᾿ ἔλα, ἑτοιμάστε τὰ λευκὰ φορέματά σας,
ἀρραβωνιαστικές, γιὰ νὰ στεφανωθῆτε στὸ γυρισμὸ τοὺς ἀκριβούς σας μέσ᾿ στὸ λόγγο
γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς γλυτώσανε κόφτε τὴ δάφνη.
Ἀγνάντια στὴ σκυφτὴ καὶ ντροπιασμένη Εὐρώπη,
ἂς πιοῦμε ξέχειλη τὴ δόξα παλληκάρια.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ὅ,τι ἔγινε μπορεῖ νὰ ξαναγίνει, ἀδέρφια!
Στῶν πυρωμένων τούτων βράχων τὴν λαμπάδα
μὲ σάρκα θεία μπόρεσ᾿ ὁ ἄνθρωπος νὰ νοιώσῃ
τὸ φωτερώτερο κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄνειρά του.
Κι ἡ χριστιανὴ ψυχὴ βωβὴ ἐκεῖ πέρα θὰ εἶναι;
Κ᾿ ἐμεῖς ἑνὸς κορμιοῦ ξερόκλαδα ἐκεῖ πέρα;
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τὸ Μαραθώνιο πεζοδρόμο ἀκολουθώντας
κι ἂν πέσουμε, τὸ χρέος μας ἔχουμε κάμει!
Καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ προγόνου μας Λεωνίδα
τὸ αἷμα μας, θριάμβων αἷμα, ταιριασμένο,
θὰ πορφυρώσει τὸν καρπὸ τὸν κοραλλένιο
καὶ τὸ σταφύλι τὸ κρεμάμενο στὸ κλῆμα.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τῆς ἱστορίας μας φέγγουν τρεῖς χιλιάδες χρόνια,
Ὀρθοί!
Καὶ πρόβαλε ἀπὸ τώρα τὸ παλάτι
στὸν τόπο ἐκεῖ ποὺ λύθηκαν τὰ κακὰ μάγια,
κι ὁ φοίνικας ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴ στάχτη.
Στὶς ἀμμουδιὲς τῆς Μέκκας διῶξέ το ἥλιε,
τὸ μισοφέγγαρο μακριὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό μας…
Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη!
Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.