Ένοχοι, με ελαφρυντικά, κρίθηκαν από το Τριμελές Εφετείο επί Κακουργημάτων Δωδεκανήσου τρεις κάτοικοι Καρπάθου για ξέπλυμα «μαύρου χρήματος» μέσω τράπεζας του νησιού.
Συγκεκριμένα, σε βάρος του 59χρονου, της 50χρονης συζύγου του και ενός ακόμη κατοίκου Καρπάθου είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και ηθική αυτουργία στην πλαστογραφία. Το δικαστήριο με απόφαση που εξέδωσε προχθές έκρινε ένοχους με ελαφρυντικό και τους τρεις για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων επιβάλλοντας ποινή κάθειρξης έξι ετών στον καθένα, ενώ τους έκρινε αθώους για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στη πλαστογραφία.
Σε ό,τι αφορά τις εφέσεις τους, το δικαστήριο αποφάσισε να έχουν αναστέλλουσα δύναμη.
Σημειώνεται πως η δίκη της συγκεκριμένης υπόθεσης ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου και διεκόπη για προχθές (9 Δεκεμβρίου) για τη πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης κ.κ. Παναγιώτη Αβρίθη και Δήμου Μουτάφη και φυσικά την έκδοση της απόφασης.
Ο Ιταλός, η αγορά ακινήτου
και τα 1,5 εκατ. ευρώ
Η υπόθεση είχε διαλευκανθεί το χειμώνα του 2009 και σύμφωνα με τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί, οι τραπεζικοί λογαριασμοί των κατηγορουμένων φέρονται να έχουν παίξει το ρόλο «πλυντηρίου» για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος που εξασφάλισε «κύκλωμα», με εικονικές εταιρείες και παράνομα ιδιωτικά συμφωνητικά αγοραπωλησίας εκτάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, το χειμώνα του 2009 οι τραπεζικοί λογαριασμοί του τρίτου κατηγορουμένου, ο οποίος διαθέτει κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στο νησί, είχαν «παγώσει» μετά από εντολή της Επιτροπής Καταπολέμησης “Μαύρου Χρήματος”.
Δύο χρόνια αργότερα ο 59χρονος και η σύζυγός του είχαν κληθεί ενώπιον της ανακρίτριας Ρόδου για να απολογηθούν και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας είχαν αφεθεί ελεύθεροι με το περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου τους από τη χώρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ζευγάρι, κατέθεσε στην ανακρίτρια Ρόδου ότι ουδεμία σχέση έχουν με τα όσα τους καταλογίζονται, καθώς οι ίδιοι θέλησαν απλώς να πουλήσουν ένα ακίνητο που ανήκει στην 50χρονη, εμβαδού 8 στρεμμάτων το οποίο περιλάμβανε και οικήματα. Ειδικότερα, όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2007 όταν στην Κάρπαθο μετέβη ένας Ιταλός, ο οποίος τους προσέγγισε ως στέλεχος Ιταλικής ασφαλιστικής εταιρείας και τους είπε ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει το ακίνητο τους. Το ζευγάρι, δια μέσου ενός ημεδαπού, ο οποίος ήταν μαζί με τον αλλοδαπό και έκανε το μεταφραστή, του είπε ότι ζητούσε 2,5 εκατ. ευρώ.
Τελικά, ο Ιταλός συμφώνησε να δώσει 2,3 εκατ. ευρώ για την αγορά του ακινήτου, και μάλιστα το 1,5 εκατ. ευρώ θα το κατέθετε σε λογαριασμό του ζευγαριού τις αμέσως επόμενες ημέρες. Μόλις ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες για το ιδιωτικό συμφωνητικό ο Ιταλός αναχώρησε για την πατρίδα του και λίγες μέρες αργότερα κατέθεσε πράγματι τα χρήματα στο λογαριασμό του 59χρονου.
Στις 2 Νοεμβρίου 2007 ο 59χρονος πήγε να πάρει τα χρήματα, όμως προτού προλάβει να ολοκληρώσει την πράξη του, ο Ιταλός τον ενημέρωσε ότι η εταιρεία άλλαξε γνώμη και δεν προτίθεται να προχωρήσει η αγοραπωλησία του ακινήτου. Για το λόγο αυτό και ήθελε να επιστραφούν τα χρήματα που είχαν κατατεθεί στο λογαριασμό του 59χρονου.
Ο τελευταίος – σύμφωνα πάντα με όσα δήλωσε στην ανακρίτρια- του είπε πως δεν υπήρχε πρόβλημα, αρκεί να του δώσει τον αριθμό λογαριασμού που θα του έβαζε τα χρήματα.
Ο 59χρονος έκανε πράγματι ανάληψη από το λογαριασμό του το 1,5 εκατ. ευρώ, τα οποία και παρέδωσε στον ημεδαπό με τον οποίο συνεννοούνταν κατά την επίσκεψη του Ιταλού στο νησί και φρόντισε παράλληλα να πάρει και απόδειξη για τα χρήματα που έδωσε πίσω. Περίπου δέκα ημέρες όμως αργότερα, μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τον 59χρονο, όταν σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του ο αρμόδιος της τράπεζας του, του είπε ότι τα χρήματα που είχαν κατατεθεί στο λογαριασμό του έλειπαν και στη συνέχεια έκανε ανάληψη, ήταν κλεμμένα!
Ο 59χρονος επεσήμανε στην ανακρίτρια ότι πριν γίνει η ανάληψη των χρημάτων, ο έλεγχος της τράπεζας δεν είχε δείξει το παραμικρό και πως όταν «χάλασε» η συμφωνία, ο Ιταλός ήταν ιδιαίτερα πιεστικός για να του τα επιστρέψει σε σημείο που τον απείλησε ότι εφόσον δεν του έδινε πίσω τα χρήματα θα κινδύνευε η οικογένειά του.